14/3/2026
Η Ελλάδα, μέλος τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ από το 1952 και το 1981 αντίστοιχα, επενδύει ετησίως στην αμυντική θωράκισή της σημαντικούς ανθρώπινους και υλικούς πόρους. Αυτό οφείλεται στα ιδιαίτερα προβλήματα εξωτερικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε σχέση με τους υπόλοιπους εταίρους της.
Ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης για τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες, ας εξετάσουμε την κατάσταση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης λαμβάνοντας όμως υπόψη μας τις ιδιαιτερότητες που αντιμετωπίζει η χώρας μας. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί, η Ελλάδα κατέλαβε για το 2006 την 7η θέση στην σχετική κατάταξη δαπανώντας περίπου 5,24 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η Κύπρος βρίσκεται στην 20ή θέση του πίνακα με 310 εκατομμύρια ευρώ.Πέρα από το ύψος των αμυντικών δαπανών κάθε χώρας, σημασία έχει το ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που επενδύει για την άμυνά της. Το ποσοστό αυτό δείχνει τον μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό προτεραιότητας που δίνει κάθε χώρα και το οικονομικό βάρος που επωμίζονται οι πολίτες της.
Εδώ η κατάσταση ανατρέπεται, καθώς η Ελλάδα και η Κύπρος καταλαμβάνουν την 1η και 5η θέση αντίστοιχα με ποσοστά που φθάνουν το 2,68% και 2,13% του ΑΕΠ. Ανάμεσα στις δύο χώρες την έκπληξη κάνει η Βουλγαρία, που βρίσκεται στην 4η θέση με ποσοστό 2,31%, αλλά και η Ρουμανία που βρίσκεται στην 6η θέση με ποσοστό 1,86%. Ο πίνακας αυτός αποδεικνύει ότι οι Έλληνες πολίτες θυσιάζουν σημαντικό μέρος της ευημερίας τους για τις εξοπλιστικές ανάγκες της χώρας τους.
Ελληνικές αμυντικές δαπάνες
Οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας για το έτος 2002 ανήλθαν στο 4,91% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό - ρεκόρ που ανέβασε την χώρα μας στην πρώτη θέση του σχετικού πίνακα ξεπερνώντας ακόμη και την Τουρκία (κατέλαβε την 2η θέση με ποσοστό 3,27%). Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια οι αμυντικές δαπάνες έχουν υποδιπλασιαστεί φθάνοντας το 2,75% και 2,4% επί του ΑΕΠ για τα έτη 2006 και 2007 αντίστοιχα, όταν ο μέσος όρος της τετραετίας 1999 - 2003 ήταν 4,1%. Σύμφωνα με συνέντευξη του Υπουργού Εθνικής Άμυνας το 2007, στόχος της Ελλάδας είναι "η μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των αμυντικών δαπανών κάτω του 3% και των εξοπλιστικών δαπανών κάτω του 1% του ΑΕΠ". Και οι δύο αυτοί στόχοι έχουν σήμερα επιτευχθεί, αφού οι εξοπλιστικές δαπάνες ανήλθαν σε μόλις 0,75% του ΑΕΠ για το 2007 και 0,73% για το 2008.Από το παραπάνω διάγραμμα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνονται συνεχως από το 1999 και μετά, φθάνοντας το 2,4% για το 2007. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δαπάνες μειώνονται σε απόλυτα νούμερα, απλά το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται ενώ οι δαπάνες (όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που ακολουθεί) παραμένουν σχετικά σταθερές.
Τα περισσότερα χρήματα αφορούν στην αγορά αεροσκαφών (σε ποσοστό 38%) και καταλήγουν κυρίως σε αμερικανικές εταιρείες. Ακολουθεί το ναυτικό με 17% για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, το 15% των εξοπλιστικών προγραμμάτων αφορά στην αγορά πυραύλων, το 14% σε άρματα μάχης, το 8% σε αντιαεροπορικά συστήματα και ένα 5% σε συστήματα αισθητήρων.
Σύγκριση Ελλάδας - Τουρκίας
Δυστυχώς, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας θα πρέπει πάντα να συγκρίνονται με τις δαπάνες του μεγαλύτερου ανταγωνιστή της για να διαπιστωθεί εάν επιτυγχάνουν τον αντικειμενικό σκοπό τους, που δεν είναι άλλος από την αποτροπή μίας σύρραξης περιορισμένης ή μη κλίμακας.Για το 2005 η Τουρκία δαπάνησε το 3,2% του ΑΕΠ, δηλαδή 3,2% x 300 δις ευρώ = 9,6 δις ευρώ (περίπου). Το ποσό αυτό προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν περιλαμβάνει μεγάλα ποσά από ειδικές φορολογίες επί των ποτών, των τσιγάρων και άλλων αγαθών, που μεταφέρονται σε ειδικό ταμείο επίσης για τις ένοπλες δυνάμεις. Τα έσοδα αυτά εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 2-3 δις, ενώ θα πρέπει να προσθέσουμε και τον προϋπολογισμό της ισχυρής στρατοχωροφυλακής που διατηρεί η γειτονική χώρα.
Συνολικά, η Τουρκία δαπάνησε περί τα 12-13 δις ευρώ για τις ένοπλες δυνάμεις της κατά την διάρκεια του 2005. Στην Ελλάδα το ποσοστό των αμυντικών δαπανών επί του ΑΕΠ για το ίδιο έτος ανήλθε σε 2,79%, δηλαδή περίπου 5,02 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η φαινομενικά ελάχιστη διαφορά των 0,4 ποσοστιαίων μονάδων στις δαπάνες επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντως μεταφράζονται σε υπερδιπλάσια πραγματική δαπάνη σε ευρώ της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας.
Θα πρέπει επομένως να σημειώσουμε ότι η απλή αναφορά σε ποσοστά επί του ΑΕΠ είναι λανθασμένη, αφού σε τελική ανάλυση αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το ποσό που δαπανά κάθε χώρο για την αγορά οπλικών συστημάτων, την μισθοδοσία του προσωπικού και τα λειτουργικά έξοδα των ενόπλων δυνάμεών της.
Που πάνε τα χρήματά μας;
Όπως μπορούμε να δούμε στο σχετικό γράφημα, για το 2006 οι αμυντικές δαπάνες κάλυψαν κατά 43,58% νέους εξοπλισμούς, κατά 33,19% τις πληρωμές του στρατιωτικού προσωπικού και κατά 23,22% τα λειτουργικά έξοδα των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι πιο παρατηρητικοί αναγνώστες ίσως θα διαπίστωσαν ότι από το 2004 και μετά παρατηρείται μία σταθεροποίηση και έπειτα ραγδαία πτώση του ποσοστού που αντιστοιχεί σε νέο εξοπλισμό. Αντίθετα, τα έξοδα για το προσωπικό θα αυξηθούν δραματικά, ενώ μικρότερη θα είναι η επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων.Για το 2009, οι ανελαστικές μισθολογικές δαπάνες ήταν περί τα €3 δισ, ενώ οι λειτουργικές ήταν €1,8 δισ. στον προϋπολογισμό. Από το 2010 στο 2011, οι προϋπολογισμένες αποδοχές θα μειωθούν κατά 18,71% (από 2.804.820.000 σε 2.280.000.000 ευρώ), τα λειτουργικά έξοδα κατά 22,89% (από 1.288.345.000 σε 993.403.000 ευρώ) και τα έξοδα για εξοπλισμούς κατά 20% (από 2.000.000.000 σε -μόλι- 1.600.000.000 ευρώ). Για το σύνολο του έτους, οι αμυντικές δαπάνες αναμένεται να μειωθούν κατά 20,02%, δηλαδή από 6.093.165.000 ευρώ να κατέλθουν στα επίπεδα των 4.873.403.000 ευρώ.
Σημαντική επίδραση στις αμυντικές δαπάνες, και συγκεκριμένα στο σκέλος της μισθοδοσίας, έχουν οι Επαγγελματίες Οπλίτες. Καθώς η διάρκεια της θητείας μειώνεται και οι στρατεύσιμοι αντικαθιστούνται (όχι σε αναλογία 1 προς 1 φυσικά) με επαγγελματίες, το κόστος εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι όσοι υποστηρίζουν την κατάργηση της θητείας και ταυτόχρονα την μείωση των αμυντικών δαπανών ζητούν το ανέφικτο.
Από που αγοράζουμε όπλα;
Αμερικανοί, Γερμανοί και Γάλλοι καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος, διαθέτοντας το 74% των όπλων που αγοράσαμε την περίοδο 1998 - 2008. Αν και το ποσοστό της συμμετοχής των Αμερικανών βαίνει μειούμενο μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΕ, συνολικά αντιστοιχεί στο 41,3% των πωλήσεων στη δεκαετία. Πρόκειται για 4,8 δισ. δολάρια από τα 11,6 δισ. δολάρια (σε σταθερές τιμές '90) της 10ετίας. Σε αυτό δεν περιλαμβάνονται το υποκατασκευαστικό έργο, που αναλαμβάνουν ελληνικές εταιρείες και τα αντισταθμιστικά ωφελήματα. Μερικές χρονιές, μάλιστα, τα ποσοστά των ΗΠΑ είναι πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο:- Το 1998, μετά την κρίση των Ιμίων, φτάνουν το 58%
- Το 2003 και το 2004, έτη προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κατέλαβαν το 68% και το 52% αντίστοιχα
Το ποσοστό των Γάλλων βρίσκεται στο 12% τη δεκαετία και αφορά κυρίως σε αγορές μαχητικών αεροσκαφών.
Οι εξοπλισμοί σε διεθνές επίπεδο
Ηγέτης της παγκόσμιας αγοράς οπλικών συστημάτων είναι αναμφισβήτητα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αμυντικές δαπάνες της χώρας ανήλθαν για το 2006 σε 491 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου 2,5 φορές περισσότερο από το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών που επένδυσαν 'μόνο' 201 δισεκατομμύρια ευρώ. Την έμφαση που δίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον στρατιωτικό εξοπλισμό δείχνει το ποσοστό επί του ΑΕΠ που επενδύουν, το οποίο ανέρχεται σε 4,7% ή 1640 ευρώ ανά κάτοικο, έναντι 'μόλις' 1,78% και 412 ευρώ ανά κάτοικο για την Ευρώπη.Από τα χρήματα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν 83 δις ευρώ για νέους εξοπλισμούς έναντι 29,1 δις για την Ευρώπη, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για μισθούς και άλλα λειτουργικά έξοδα. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι οι ΗΠΑ αφιερώνουν τεράστια ποσά στην έρευνα και εξέλιξη των οπλικών συστημάτων, καθώς η χρηματοδότηση σχετικών προγραμμάτων ανήλθε σε 58 δις ευρώ έναντι μόλις 9,7 δις για την Ευρώπη. Τέλος, το στρατιωτικό προσωπικό στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 1.384.968 άτομα έναντι 1.940.112 ατόμων για το σύνολο της Ευρώπης, ενώ το πολιτικό προσωπικό ανέρχεται σε 699.520 άτομα έναντι 484.827 ατόμων για την Ευρώπη.
Όλα τα παραπάνω νούμερα αφορούν στο έτος 2006.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) που εδρεύει στη Στοκχόλμη για την περίοδο 2005-9, οι πωλήσεις όπλων αυξήθηκαν κατά 22% σε σχέση με την πενταετία 2000-2004 και τα μαχητικά αεροσκάφη αντιπροσωπεύουν το 27% του συνόλου του εξοπλισμού που αγοράστηκε. Στη Νότια Αμερική, σε σχέση με τις αρχές της χιλιετίας, οι πωλήσεις όπλων ήταν αυξημένες κατά 150%. Στη Νοτιοανατολική Ασία μετά το 2000 παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση στις εισαγωγές όπλων: +722% στη Μαλαισία, +146% στη Σιγκαπούρη και +84% στην Ινδονησία.
Οι ΗΠΑ παραμένουν η χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές όπλων, αφού καλύπτουν το 30% του παγκοσμίου συνόλου. Τα αμερικανικά όπλα προορίζονται κυρίως για τη Μέση Ανατολή (36%) και για την περιοχή της Ασίας-Ωκεανίας (39%). Τις επόμενες εννέα θέσεις της δεκάδας καταλαμβάνουν ευρωπαϊκές χώρες, με τη Ρωσία να βρίσκεται στη δεύτερη (25% των παγκόσμιων εξαγωγών) και ακολουθούν: Γερμανία (10%), Γαλλία (8%), Ηνωμένο Βασίλειο (4%), Ολλανδία (3%), Ιταλία (2%), Ισπανία (2%), Ουκρανία (2%) και Σουηδία (2%). Τα μαχητικά αεροσκάφη αποτέλεσαν το 40% των πωλήσεων ρωσικών συμβατικών όπλων και το 30% των αμερικανικών.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου