Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Τράπεζες: Νικητές και ηττημένοι από την ποσοτική χαλάρωση


20/1/2015

Του Martin Arnold

Οι εξελίξεις από την Ελβετία δείχνουν πως η μοίρα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βρίσκεται στα χέρια των κεντρικών τραπεζών. Ποια είναι τα σενάρια και πώς θα επηρεάσει το QE τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Τι προβλέπει η JP Morgan Chase.

Περισσότερα από 20 δισ. ελβετικά φράγκα εξαφανίστηκαν από την κεφαλαιοποίηση των τριών μεγαλύτερων ελβετικών τραπεζών -UBS, Credit Swiss και Julius Baer- μέσα σε δύο ημέρες την προηγούμενη εβδομάδα, αφού η κεντρική τράπεζα της χώρας εγκατέλειψε τον ελάχιστο στόχο ισοτιμίας του νομίσματός της με το ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί το φράγκο.

Οι επενδυτές με έδρα στην ευρωζώνη σε μεγάλο βαθμό προστατεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ ακόμη και οι μετοχές των UBS και Julius Baer κατέγραψαν μικρή ανάκαμψη τη Δευτέρα. Το μήνυμα για τους επενδυτές όμως είναι σαφές: η μοίρα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των κεντρικών τραπεζών, κατά συνέπεια προσέξτε τις ξαφνικές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.

Η επόμενη κρίσιμη ημερομηνία για τους επενδυτές είναι η Πέμπτη, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να ανακοινώσει πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης, σχεδιασμένο ώστε να δώσει ώθηση στην οικονομία της νομισματικής ένωσης αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Οι λεπτομέρειες του προγράμματος δεν έχουν αποκαλυφθεί – αν και η UBS εκτίμησε τη Δευτέρα ότι θα αγγίξει το 1 τρις ευρώ. Μένει να αποδειχθεί ποιες θα είναι οι συνέπειες της ποσοτικής χαλάρωσης για τις τράπεζες. Ποιοι θα είναι οι νικητές και ποιοι οι ηττημένοι;

Η ποσοτική χαλάρωση, καθώς ασκεί πτωτικές πιέσεις στα επιτόκια, βοηθά τις τράπεζες να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησής τους και να αυξηθεί η αξία των κρατικών ομολόγων που κατέχουν. Μπορεί επίσης να πυροδοτήσει αύξηση του τραπεζικού δανεισμού. Η ποσοτική χαλάρωση, όμως, ασκεί επίσης πιέσεις στα καθαρό περιθώριο επιτοκίων – δηλαδή στη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια που πληρώνουν για καταθέσεις ή ομόλογα και στα επιτόκια που κερδίζουν από δάνεια – με αποτέλεσμα να πλήττονται τα κέρδη.

Εξετάζοντας τα αντίστοιχα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης σε ΗΠΑ και Ιαπωνία και τον αντίκτυπό τους στον τραπεζικό κλάδο – όπως έκανε η JP Morgan Chase σε πρόσφατη έκθεσή της – μπορούμε να έχουμε τα πρώτα μηνύματα για τις πιθανές επιπτώσεις στην Ευρώπη.

Μία βασική παρατήρηση είναι πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες μπαίνουν στην ποσοτική χαλάρωση σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι ήταν οι ιαπωνικές στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά με πιο αδύναμους ισολογισμούς από ό,τι είχαν οι αμερικανικές τράπεζες το 2008. Αυτό μπορεί να αποτιμηθεί κοιτώντας τους δείκτες κάλυψης, που μετρούν τις προβλέψεις των τραπεζών έναντι κινδύνου επισφαλών δανείων. Οι ιαπωνικές τράπεζες είχαν βάλει στην άκρη για να καλύψουν μόνο το 27% των επισφαλών τους δανείων το 1993, ενώ οι αμερικανικές τράπεζες είχαν ρευστότητα για να καλύψουν το διπλάσιο ποσοστό το 2012, σύμφωνα με την JPMorgan. Οι ευρωπαϊκές είχαν πέρσι το 48%.

Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί οι ιαπωνικές τράπεζες χρειάστηκαν μία δεκαετία για να αντιμετωπίσουν τα επισφαλή τους δάνεια, τα οποία κορυφώθηκαν το 2002. Αντιθέτως, το πρόβλημα των επισφαλών δανείων στις ΗΠΑ κορυφώθηκε μόλις δύο χρόνια μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2009 και έκτοτε μειώνεται σημαντικά.

Παρ' όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι πολύ πιο υπερχρεωμένες από ό,τι οι αμερικανικές κι έτσι έχουν μικρότερα περιθώρια δανεισμού. Δανείζουν περισσότερα από ό,τι συλλέγουν σε καταθέσεις, ενώ οι αμερικανικές τράπεζες δανείζουν τα δύο τρίτα των καταθέσεών τους. Οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν ήδη μειώσει τον εταιρικό δανεισμό κατά 600 δισ. ευρώ από το 2009, σύμφωνα με τον Huw van Steenis, της Morgan Stanley, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα δύο τρίτα των τραπεζών της ευρωζώνης είχαν το 2014 αρνητική ανάπτυξη δανεισμού ή μικρότερη του 1%.

Είναι λοιπόν μάλλον απίθανο να αυξήσει η ποσοτική χαλάρωση σύντομα τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δανεισμό, παρότι στις ΗΠΑ αυξήθηκε 3% ετησίως για τα επόμενα τρία χρόνια του QE. Η ποσοτική χαλάρωση, όμως, μπορεί να ευνοήσει τους διαχειριστές κεφαλαίων οι οποίοι μπορούν να συγκεντρώσουν περισσότερα κεφάλαια από ανθρώπους που θέλουν υψηλότερες αποδόσεις από το επιτόκιο που προσφέρει ένας τραπεζικός λογαριασμός. Οι τράπεζες που έχουν μεγάλες εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, όπως η UBS, η Natixis και η Intesa Sanpaolo, είναι μεταξύ εκείνων που θα ωφεληθούν σύμφωνα με τους αναλυτές της JPMorgan.

Σε έναν κόσμο όπου τα επιτόκια μειώνονται, οι επενδυτές θα αναζητούν περισσότερο μεγαλύτερες αποδόσεις. Έτσι, κάθε τράπεζα που παρουσιάζει καλές μερισματικές προοπτικές θα γίνει πιο ελκυστική. Οι επικρατέστερες επιλογές της JPMorgan για τη Γηραιά Ήπειρο περιλαμβάνουν την ING της Ολλανδίας και τη Lloyds Banking Group της Βρετανία. Και οι δύο είχαν εν μέρει κρατικοποιηθεί στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης, αλλά αναμένεται να αρχίσουν και πάλι να καταβάλλουν από φέτος μερίσματα.

Η Santander ωστόσο, αυτό το μήνα μείωσε το μέρισμά της κατά δύο τρίτα. Το ίδιο αναμένεται να κάνει και η Credit Suisse – η Morgan Stanley προβλέπει μείωση του μερίσματος κατά τρία τέταρτα για την ελβετική τράπεζα.

Οι τράπεζες με μεγάλα τμήματα investment banking, όπως η Barclays και η Deutsche Bank, πέρασαν αρκετά δύσκολα χρόνια με συρρίκνωση των εσόδων από επενδύσεις σταθερού εισοδήματος και την ενίσχυση των ρυθμιστικών πιέσεων για αύξηση των κεφαλαίων. Ακόμη και αυτές όμως, μπορεί να ευνοηθούν. Στην Ιαπωνία, ο όγκος των εσόδων από επενδύσεις σταθερού εισοδήματος εκτινάχθηκε μετά την ποσοτική χαλάρωση στη δεκαετία του 1990. Και οι περισσότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται μέσω της αγοράς ομολόγων, καθώς η έκδοση τίτλων χρέους αυξήθηκε από το 2009 κατά 400 δις ευρώ. Μαντέψτε ποιος θα ευνοηθεί από αυτό: οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου