Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Η "ανταγωνιστική υποτίμηση" στην ευρωζώνη


17/3/2014

Του Simon Tilford

Το ευρώ υποτίθεται ότι θα έθετε ένα τέλος στις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων, και μαζί με αυτό και στον «αθέμιτο ανταγωνισμό». Αλλά αυτό δεν συνέβη. Η Γερμανία συχνά απεικονίζεται (λανθασμένα) ως το θύμα των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων άλλων χωρών πριν από την εισαγωγή του ευρώ. Αλλά αντίθετα με τα στερεότυπα, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας –η οποία λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές τάσεις πληθωρισμού στη Γερμανία και στους εμπορικούς της εταίρους- δεν αυξήθηκε στην πορεία προς την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Και έχει υποχωρήσει κατακόρυφα στη διάρκεια της 15ετούς ύπαρξης του ευρώ. Αυτό έχει δώσει στις γερμανικές επιχειρήσεις ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, τέτοιου είδους που υποτίθεται ότι θα εξάλειφε το ευρώ. Ακόμη περισσότερο, κανείς δεν πιέζει τη Γερμανία να κάνει τίποτα για αυτό. Στην πραγματικότητα, οι άλλες χώρες της ευρωζώνης ενθαρρύνονται να κάνουν το ίδιο.

Η Κομισιόν συντάσσει τους λεγόμενους «εναρμονισμένους δείκτες ανταγωνιστικότητας» για τις οικονομίες της ευρωζώνης (διάγραμμα ένα). Αυτοί είναι μόνο κατ’ όνομα οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες των κρατών-μελών. Εμφανίζουν ότι της Γερμανίας υποχώρησε κατά σχεδόν 20% στο διάστημα από την αρχή του 1999 μέχρι το τέλος του 2011, προτού ανέβει λίγο στο 2012-2013. Ο κύριος λόγος για την πτώση στην πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της χώρας ήταν οι πολύ χαμηλές αυξήσεις των μισθών και ως εκ τούτου, ο χαμηλός πληθωρισμός. Οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες της Ισπανίας (και σε μικρότερο βαθμό) της Ιταλίας, αυξήθηκαν ραγδαία στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αλλά έχουν υποχωρήσει από το 2008: της Ιταλίας είναι τώρα ελάχιστα υψηλότερη από ό,τι το 1999, ενώ της Ισπανίας βρίσκεται υψηλότερα περίπου κατά 9%. Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Γαλλίας είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερη τώρα απ' ότι ήταν το 1999 (ή με βάση την ανάλυση της Κομισιόν), η ανταγωνιστικότητά της έχει βελτιωθεί. Εν συντομία, οι ανισορροπίες της ευρωζώνης δεν έχουν σχέση με τα μέλη της λατινικής σχολής που επιτρέπει στο κόστος να ξεφύγει από τον έλεγχο, από ό,τι με τη γερμανική σχολή της μείωσης του κόστους.


Στο βαθμό που η βαθιά πτώση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της Γερμανίας εντός της ευρωζώνης αναγνωρίζεται στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, παραδοσιακά αποδίδεται στην ανάγκη να αντιστραφεί η άνοδος της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της χώρας στην πορεία προς την εισαγωγή του ευρώ. Οι γερμανικές επιχειρήσεις, με βάση αυτό το επιχείρημα, χρειαζόταν να επανοικοδομήσουν την ανταγωνιστικότητά τους μετά από το σοκ της επανένωσης, που οδήγησε στην πτώση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το πρόβλημα με αυτή την ανάλυση είναι ότι δεν επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα. Το δεύτερο γράφημα παρακάτω εμφανίζει τις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας στο διάστημα μεταξύ 1980-1998. Της Γερμανίας ήταν στην πραγματικότητα χαμηλότερη το 1998 από ότι ήταν το 1980. Υπήρξαν υποτιμήσεις στη Γαλλία στο διάστημα 1983-1984, και στην Ιταλία και στην Ισπανία μετά από την αποχώρησή τους από τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM) το 1992, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτές οι υποτιμήσεις ήταν εν πολλοίς διορθωτικές (σε απάντηση των κρίσεων υπερτίμησης των νομισμάτων) και μέχρι το 1998 οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες τους βρέθηκαν πάλι εκεί όπου ήταν το 1980. Στη διάρκεια της συνολικής περιόδου, η Γερμανία ήταν αυτή που είχε την πιο «ανταγωνιστικά αποτιμημένη» πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία.


Το αποτέλεσμα είναι ότι η Γερμανία τώρα έχει μια εξαιρετικά υποτιμημένη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία (κάτι που δεν κατάφεραν ούτε η Ιταλία ούτε η Ισπανία πριν από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος). Γιατί η Γερμανία δεν κατηγορείται για συμμετοχή σε μια ανταγωνιστική υποτίμηση, όταν γίνεται με τις Ισπανία και Ιταλία; Εξάλλου, η πραγματική ισοτιμία της Γερμανίας έχει υποχωρήσει κατακόρυφα σε σχέση με την μακροπρόθεσμη τάση της, όπου οι υποτιμήσεις της δεκαετίας του 1990 οδήγησαν την λίρα και την πεσέτα ξανά πίσω στις μακροπρόθεσμες τάσεις τους.

Ένας λόγος είναι η διαδεδομένη αντίληψη ότι οι χώρες της ευρωζώνης δεν έχουν πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες διότι όλες μοιράζονται το ευρώ. Έχοντας ως κοινό νόμισμα το ευρώ, οι αποτιμήσεις θεωρούνται αδύνατες. Μια υποτίμηση θεωρείται ως τέτοια μόνο εάν περιλαμβάνει μια κίνηση στις ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες μιας χώρας, όπως όταν η λίρα και η πεσέτα βγήκαν εκτός του ERM. Αλλά όταν η υποτίμηση έρχεται ως αποτέλεσμα του χαμηλού πληθωρισμού (το οποίο ως αντάλλαγμα είναι συνήθως το προϊόν μιας χαμηλής εσωτερικής ζήτησης), θεωρείται ως «ανταγωνιστικό» κέρδος. Ωστόσο, η επίδραση σε άλλες χώρες είναι η ίδια: αντιμετωπίζουν μια απώλεια ανταγωνιστικότητας των τιμών σε σχέση με τις επιχειρήσεις που έχουν έδρα την χώρα στην οποία συντελείται η ανταγωνιστικότητα, και πωλούν λιγότερα σε αυτή.

Αντί να θεωρείται ως πρόβλημα και να κατηγορείται ως μια στρατηγική «θανάτου του γείτονα» (όπως συνέβη με την περίπτωση της Ιταλίας και της Ισπανίας), η Γερμανία έχει επαινεθεί για την επιτυχία της στη μείωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και οι άλλες χώρες της ΕΕ καλούνται να την μιμηθούν προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Επομένως, σε μια περίεργη αντιστροφή, η χώρα που προχώρησε σε μια ανταγωνιστική υποτίμηση, δεν βρίσκεται μόνο υπό μικρή πίεση να το αλλάξει αυτό, αλλά θεωρείται ευρέως ως σημείο αναφοράς για άλλους.

Αυτή η ταύτιση των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών με την ανταγωνιστικότητα έχει υπάρξει καταστροφική. Μια πραγματική ή «εσωτερική υποτίμηση» αντίστοιχη με αυτή που εφαρμόστηκε από τη Γερμανία στην ευρωζώνη, έχει επιβλαβείς μακροοικονομικές επιπτώσεις διότι περιλαμβάνει την καταστολή της εγχώριας ζήτησης και μαζί με αυτή και του πληθωρισμού για μακρά χρονική περίοδο. Αντιθέτως, η Ισπανία και η Ιταλία γρήγορα επέστρεψαν στην ανάπτυξη στη δεκαετία του ’90 μετά από τις υποτιμήσεις τους, με αποτέλεσμα οι γερμανικές εξαγωγές σε αυτές τις χώρες να μην πληγούν. Εάν η Ιταλία και η Ισπανία επιμείνουν στις προσπάθειές τους να υποτιμήσουν τις πραγματικές συναλλαγματικές τους ισοτιμίες αντί να ανατιμήσει η Γερμανία τη δική της, το αποτέλεσμα θα είναι μια επίμονα αδύναμη ζήτηση στην ευρωζώνη, μια επιδείνωση των ήδη αποπληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη και περαιτέρω αυξήσεις στα ποσοστά χρέους.

Ενώ η Κομισιόν έχει επικρίνει το υπερβολικό και επίμονο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, δυσκολεύεται να υποστηρίζει ότι δεν θα είχε νόημα για τους Γερμανούς να παραχωρήσουν μέρος της «ανταγωνιστικότητας». Ωστόσο είναι αδύνατο για όλα τα μέλη της ευρωζώνης να απολαύσουν το αθέμιτο πλεονέκτημα μιας υποτιμημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η σιωπηρή παραδοχή της Κομισιόν φαίνεται να είναι ότι όλες οι οικονομίες της ευρωζώνης μπορούν να προωθήσουν πραγματικές (ή εσωτερικές) υποτιμήσεις, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους σε χώρες μη μέλη της ευρωζώνης και να οδηγήσουν την οικονομική ανάκαμψη σε όλη την ευρωζώνη. Αλλά υπήρξε ήδη μια μεγάλη στροφή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης, από έλλειμμα ύψους 85 δις. ευρώ (1%) σε πλεόνασμα σχεδόν 2,5% το 2013, καθώς το πλεόνασμα της Γερμανίας παρέμεινε πολύ υψηλό ενώ τα ελλείμματα των νοτιότερων κρατών-μελών συρρικνώθηκε. Πρόκειται για ένα επίμαχο ζήτημα το εάν το εξωτερικό πλεόνασμα της ευρωζώνης μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται: αποτελεί ήδη ένα μεγάλο βαρίδι σε μια εύθραυστη παγκόσμια οικονομία, από την οποία η ευρωζώνη με τη σειρά, της εξαρτάται ολοένα και περισσότερο. Επιπλέον, μια οικονομία με ένα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα τείνει να βιώνει ανατίμηση του νομίσματος διότι η ζήτηση για το νόμισμά της ξεπερνάει την προσφορά αυτού, κάτι που τώρα συμβαίνει με το ευρώ. Ένα ισχυρό ευρώ θα πλήξει τη ζήτηση για τις εξαγωγές της ευρωζώνης, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες στις τιμές, όπως είναι οι νότιες οικονομίες.

Η ευρωζώνη χρειάζεται την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας να αυξηθεί (δηλαδή, να αντιστραφεί το αθέμιτο πλεονέκτημα της Γερμανίας που έχει χαράξει εντός της ευρωζώνης), αλλά αυτό δεν θα είναι εύκολο. Η προσανατολισμένη στις εξαγωγές οικονομία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από την ικανότητα των κοινωνικών της εταίρων να εφαρμόζει τη συγκράτηση των τιμών, σε συνδυασμό με τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού, σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί μικρός πληθωρισμός. Η γερμανική οικονομία αυξάνεται πιο γρήγορα από ότι η ευρωζώνη στο σύνολό της, αλλά το ποσοστό του πληθωρισμού στη Γερμανία είναι ελάχιστα υψηλότερο από αυτό της ευρωζώνης, εν μέρει εξαιτίας της πτώσης των πραγματικών μισθών το 2013. Θα μπορούσαν να βοηθήσουν περαιτέρω επεκτατικές μακροοικονομικές πολιτικές.

Πρώτον, ένας συνδυασμός περικοπής φόρων εισοδήματος και αύξησης των δημόσιων επενδύσεων, θα τόνωνε την εσωτερική ζήτηση (και ως εκ τούτου τον πληθωρισμό) χωρίς να αποτελέσει απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα: η χώρα έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2013, με το αποτέλεσμα να είναι η μείωση του ποσοστού χρέους. Δεύτερον, η Γερμανία θα μπορούσε να αποσύρει την αντίθεσή της στην επιθετική πολιτική της ΕΚΤ, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να αυξήσει την οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό στη Γερμανία. Το πρόβλημα είναι ότι η δημοσιονομική στήριξη αυτού του είδους θα αντέβαινε τη συνταγματική αξίωση της Γερμανίας για ισορροπημένο ισολογισμό. Και υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η Γερμανία θα αποδεχθεί επιθετικές κινήσεις από την ΕΚΤ για να αναθερμάνει την οικονομία της ευρωζώνης.

Από την πλευρά της, η Κομισιόν χρειάζεται να σταματήσει να προσδιορίζει την ανταγωνιστικότητα με όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η ανταγωνιστικότητα που προσδιορίζεται με αυτό τον τρόπο, είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: το «κέρδος» μιας χώρας είναι η απώλεια μιας άλλης. Εάν η ανταγωνιστικότητα σημαίνει κάτι χρήσιμο, αυτό είναι η παραγωγικότητα της εργασίας ή η συνολική παραγωγικότητα, και όχι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία η οποία μπορεί να υποχωρήσει απλώς και μόνο διότι η συγκράτηση των μισθών πιέζει τη ζήτηση και οδηγεί σε αποπληθωριστικές πιέσεις. Τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη δεν μπορούν να εξαρτηθούν στην ΕΚΤ να έρθει να τους σώσει και να αντιμετωπίσει την αποπληθωριστική επίπτωση της τρέχουσας μάχης για ανταγωνιστικότητα. Θα πρέπει να απαιτήσουν από τη Γερμανία να κάνει το αδιανόητο: να απολέσει ανταγωνιστικότητα.

Πηγή

Η πρωτότυπη δημοσίευση εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου