16/10/2013
«Φτάσαμε το 2013 να χρωστάμε περισσότερα παρά την άγρια λιτότητα που επιβλήθηκε για να αντιμετωπιστεί το θηριώδες χρέος του 2009».
Αυτή η πρόταση έχει δύο σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο, ότι είναι εντελώς λάθος. Δεδομένου ότι 4 ολόκληρα χρόνια μετά το 2009 εξακολουθούμε κάθε χρόνο να έχουμε έλλειμμα και να δανειζόμαστε για να το καλύψουμε, θα έπρεπε να χρωστάμε πολύ περισσότερα. Έπειτα, μέσα στο σημερινό χρέος είναι και το ποσόν που δόθηκε για τη σωτηρία των τραπεζών, δηλαδή για να έχουμε ακόμα εμείς καταθέσεις και να μην έχουμε την τύχη των Κυπρίων. Ακόμα, το χρέος πια δεν είναι καθόλου το ίδιο με το 2009. Το έχουν αναλάβει τα κράτη της Ευρώπης με πολύ χαμηλότερα επιτόκια, πράγμα που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε πολύ λιγότερα ποσά για τόκους και δεν λήγει κάθε μερικούς μήνες, όπως τότε, αλλά σε βάθος χρόνου. Κι αν πάνε καλά οι διαπραγματεύσεις, αν οι Ευρωπαίοι εταίροι δεχτούν, όπως είχαν δηλώσει από την αρχή, να προχωρήσουν και σε μία ακόμα μεγαλύτερη ελάφρυνση, να το μειώσουν ή να το στείλουν στο απώτερο μέλλον μετά από 50 χρόνια, θα αναλάβουν αυτοί ένα μέρος της ζημιάς επ’ ωφελεία μας.
Το μεγαλύτερο λάθος, όμως, περιέχει το δεύτερο σκέλος της πρότασης. Δεν επιβλήθηκε η άγρια λιτότητα για να αντιμετωπιστεί το χρέος. Είναι ψέμα. Δεν έχει φύγει ούτε ένα ευρώ αυτά τα 4 χρόνια για την αποπληρωμή του, το αντίθετο, ακόμα προσθέτουμε χρέη αφού κάθε χρόνο το κράτος έχει ελλείμματα και χρειαζόμαστε δανεικά. Η λιτότητα επιβλήθηκε γιατί το 2009 το κράτος ξόδευε 24 δις παραπάνω από όσα είχε και κανείς πια δεν μας τα δάνειζε. Και έπρεπε, ευτυχώς σταδιακά χάρη στη βοήθεια των εταίρων μας, να τα μειώσουμε μέχρι να μη χρειαζόμαστε δανεικά για να το συντηρήσουμε. Όπως περίπου έχουμε φτάσει κάπου τώρα και σχεδόν ισοσκελίσαμε το λογαριασμό.
Αυτό όμως το «λάθος» είναι η γιγαντιαία παραπλάνηση που επέτρεψε στο πολιτικό σύστημα να κρύψει την αλήθεια και να μεταφέρει το βάρος της μείωσης του κόστους, αντί στο αδηφάγο και υπερδανεισμένο κράτος, στην κοινωνία. Οι προνομιούχοι του προηγούμενου συστήματος, με επικεφαλής το «αντιμνημονιακό μέτωπο», κατάφεραν αντί για μια όσο το δυνατόν πιο «δίκαιη λιτότητα» να αντιστρέψουν τα ποσοστά και να μεταφέρουν τα βάρη στον ιδιωτικό τομέα, που εξοντώθηκε. Έτσι, 4 χρόνια μετά, ζούμε σε ένα κράτος με 1,5 εκ. ανέργους αλλά εξακολουθούμε να βγάζουμε στη σύνταξη ανθρώπους στα 50, να πληρώνουμε χρεοκοπημένες εταιρείες του δημοσίου, να επιδοτούμε άγαμες θυγατέρες και «επιδόματα υπολογιστή».
Πολλοί οδύρονται για τους φόρους στα ακίνητα και τους φόρους στο πετρέλαιο θέρμανσης. Όμως πού πηγαίνουν αυτά τα λεφτά; Είναι φόροι για να συντηρηθεί ένα κράτος που δεν θέλουμε να αλλάξει. Ποιος θα το πληρώσει; Δεν μπορείς να θρηνείς για τους φόρους όταν αρνείσαι να κλείσει ή να ιδιωτικοποιηθεί έστω και μια παθητική εταιρεία του δημοσίου. Δεν μπορείς να μιλάς για τις μειώσεις των συντάξεων όταν δίνεις μάχες για να βγαίνουν στη σύνταξη άνθρωποι 45 χρονών. Δεν μπορείς να μιλάς για την ακρίβεια όταν αρνείσαι να καταργηθούν οι πάνω από 500 φόροι υπέρ τρίτων. Δεν γίνεται να μιλάς για εξαθλίωση και ανεργία όταν ισχυρίζεσαι ότι δεν μπορεί να μειωθεί πουθενά το κόστος αυτού του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Το «αντιμνημονιακό μέτωπο» υπεράσπισε αυτά τα χρόνια το παρασιτικό, πελατειακό μοντέλο ώστε να έχει τις μικρότερες απώλειες.
Το δεύτερο πρόβλημα με την πρόταση της αρχής είναι ότι δεν γράφτηκε σε καμία κομματική εφημερίδα του αντιμνημονιακού μετώπου. Τέτοιες φράσεις γράφονται και λέγονται καθημερινά και από όσους, υποθετικά, βρίσκονται στην πλευρά όσων συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποδέχονται τον περιορισμό των ελλειμμάτων.
Αυτό όμως ήταν το παιχνίδι που σημάδεψε αυτά τα χρόνια, που έκανε την ύφεση μεγαλύτερη και διαιωνίζει την κρίση. Τα υποτιθέμενα πιο υπεύθυνα κόμματα προσπαθούσαν μέσα στις συμπληγάδες να διατηρήσουν όσο μεγαλύτερο τμήμα του πελατειακού κράτους που τα ίδια δημιούργησαν. Και τα πιο ανεύθυνα έπαιζαν το ρόλο του αδιάλλακτου υπερασπιστή του, αντιδρούσαν βίαια σε οτιδήποτε θίγει τον κρατισμό, τον παρασιτισμό και την πελατοκρατία. Με στόχο να την κληρονομήσουν. Αυτό ήταν και το δράμα της χώρας. Τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα ήταν αναγκαστικά συντηρητικά γιατί έπρεπε να κατεδαφίσουν τον εαυτό τους. Και τα υποτιθέμενα αντιπολιτευόμενα, πιο συντηρητικά ακόμα, τα βοηθούσαν στο έργο τους και προσπαθούσαν να διατηρήσουν ένα σύστημα που είχε χρεοκοπήσει πολύ πριν τα μνημόνια.
Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά και ο αγώνας τους αδιέξοδος. Η πραγματικότητα τα απέδειξε όλα. Ακόμα και σήμερα δίνουν αγώνες για να μην κλείσουν ανύπαρκτες κρατικές επιχειρήσεις, χρήσιμες μόνο για μίζες και διορισμούς των κομματικών στρατών, για να μη συγχωνευθούν αστείοι και ανύπαρκτοι οργανισμοί, για να μη γίνει ούτε μία μετάθεση, να μη γίνει αξιολόγηση πουθενά. Έπειτα παραπονιούνται για τους φόρους στα ακίνητα. Ποιος τότε θα τα πληρώσει όλα αυτά που υπερασπίζονται; Οι αυτοκαταστροφικοί αγώνες θα οδηγήσουν στην καταστροφή και αυτών που ήταν προνομιούχοι και νόμιζαν ότι φόρτωσαν το βάρος στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που έχασαν τις δουλειές τους. Όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική, το πελατειακό σύστημα και ο κρατισμός δεν θα σταματήσουν μέχρι οι φόροι να εξαφανίσουν τις καταθέσεις των Ελλήνων και να εκποιήσουν την ακίνητη περιουσία.
Παρά τους θρήνους των επαγγελματιών «φίλων του λαού» και των εμπόρων της μιζέριας, η φοβερή λιτότητα δεν ήταν το δυσκολότερο έργο μας, δυστυχώς. Έστω και έτσι άδικα που επιμερίστηκε, θα συνέβαινε γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Πολλές άλλες χώρες, ακόμα και στην Ευρώπη, έζησαν τα δικά τους Βατερλώ και επανήλθαν. Το δυσκολότερο είναι τώρα. Είναι η αναγκαία προσπάθεια να αλλάξει αυτό το παρωχημένο σύστημα που δημιουργεί συνεχώς χρεοκοπία. Δεν είναι δυνατόν να επιζήσει μια κοινωνία που από τα 11 εκατομμύρια δουλεύουν 3,5.
Μετά από 4 χρόνια η κοινωνία μας έχει δει πια τι σήμαιναν οι μάχες για τα «κεκτημένα», για το «ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας», οι «σκληρές διαπραγματεύσεις» με την τρόικα και οι καταγγελίες των «τοκογλύφων». Κάποιοι έχασαν τα πάντα για να σώσουν άλλοι τα προνόμιά τους, τα αφορολόγητά τους, τις επιδοτήσεις τους, τις προμήθειες, τις μίζες, τις αργομισθίες, τις πλασματικές υπερωρίες, τα επιδόματα «ευθύνης» και τις μαϊμού συντάξεις.
Μετά από 4 χρόνια, η κοινωνία μας μπορεί να ακούσει πιο ήρεμα όσους αυτά τα χρόνια χωρίς κομματικές ιδιοτέλειες έλεγαν αλήθειες όσο σκληρές κι αν είναι. Δεν είναι τυχαίο που αυτές τις μέρες 58 γνωστοί άνθρωποι της κοινωνίας μας έστειλαν ένα μήνυμα αφύπνισης, μιλώντας για διαφορετική πορεία και καινούργια σχήματα. Μόνο με αλήθειες μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα. Όχι πια για να συντηρήσουμε το παρελθόν, αλλά για να σχεδιάσουμε ένα θετικό μέλλον. Αλλιώς μπορούμε και να παραιτηθούμε. Να θρηνούμε οργισμένοι, τέλεια θύματα, πιστεύοντας όπως το 33% των συμπολιτών μας ότι μας ψεκάζουν. Είναι κι αυτό μια μορφή αυτοκτονίας.
ΦΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΕΛΕΣ
Ο Φώτης Γεωργελές είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κοινωνιολογία και Πολιτική Οικονομία στο Παρίσι
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου