Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

FT: Αναιμική ανάπτυξη: Η νέα οικονομική πραγματικότητα


4/3/2014

Stephen King*

Οι ΗΠΑ δεν εκτελούν πλέον το ρόλο του ύστατου καταναλωτή. Καμία χώρα δεν φαίνεται να παίρνει τη σκυτάλη σε έναν ρόλο που είναι κρίσιμος για την παγκόσμια ανάπτυξη. Γιατί αποτυγχάνουν οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών και ποιο το μέλλον για τις αποδόσεις.

Μέχρι πρότινος, οι ΗΠΑ ήταν ο «ύστατος καταναλωτής» της παγκόσμιας οικονομίας. Από την κατάρρευση του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών Bretton Woods στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και τη συνεπακόλουθη τεράστια αύξηση των διακρατικών κεφαλαιακών ροών, οι ΗΠΑ σταδιακά απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλεονάσματος αποταμιεύσεων.

Αυτό ήταν ιδιαίτερα αισθητό κατά την ανάκαμψη που καταγράφηκε μετά τις δύο αμερικανικές υφέσεις. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ κατέγραψε μικρό έλλειμμα στα τέλη της δεκαετίας  του 1970, το οποίο διευρύνθηκε τη δεκαετία του 1980. Έκτοτε τα ελλείμματα όλο και μεγαλώνουν, αγγίζοντας σχεδόν το 6% του ΑΕΠ λίγο πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Κατά συνέπεια, η τελευταία ανάκαμψη στις ΗΠΑ είναι μοναδική. Αυτήν τη φορά, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώνεται.

Πολλές εξηγήσεις έχουν διατυπωθεί, με επικρατέστερη τη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ στα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα χάρη στην επανάσταση της σχιστολιθικής ενέργειας. Εάν ήταν έτσι όμως, τότε η Σαουδική Αραβία και άλλα πετρελαιοπαραγωγά κράτη θα κατέγραφαν πολύ μικρότερα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει.

Μία πιο λογική εξήγηση βρίσκεται στη φύση της αμερικανικής ανάκαμψης. Κι αυτό γιατί ήταν καθοριστικά αδύναμη. Σε μία ζοφερή στροφή από όσα συνέβαιναν στους προηγούμενους οικονομικούς κύκλους των ΗΠΑ, η εγχώρια ζήτηση καταγράφει από το 2007 μέση ετήσια αύξηση μόλις 0,6%. Από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα η αύξηση ξεπερνούσε το 3%. Τα κέρδη από την ύφεση του 2009 ήταν εξίσου ασήμαντα.

Η αδυναμία της εγχώριας ζήτησης αντικατοπτρίζει σειρά παραγόντων: μείωση των δαπανών από την Ουάσιγκτον για να παριοριστεί το δημόσιο έλλειμμα, απογοήτευση από την πλευρά της προσφοράς αναφορικά με τη χαμηλή ανάπτυξη της παραγωγικότητας, συντηρητικές κινήσεις των επιχειρήσεων, απίστευτα αδύναμη ανάπτυξη του πραγματικού ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος και νομισματικά κίνητρα που μπορεί να ενίσχυσαν τα ταμεία των πλουσίων, αλλά δεν ήταν τόσο ευνοϊκά για το 99% της κατανομής του εισοδήματος.

Σε κάθε περίπτωση, όποιες κι αν ήταν οι αιτίες, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν εκτελούν τον παραδοσιακό τους ρόλο ως ύστατος καταναλωτής της παγκόσμιας οικονομίας. Κι αυτό έχει βαθιές διεθνείς συνέπειες. Εάν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ δεν διευρύνεται  με τον συνήθη τρόπο, τότε άλλες χώρες θα πρέπει να παρουσιάζουν είτε μικρότερα πλεονάσματα είτε μεγαλύτερα ελλείμματα. Με άλλα λόγια, οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις που εισέρρεαν στις ΗΠΑ τώρα πάνε αλλού.

Με μία πρώτη ματιά, η εξέλιξη αυτή δείχνει θετική. Ούτως ή άλλως, η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών στις ΗΠΑ στα χρόνια που ακολούθησαν τη χρηματοοικονομική κρίση τελικά αντικατόπτριζε τις πλεονάζουσες εισροές, που οδήγησαν σε χαμηλότερα επίπεδα τις αποδόσεις των ομολόγων, ενεθάρρυναν την τεράστια πιστωτική επέκταση, συνέβαλαν στη μη βιώσιμη εκτίναξη στις τιμές κατοικιών και, τελικά, οδήγησαν στη μερική κατάρρευση του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος. Ίσως να έπρεπε να χαιρόμαστε λοιπόν που το πλεόνασμα των αποταμιεύσεων  πηγαίνει αλλού.

Αυτό, ωστόσο, συνεπάγεται ότι οι αποδόσεις και εκεί θα είναι αξιοπρεπείς. Όμως τα στοιχεία που δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει πληθαίνουν. Ένα αντιστάθμισμα στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών στις ΗΠΑ ήταν η μεγαλύτερη μείωση του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας, καθώς το Πεκίνο προσπαθεί να δώσει ώθηση στις εγχώριες επενδύσεις σε απάντηση για τη μείωση των εξαγωγών. Οι πρόσφατες εξελίξεις, όμως, δείχνουν ότι η οριακή απόδοση των κινεζικών επενδύσεων έχει βουλιάξει.

Ένα ακόμη αντιστάθμισμα ήταν η ταχεία διεύρυνση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών και σε άλλες αναδυόμενες χώρες. Και πάλι, όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι σχετικές εισροές κεφαλαίων, τελικά, δεν προκάλεσαν τίποτε άλλο παρά μία μη βιώσιμη πιστωτική επέκταση.

Η Βρετανία βρίσκεται τώρα σε παρόμοια θέση. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σε επίπεδο μεγαλύτερο από το 5% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2013 μέσα στον πρώτο χρόνο ανάκαμψης με μεγάλη κλίση προς την αγορά κατοικιών και τη μόχλευση.

Οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις πήγαν αλλού επειδή οι ΗΠΑ δεν προσέφεραν πλέον ικανές αποδόσεις. Αυτήν την άποψη ενίσχυσε και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ που δείχνει αποφασισμένη να διατηρήσει τις νομισματικές συνθήκες όσο πιο χαμηλά γίνεται. Αντιθέτως, αυτές οι αποταμιεύσεις οδήγησαν τις αποδόσεις χαμηλότερα σε άλλες χώρες, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις είχε ως αποτέλεσμα οικονομική απογοήτευση και χρηματοοικονομική αναταραχή.

Έχουμε κορεσμό αποταμιεύσεων, αλλά -εν αντιθέσει με όσα συνέβαιναν στα πρώτα χρόνια του αιώνα- αυτές οι αποταμιεύσεις δεν έχουν πού να πάνε. Εάν οι ΗΠΑ δεν ανακτήσουν τον ρόλο του ύστατου καταναλωτή ή δεν υπάρξουν άλλες χώρες να πάρουν τη σκυτάλη, τότε μπορεί να βρεθούμε σε έναν κόσμο με επίμονα χαμηλή ανάπτυξη και πολύ χαμηλότερες αποδόσεις οι οποίες, δεδομένης της πολύ αδύναμης αύξησης στην παραγωγικότητα, μπορεί δυστυχώς να είναι η νέα οικονομική πραγματικότητα. Αυτός ο συνδυασμός ίσως τελικά εξηγεί γιατί παρά τις μεγάλες προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών ο πληθωρισμός στις ανεπτυγμένες οικονομίες είναι τόσο χαμηλός.

*O Stephen King είναι επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης της HSBC.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου