Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Η Tουρκία αντιμέτωπη με την οικονομική απομόνωση


10/1/2017

Των Elaine Moore, Mehul Srivastava και Roger Blitz

Χειρότερη από ποτέ είναι η θέση της τουρκικής οικονομίας σε σχέση με άλλες μεγάλες αναδυόμενες χώρες. Γιατί αναμένεται να συνεχιστεί η «βουτιά» της λίρας. Η συμφωνία του ΟΠΕΚ, το πολιτικό ρίσκο και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων.

Μετά από μία από τις πιο ταραγμένες χρονιές στη σύγχρονη ιστορία της, η Τουρκία δυσκολεύεται να πείσει τους επενδυτές στο εξωτερικό να δουν πέρα από τις οικονομικές αδυναμίες και το πολιτικό ρίσκο.

Eπενδυτικοί οίκοι που είναι πρόθυμοι να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε χώρες όπως η Νότα Αφρική, όπου ένα σκάνδαλο διαφθοράς ταλανίζει το κυβερνών κόμμα ANC και στη Βραζιλία, όπου ο πρόεδρος Μισέλ Τεμέρ δίνει μάχη για να σώσει την κυβέρνησή του από τις έρευνες για τη διαφθορά, υποστηρίζουν ότι οι αντίθετοι άνεμοι που αντιμετωπίζει η Τουρκία υπερβαίνουν κατά πολλοί αυτούς οποιασδήποτε άλλης αναπτυσσόμενης χώρας.

Με τους επενδυτές να φοβούνται να δεσμεύσουν χρήματα, η τάση επιστροφής στις αναδυόμενες αγορές που στήριξε τα νομίσματα, τις μετοχές και τα ομόλογα των τεσσάρων εκ των λεγόμενων «Εύθραυστων Πέντε» -της Βραζιλίας, της Νότιας Αφρικής, της Ινδονησίας και της Ινδίας- δεν έχει αγγίξει και την Τουρκία.

«Αναμφίβολα βλέπουμε μεγαλύτερη αξία σε άλλες αναδυόμενες χώρες», λέει ο Αμπάς Αμελί-Ρινανί, υπεύθυνος στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές στη γαλλική Amundi. «Σε αυτές περιλαμβάνονται η Βραζιλία, η Ρωσία και η Ινδονησία. Εκτιμούμε ότι σε όλες αυτές τις χώρες οι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι έχουν αλλάξει ρότα προς μια θετική κατεύθυνση. Δεν ισχύει το ίδιο για την Τουρκία».


Οι Εύθραυστες Πέντε είχαν αναγνωριστεί πριν από πέντε χρόνια ως οι χώρες που είναι πιο ευάλωτες σε μια αύξηση των επιτοκίων από τη Fed και σε ένα πιο ισχυρό δολάριο, εξαιτίας των μεγάλων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αν και οι υπόλοιπες έχουν ανακτήσει την ισορροπία τους και έχουν κάνει προσαρμογές στο ισοζύγιο, η Τουρκία έχει μείνει πίσω.

Και οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές υποστηρίζουν πως το κλίμα είναι δυσοίωνο.

Η Τουρκία παραμένει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις από Κούρδους μαχητές και το ISIS -μεταξύ των οποίων μια αιματηρή ένοπλη επίθεση σε νυχτερινό κέντρο στην Κωνσταντινούπολη την Πρωτοχρονιά- και μια  απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν και του κόμματός του.

Οι πόλεμοι σε γειτονικές χώρες έχουν βλάψει εμπορικούς δεσμούς και οδήγησαν στην έλευση πάνω από 3 εκατ. προσφύγων.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η τουρκική λίρα υποχώρησε 17% έναντι του αμερικανικού δολαρίου το 2016, καταγράφοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση από τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών μετά το πέσο της Αργεντινής. Τα τουρκικά ομόλογα που αποτιμώνται σε δολάρια είχαν την τρίτη χειρότερη επίδοση μετά από αυτά της Μπελίζ και της Μοζαμβίκης, δύο χώρες σε τόσο δεινή θέση που αναγκάστηκαν να ζητήσουν αναδιάρθρωση.

Η κατρακύλα συνεχίζεται και το 2017, με τη λίρα να «βουτάει» πάνω από 2,5% μόνο τη Δευτέρα, διολισθαίνοντας στο ιστορικό χαμηλό των 3,7393 λιρών/δολάριο, μετά την προειδοποίηση της Moody’s ότι οι κίνδυνοι γύρω από την ασφάλεια εντείνουν τις οικονομικές πιέσεις και μπορεί να δράσουν αρνητικά στην κερδοφορία των τουρκικών τραπεζών, αυξάνοντας τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Την περασμένη χρονιά η Moody’s ακολούθησε την S&P στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Τουρκίας σε «σκουπίδι», αφήνοντας τη Fitch ως τον μόνο μεγάλο οίκο αξιολόγησης που διατηρεί τη χώρα σε επενδυτική βαθμίδα.


Η τουρκική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η κατάσταση είναι προσωρινή. Μεταρρυθμίσεις που έχουν σχεδιαστεί για να ενισχύσουν την οικονομία θα στηρίξουν τη λίρα και θα μειώσουν τον αρνητικό αντίκτυπο των γεωπολιτικών εξελίξεων, τη στιγμή που ο μεγάλος νεανικός πληθυσμός καθιστά πιο πιθανή τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Σε συνέντευξή του στους Financial Times, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Μεχμέτ Σιμσέκ ανέφερε πως ενώ κατανοεί τις ανησυχίες για το βραχυπρόθεσμο διάστημα, τόνισε ότι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας είναι «εξαιρετικά θετικές».

«Η Τουρκία τα πήγε αρκετά καλά μετά την κρίση του 2001 και η επιτυχία δεν ήταν τυχαία. Βασίστηκε σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στη συνέπεια και σε λογικές πολιτικές», σημείωσε. Πρόσθεσε μάλιστα πως η χώρα συνεχίζει να έχει δημογραφικό πλεονέκτημα.

Το μέγεθος της Τουρκίας, η θέση της ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία και η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ διασφαλίζουν τη γεωπολιτική σημασία της χώρας.

Ωστόσο, οι παγκόσμιες εξελίξεις δεν ευνοούν τη χώρα. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ έχει ενισχύσει το δολάριο, αυξάνοντας το κόστος των δανείων που έχει πάρει η Τουρκία σε δολάρια. Μια συμφωνία ανάμεσα στα μέλη του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής έχει αυξήσει την τιμή του εισαγόμενου αργού, οδηγώντας τον πληθωρισμό τον Δεκέμβριο στο 8,5%.


Το πιο ανησυχητικό για τους επενδυτές είναι η αίσθηση πως τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα, λέει ο Βίκτορ Ζάμπο της Aberdeen Asset Management. «Τα ρίσκα στην Τουρκία είναι εξαιρετικά υψηλά καθώς μπαίνουμε στο 2017. Τα τουρκικά στοιχεία ενεργητικού έχουν κηλιδωθεί από την πολιτική».

Παρά τις πεσμένες τιμές, λίγα ντιλ φαίνονται ελκυστικά στους ξένους επενδυτές. Καθώς η οικονομία μένει πίσω, οι τουρκικές μετοχές έχουν χειρότερη επίδοση σε σχέση με άλλες αναδυόμενες αγορές, με το discount σε σχέση με τον δείκτη MSCI Emerging Market να φτάνει το 35%.

Αναλυτές της Deutsche Bank υποστηρίζουν πως δεν βλέπουν κάποιο λόγο να αγοράσουν. Εκτός από μερικές μεμονωμένες μετοχές όπως η Akbank, η TAV Airports και η Turkcell, που πιστεύουν ότι μπορούν να κρατήσουν αξία παρά την αποδυνάμωση του νομίσματος, αναλυτές μεταξύ των οποίων και ο Καζίμ Αντάτς έχουν αρνητική στάση για τις τουρκικές μετοχές.

«Οι αποτιμήσεις φαίνονται χαμηλές σε σχέση με τον ιστορικό μέσο όρο μετά από μια παρατεταμένη υποαπόδοση», γράφει. «Ωστόσο, δεν θεωρούμε ότι αυτό επαρκεί ως ανταπόδοση».

Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση επέλεξε να μην εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για την κατάσταση με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και με τις υποχρεώσεις των εταιρειών που δανείζονται σε δολάριο και εισπράττουν σε λίρα, υποστηρίζει ο Σέργκιο Τρίγκο Πας, επικεφαλής διαχείρισης χαρτοφυλακίων αναδυόμενων αγορών για την BlackRock.

H πτώση στις τιμές του αργού πετρελαίου που συνέθλιψαν τις χώρες που εξάγουν εμπορεύματα και τις ανάγκασαν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις βοήθησε την Τουρκία, όπως και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά η προσωρινή ανακούφιση απλώς έκρυψε για λίγο τα πραγματικά προβλήματα.

«Το επιμέρους ρίσκο είναι μέρος της ιστορίας, αλλά είναι μόνο ένας από τους παράγοντες», σημειώνει. «Ξέχασαν να κάνουν αυτά που έπρεπε. Οι άλλοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν τις οικονομίες τους και να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Η Τουρκία, όχι».

Αν η οικονομία σταθεροποιηθεί και διακοπεί η ελεύθερη πτώση του νομίσματος, οι επενδυτές λένε πως η Τουρκία πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια, κατά προτίμηση στην επόμενη συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας στις 24 Ιανουαρίου.

Αλλά η κεντρική τράπεζα είναι παγιδευμένη ανάμεσα σε επενδυτές που ζητούν αύξηση επιτοκίου για να σταματήσει η κατρακύλα της λίρας και έναν πρόεδρο που απαιτεί χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τη στήριξη της ανάπτυξης. Εν τω μεταξύ, τα συναλλαγματική αποθέματα της χώρας, τα οποία χρησιμοποιούνται για την υπεράσπιση της λίρας, υποχώρησαν σε χαμηλό τεσσάρων ετών τον Δεκέμβριο.

«Αυτό είναι ένα τοξικό περιβάλλον για τη λίρα», προειδοποιεί η Τάτα Γκος, οικονομολόγος της Commerzbank που ειδικεύεται στις αναδυόμενες αγορές. «Πιθανότατα θα πέσει κι άλλο».

Πηγή



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου