Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Οι κεντρικές τράπεζες παίρνουν τα... όπλα τους


22/9/2012

Η τράπεζα της Ιαπωνίας μέχρι σήμερα έχει προσθέσει στην οικονομία ρευστότητα 70 τρισ. γεν (περί τα 700 δισ. ευρώ), προχωρώντας με «βήματα» των 5 τρισ. γεν (50 δισ. ευρώ) σε κάθε νέα της κίνηση. Αυτή τη φορά ανακοίνωσε την αγορά 10 τρισ. γεν -τα μισά αφορούν βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα και τα άλλα μισά μακροπρόθεσμους τίτλους.

Τον νέο γύρο στην παγκόσμια επιχείρηση QE είχαν ανοίξει, τις προηγούμενες εβδομάδες, η ΕΚΤ και η Fed. Έχοντας εξαντλήσει στην αρχή της κρίσης το «όπλο» της μείωσης των επιτοκίων (σχεδόν παντού είναι εξαιρετικά χαμηλά αν όχι μηδενικά), οι κεντρικές τράπεζες επιδίδονται τα τελευταία χρόνια σε αλλεπάλληλους γύρους QE, πετυχαίνοντας να επαναφέρουν τους χρηματιστηριακούς δείκτες στα επίπεδα προ της χρεοκοπίας της Lehman Brothers αλλά αποτυγχάνοντας να οδηγήσουν τις οικονομίες σε σταθερή τροχιά ανάκαμψης.

Θεωρητικά, βέβαια, στόχος των QE είναι η ανάκαμψη των οικονομιών. Η Μεγάλη Κρίση του '29 απέδειξε την ανοησία της πολιτικής αντιμετώπισης μιας τέτοιας κρίσης διά? της απραξίας. Επιτρέποντας, δηλαδή, στις δυνάμεις της αγοράς να λειτουργήσουν ελεύθερα, οδηγώντας σε χρεοκοπία τις μη βιώσιμες εταιρείες και «βυθίζοντας» μισθούς και τιμές.

«Εκκαθαριστές»
Ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν θυμίζει σε πρόσφατο άρθρο τους στους New York Times ότι οι υπέρμαχοι της άποψης αυτής έμειναν στην ιστορία ως «οι εκκαθαριστές» (liquidationists) και χλευάστηκαν μέχρι και από τον Μίλτον Φρίντμαν. Οι κεϋνσιανοί προφανώς και διαφωνούσαν κάθετα με τις προσεγγίσεις αυτές, με τον ίδιο τον Κέυνς να υπογραμμίζει ότι «η μηχανή που οδηγεί τις επιχειρήσεις δεν είναι η φειδώ αλλά το κέρδος». Η διαπίστωση αυτή ακούγεται αρκετά αντιφατική με την πολιτική που ακολουθούν σήμερα οι Ευρωπαίοι -ίσως επειδή την εποχή που τα έγραφε αυτά ο Κέυνς, η Γερμανία είχε ήδη διολισθήσει στον υπερπληθωρισμό και τις τραγικές του συνέπειες. Παντού προωθούνται προγράμματα πρωτοφανούς λιτότητας, συνοδευόμενα με ριζικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Η ειρωνεία είναι ότι διά των μεταρρυθμίσεων υποτίθεται ότι θα μπορούσαν οι οικονομίες να ανακάμψουν. Καθώς όμως αυτές πλήττουν το εισόδημα εκατ. νοικοκυριών και καταστρέφουν μυριάδες θέσεις εργασίας, παντού επικρατεί η λογική της φειδούς και σπανίως διαφαίνεται κέρδος.

Η εναντίωση των Γερμανών σε πολιτικές QE είναι μάλιστα τόσο έντονη, ώστε στην Ευρωζώνη η εκτύπωση χρήματος να «αποστειρώνεται», δηλαδή η κεντρική τράπεζα να αφαιρεί από την οικονομία ισόποση ρευστότητα με εκείνη που προσθέτει.

Η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει 200 δισ. ευρώ κρατικά ομόλογα και υπόσχεται ότι θα αγοράσει όσα άλλα χρειαστεί, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις θα τηρούν πιστά το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα και με τον περιορισμό της αφαίρεσης από την οικονομία της ρευστότητας που προστίθεται. Έναν περιορισμό που δεν υιοθετούν οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Στην Ιαπωνία η BoJ προσθέτει ρευστότητα εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, αν και τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά. Η Τράπεζα της Αγγλίας, από την πλευρά της, έχει ήδη «τυπώσει» 375 δισ. λίρες (περί τα 470 δισ. ευρώ), που αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της οικονομίας αντιστοιχούν σε εκτύπωση πάνω από 2 τρισ. ευρώ από την ΕΚΤ. Όλα δείχνουν ότι σύντομα θα προχωρήσει σε έναν ακόμα γύρο εκτύπωσης.

Στεγαστικά
Στις ΗΠΑ, η Fed έχει ήδη προσθέσει στην οικονομία 2,7 τρισ. δολ. (λίγο πάνω από 2 τρισ. ευρώ) και τώρα υπόσχεται να αγοράζει μηνιαίως 40 δισ. δολ. τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων, μέχρι να ανακάμψει σημαντικά η αγορά εργασίας. Αν και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν ακολουθείται η πρακτική της «αποστείρωσης», μικρό μέρος από τους πακτωλούς ρευστότητας κατέληξαν στην πραγματική οικονομία. Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι η κεντρική τράπεζα να αγοράζει τίτλους από τις μεγάλες τράπεζες, και στη συνέχεια αυτές να «κάθονται» πάνω στα κεφάλαια που αποκτούν.

Το ίδιο κάνουν άλλωστε και με τα δάνεια που τους χορηγούν οι κεντρικές τράπεζες. Έτσι κι αλλιώς στην οικονομία δεν υπάρχει ιδιαίτερη διάθεση για επενδύσεις (παρά τα μηδενικά επιτόκια) αλλά και οι τράπεζες, από την πλευρά τους, υιοθετούν όλο και αυστηρότερα κριτήρια.

Το μεγαλύτερο κομμάτι από την ρευστότητα που αποδεσμεύουν οι τράπεζες, τοποθετείται τελικά σε μετοχές, ομόλογα και λοιπούς αγοραίους τίτλους. Τροφοδοτείται έτσι το ράλι στις αγορές αλλά κάπου εκεί «παγιδεύεται» η ρευστότητα.

Ο πρόεδρος Μπερνάνκι δήλωσε στην τελευταία συνέντευξη Τύπου ότι ελπίζει ο νέος γύρος QE να στηρίξει τις τιμές ακινήτων και μετοχών -ότι δηλαδή ένας από τους λόγους λήψης της απόφασης ήταν για να συνεχιστεί το ράλι στα χρηματιστήρια και να ανακάμψουν οι τιμές των ακινήτων. Ελπίζει, έτσι, οι Αμερικανοί να αισθανθούν πλουσιότεροι και να καταναλώσουν.

Ακόμα και αν τα καταφέρει, η επίπτωση θα είναι σίγουρα μικρότερη εκείνης που θα είχε η άμεση χορήγηση της πρόσθετης ρευστότητας στην οικονομία.

Έργα υποδομής
Εάν η Fed αποφάσιζε να διοχετεύσει άμεσα στην πραγματική οικονομία 40 δισ. δολ. μηνιαίως (π.χ. χρηματοδοτώντας έργα υποδομής), θα προσέθετε περί τα 500 δισ. δολ. μέσα σε ένα χρόνο.

Όσο περίπου εκτιμάται για το 2013 η αρνητική επίπτωση από τις δημοσιονομικές περικοπές που έχουν προγραμματισθεί και απειλούν να οδηγήσουν την οικονομία σε νέα ύφεση.

Η ειρωνεία, δε, είναι, ότι η επίδραση κάθε νέου γύρου QE στις αγορές βαίνει μειούμενη. Οι πρόσφατες αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών φάνηκε να είχαν προεξοφληθεί, ενώ έντονο προβληματισμό γεννά η πορεία αγορών, που παραδοσιακά δείχνουν την τάση των υπολοίπων: Στην Κίνα ο δείκτης της αγοράς της Σαγκάης βυθίστηκε προχθές σε χαμηλά 3,5 ετών. Η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε πάνω από 8% μέσα σε τρεις συνεδριάσεις. Οι αναλυτές προβλέπουν ότι μέχρι το τέλος του έτους, ο δείκτης τιμών των βασικότερων 24 πρώτων υλών θα καταγράψει μηδαμινά κέρδη. Στους προηγούμενους γύρους QE ο δείκτης ενισχύθηκε 92%.

Εφόσον το QE πάψει να έχει σημαντική επίδραση στις αγορές, οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη θα βρεθούν χωρίς κάποιο άλλο όπλο πολιτικής, σε μια κατάσταση στασιμότητας αντίστοιχη εκείνης που βιώνει εδώ και δεκαετίες η Ιαπωνία. Οι κίνδυνοι δεν τελειώνουν ακόμα και αν το QE πετύχει να επαναφέρει τις οικονομίες σε αναπτυξιακή τροχιά: Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει εγκαίρως να υιοθετήσουν «στρατηγικές εξόδου». Ακριβώς αυτή η (πρόωρη όπως αποδείχθηκε) προσπάθεια της ΕΚΤ πυροδότησε, το Φθινόπωρο του 2009, την κρίση χρέους στην Ελλάδα. Ένα νέο «ατύχημα» θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερα «θύματα».

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου