29/5/2011
Πωλούνται χιλιάδες επιχειρήσεις με παρωχημένα προϊόντα, ερειπωμένες υποδομές, αγορές υπό εξαφάνιση, αμφισβητούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς, άτολμες διοικήσεις, μεγάλα χρέη και στρατιές από υπεράριθμους υπαλλήλους. Εάν ο οργανισμός που ανέλαβε να ιδιωτικοποιήσει το 97% της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έπρεπε να βάλει αγγελία, θα έγραφε κάτι τέτοιο. Παρά το κατά κοινή ομολογία δύσκολο έργο του, ο οργανισμός αυτός, το Treuhand κατάφερε μέσα σε τέσσερα χρόνια να ιδιωτικοποιήσει περισσότερες από 15.000 επιχειρήσεις στο μεγαλύτερο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που είδε ποτέ ο πλανήτης. Κάποιοι, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος του Eurogroup, Jean Claude Juncker, θεωρούν ότι το μοντέλο του Treuhand θα πρέπει να εφαρμοστεί και για τις ελληνικές αποκρατικοποιήσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, μαγικές συνταγές επιτυχίας δεν υπάρχουν. Το Treuhand υπήρξε για χρόνια ο πιο μισητός οργανισμός στη Γερμανία, με τις επικρίσεις και το μίσος να λαμβάνουν δολοφονικές διαστάσεις, όταν ο επικεφαλής του έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες τρομοκρατών. Ο οργανισμός έφερε σε πέρας την αποστολή του σε τέσσερα χρόνια, με το τελικό καθαρό κόστος όμως να υπολογίζεται στα 175 δισ. δολάρια.
Το Treuhand ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1990 με ένα σκοπό που έμοιαζε περισσότερο με ευχή: Έπρεπε να μετατρέψει την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας σε μία οικονομία της αγοράς. Χωρίς σχέδιο πάνω στο οποίο να κινηθούν ή έστω κάποιο παλαιότερο παράδειγμα να ακολουθήσουν, τα στελέχη του παραδέχονταν τότε ότι ακολουθούσαν τη στρατηγική του «βλέποντας και κάνοντας», ουσιαστικά μαθαίνοντας στην πράξη. Ο πρώτος επικεφαλής του Treuhand, ο μάνατζερ από τη Δυτική Γερμανία Detlev Rohwedder λειτουργούσε με μία αρχή· Έπρεπε να κάνει όσες περισσότερες αποκρατικοποιήσεις μπορούσε το ταχύτερο δυνατό.
Μόνο έτσι πίστευε ότι θα αντιμετώπιζε το κολοσσιαίο έργο που είχε αναλάβει. Με την ίδρυσή του, το Treuhand απέκτησε την ιδιοκτησία 22.000 μικρών επιχειρήσεων και 8.000 βιομηχανιών που απασχολούσαν 4 εκατ. άτομα καθώς και τεράστιων εκτάσεων γης, μεταξύ των οποίων το 28% της αγροτικής και τα δύο τρίτα της δασικής γης της Ανατολικής Γερμανίας. Επιχειρήσεις από βιομηχανίες χημικών έως κινηματογραφικά στούντιο και από ναυπηγεία και ιπποδρόμους έως κομμωτήρια έπρεπε να βρουν νέους ιδιοκτήτες.
Από το 97% της οικονομικής δραστηριότητας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας η Βόννη ήλπιζε να βγάλει κέρδος 6 δισ. δολαρίων. Ο ίδιος ο Rohwedder είχε πει: «Όλη η ‘σαλάτα’ αξίζει περίπου 530 εκατ. δολάρια».
Ακόμα και αυτές οι εκτιμήσεις υπήρξαν όμως υπεραισιόδοξες. Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων τις οποίες «κληρονόμησε» το Treuhand αδυνατούσε να επιβιώσει στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Έπειτα από δεκαετίες υποεπενδύσεων, οι υποδομές τους ήταν παρωχημένες, οι υπάλληλοί τους χαρακτηρίζονταν «τεμπέληδες» με τα δυτικογερμανικά στάνταρ, ενώ μετά την πτώση του Τείχους, οι αγορές στις οποίες εξήγαγαν τα προϊόντα τους έπαψαν να υπάρχουν. Το τελειωτικό χτύπημα στην ανταγωνιστικότητά τους επέφερε η νέα ισοτιμία, που εξίσωνε το μάρκο της Δυτικής Γερμανίας με το μάρκο της Ανατολικής Γερμανίας, παρότι πριν από την ένωση η ισοτιμία διαμορφωνόταν στο ένα προς έξι.
Η ομάδα των «Treuhand γιάπηδων», των νεαρών Δυτικογερμανών που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία μιας θέσης που προσέφερε καλά χρήματα αλλά και μία απαράμιλλη εσωτερική γνώση της οικονομίας της Ανατολικής Γερμανίας, δούλευε με πυρετώδεις ρυθμούς. Έκαναν 20-25 αποκρατικοποιήσεις την ημέρα, αποφασίζοντας ποιες από τις επιχειρήσεις μπορούσαν να πουληθούν και ποιες θα έπρεπε να διασπαστούν, να ρευστοποιηθούν και να εκκαθαριστούν.
Το Treuhand αναζητούσε αγοραστές στη Δυτική Γερμανία, στο εξωτερικό, αλλά απευθυνόταν και στις ίδιες τις διοικήσεις και τους υπαλλήλους των προς πώληση επιχειρήσεων, σε μία προσπάθεια να αντιγράψει το μοντέλο των Mittelstand, των μεσαίου μεγέθους οικογενειακών επιχειρήσεων που υπήρξαν η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας. Στο τέλος, το 92% των επιχειρήσεων κατέληξε σε γερμανικά χέρια, αν και κάποιες προσέλκυσαν πολύ γνωστούς ξένους αγοραστές, όπως οι Dow Chemical, Coca Cola, McDonald’s, Philip Morris και General Motors.
Το Treuhand έκανε προσπάθειες να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας, επιλέγοντας συχνά τον αγοραστή που μπορεί να μην έδινε το υψηλότερο τίμημα, αλλά δεσμευόταν να κάνει τις λιγότερες απολύσεις. Άλλες φορές, επιδοτούσε έως και το 90% της αμοιβής των εργαζομένων. Βέβαια, η δράση του προκάλεσε κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας στη Γερμανία, με το κλίμα δυσαρέσκειας να εκδηλώνεται με τη δολοφονία του Rohwedder από τη Φράξια Κόκκινος Στρατός, μόλις λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Οι επικρίσεις που δέχτηκε το Treuhand ήταν πολλές αλλά και ποικίλες. Πολλοί μίλησαν για «ξεπούλημα» και βιαστικές διαδικασίες, ενώ άλλοι είπαν ότι ο οργανισμός καθυστέρησε υπερβολικά, εφάρμοσε ελλιπείς ελέγχους ή δέχτηκε πολιτικές πιέσεις. Παρά τις προσπάθειές του να απορρίψει τυχόν κερδοσκόπους και να προτιμήσει μόνο τους λεγόμενους στρατηγικούς αγοραστές, δεν έλειψαν οι καταγγελίες ότι κάποιοι Γερμανοί πλούτισαν από τη διαδικασία. Το γεγονός είναι, πάντως, ότι ανάμεσα σε 15.000 αποκρατικοποιήσεις καταγράφηκαν μόνο έξι περιπτώσεις διαπιστωμένης απάτης.
Ο τελικός απολογισμός ήταν η αποκρατικοποίηση 15.102 επιχειρήσεων και η επιστροφή άλλων 4.358 εταιρειών στους αρχικούς τους ιδιοκτήτες. Νέους αγοραστές βρήκαν 25.000 μικρά καταστήματα (που στις περισσότερες περιπτώσεις πουλήθηκαν στους εργαζομένους τους) αλλά και 36.800 ακίνητα, ενώ 3.718 επιχειρήσεις ρευστοποιήθηκαν ή έκλεισαν. Έως το Δεκέμβριο του 1994, όταν ολοκλήρωσε το έργο του, το Treuhand είχε συγκεντρώσει έσοδα σχεδόν 50 δισ. δολαρίων. Όμως, το όλο εγχείρημα κόστισε 222 δισ. δολάρια.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου