25/2/2012
Tου Κωστα Μηλα*
Η συζήτηση για εσωτερική υποτίμηση (αντί της επιστροφής στη δραχμή) «στοχοποιεί», μεταξύ άλλων, μειώσεις μέσων μισθών και κατώτατων μισθών. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας είναι απαραίτητη προκειμένου η χώρα να εξέλθει το γρηγορότερο δυνατό από την ύφεση. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται όμως είναι το εξής: Ποιες είναι οι κύριες συνιστώσες της ανταγωνιστικότητας και ποιο το ειδικό βάρος τής κάθε μιας εξ αυτών; Το ερώτημα αυτό έχει πρακτική απήχηση: Προκειμένου να ληφθούν οι ορθές αποφάσεις που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, πρέπει να γνωρίζουμε την ποσοτική επίδραση των επιμέρους συνιστωσών στην ανταγωνιστικότητα.
Η ανταγωνιστικότητα επηρεάζεται από μετρήσιμους και λιγότερο μετρήσιμους παράγοντες. Στους μετρήσιμους παράγοντες εντάσσεται η παραγωγικότητα της εργασίας, το επίπεδο των μέσων πραγματικών μισθών και ενδεχομένως ο κατώτατος μισθός.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατώτατος μισθός επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα μέσω της όποιας επιρροής του στην παραγωγικότητα. Στον βαθμό που ο κατώτατος μισθός είναι υψηλός σε σχέση με τον μέσο μισθό, αυξάνονται οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Και τούτο, διότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πιέζουν για αύξηση των μέσων μισθών υπεράνω της παραγωγικότητας εργασίας με αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την ανεργία. Πολλοί παραβλέπουν ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα κινείται σε πτωτικό επίπεδο από το 1960 και μετά. Ενώ στις αρχές του 1960 ο κατώτατος μισθός αντιστοιχούσε περίπου στο 70% του μέσου μισθού, το 1990 αντιστοιχούσε στο 45% του μέσου μισθού, ποσοστό το οποίο μειώθηκε περαιτέρω στο 33% το 2010.
Φοβούμαστε ότι κυβερνώντες και τρόικα, υπό την πίεση των ελλειμμάτων και της πτώσης της ανταγωνιστικότητας, λαμβάνουν μισθολογικές αποφάσεις χωρίς να δίνουν τη δέουσα προσοχή στα ποσοτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Βάσει ποσοτικών μας εκτιμήσεων (οι οποίες κάνουν χρήση της οικονομετρικής τεχνικής variance decomposition analysis στη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας εργασίας συνεισφέρει μέχρι και 12% στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ακολουθεί η μείωση των πραγματικών μισθών με ποσοστό 8% και η μείωση του κατώτατου μισθού (σε σχέση με τον μέσο μισθό) με αμελητέα συνεισφορά της τάξης του 2%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι περίπου 78% της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας προέρχεται από λιγότερο μετρήσιμους παράγοντες. Αυτοί περιλαμβάνουν την πολυνομία, τη γραφειοκρατία και την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος το οποίο αλλάζει κατά βούληση προκειμένου να καλύψει τις εισπρακτικές ανάγκες του κράτους. Οι συνιστώσες αυτές αποτελούν τροχοπέδη στη δημιουργία του κατάλληλου επενδυτικού κλίματος το οποίο θα δημιουργούσε θεμιτές συνθήκες επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και αύξησης της ανταγωνιστικότητας. Αντί λοιπόν της ανεξέλεγκτης μείωσης των μισθών η οποία θα επιτείνει την ύφεση, πρέπει να δοθεί αυξημένη βαρύτητα στους «θεσμούς» της ελληνικής οικονομίας.
* Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool (Μεγάλη Βρετανία)
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου