Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

H νομοθέτηση πλεονασμάτων είναι περιττή και ανόητη


15/6/215

Του Martin Wolf

Ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας ετοιμάζει τη νομοθέτηση του πολυσυζητημένου και στην Ευρώπη δημοσιονομικού κανόνα. Όμως η θεσμοθέτηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων δεν είναι πανάκεια. Πολύ περισσότερο μοιάζει με πολιτική παγίδα.

Ο George Osborne είναι ένας ριζοσπάστης πολιτικός. Το νέο του σχέδιο είναι να νομοθετήσει δημοσιονομικά πλεονάσματα σε μια προσπάθεια να επιστρέψουν στη Βρετανία οι βικτωριανές αξίες. Μέχρι και ο θεσμός των βικτωριανών Κομισάριων για τη Μείωση του εθνικού χρέους (ένα όργανο που συγκλήθηκε τελευταία φορά το 1860) αναβιώνει! Δεν πρόκειται παρά για τη διεύρυνση μιας πλατφόρμας, στην οποία η κυβέρνηση αποδίδει την τελευταία της εκλογικής νίκης: η κρίση προήλθε από τις σπατάλες των εργατικών όταν ήταν στην εξουσία. Η αντιπολίτευση δεν είναι αξιόπιστη εκτός κι αν παραδεχτεί την ενοχή της και υποσχεθεί να ακολουθήσει τις κατευθυντήριες γραμμές του Όζμπορν. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να ευνουχιστεί, για πάντα. 

Γιατί όμως να νομοθετήσουμε; Το ίδιο ερώτημα εγείρεται κι αναφορικά με το σχέδιο νόμου να μην αυξηθούν οι βασικοί συντελεστές στο φόρο εισοδήματος, στην εθνική ασφάλιση και στο ΦΠΑ μέχρι το 2020. Η απάντηση είναι ότι αυτοί οι νόμοι είναι ένα πολιτικό τέχνασμα. Εάν η κυβέρνηση θέλει να επιτύχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και οι φόροι δεν πρόκειται να αυξηθούν, τότε οι δαπάνες θα πρέπει πρώτα να περικοπούν και στη συνέχεια να κρατηθούν σε ένα επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ που έχει επιτευχθεί μόνο δύο φορές τα τελευταία 70 χρόνια. Κι εάν οι Εργατικοί υποστηρίξουν τους νόμους των Συντηρητικών, θα είναι σαν να αποδέχονται για πάντα ένα σχετικά μικρό κράτος. Αν αντιταχθούν, θα καταδικαστούν ως ένα σπάταλο κόμμα υπέρ φορολογίας και δαπανών. 

Συνεπώς, το όλο πράγμα είναι μια πολιτική παγίδα. Το πόσο έξυπνη θα είναι τελικά, θα εξαρτηθεί από το εάν αρκετοί ψηφοφόροι πιστεύουν ότι αυτές οι ιδέες βγάζουν νόημα. Λοιπόν, βγάζουν; Δεν νομίζω...

Ένα επιχείρημα είναι ότι η κρίση απέδειξε την ανάγκη για πλεονάσματα στους καλούς καιρούς. Ωστόσο, όπως έγραψα και πριν τις εκλογές, λίγη διαφορά θα έκανε στο τελικό αποτέλεσμα της κρίσης αν οι Εργατικοί είχαν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς πριν από την κρίση. Σκεφτείτε την Ισπανία και την Ιρλανδία. Και οι δύο ξεκίνησαν με πλεονάσματα και αρκετά χαμηλά επίπεδα δημοσίου χρέους. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κρίση ισοπέδωσε και τις δύο αυτές οικονομίες.

Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η ισχυρή ανάκαμψη της βρετανικής οικονομίας αποδεικνύει ότι δε χρειάζονται δημοσιονομικές πολιτικές. Έτσι, η εγκατάλειψη της δημοσιονομικής ευελιξίας δε θα συνιστούσε κάποια σημαντική απώλεια. Όμως η αλήθεια είναι ότι η ανάκαμψη της Μ. Βρετανίας υπήρξε πολύ αδύναμη. Η επιστροφή στο προ κρίσης κατά κεφαλήν εισόδημα πήρε δύο χρόνια περισσότερο από ό,τι στη Μεγάλη Ύφεση του ’30. Αυτό συνέβη ακόμα κι όταν, πολύ σωστά, η δημοσιονομική πειθαρχία άρχισε να χαλαρώνει σημαντικά μετά το 2011 και το 2012.

Ένα τρίτο επιχείρημα είναι ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής φρόνησης. Ωστόσο, το να επικεντρώνεται κανείς μόνο στο δημόσιο χρέος είναι λανθασμένο. Διότι αγνοεί πλήρως την κρίσιμη πλευρά των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων που εντάσσονται στον προϋπολογισμό. Επιπλέον, εάν υποθέσουμε ότι όλα τα άλλα είναι σταθερά, όσο μεγαλύτερο θα είναι το δημοσιονομικό πλεόνασμα τόσο χαμηλότερα θα είναι τα επιτόκια. Κι αν αυτό ενθάρρυνε την άνοδο του ιδιωτικού χρέους, η οικονομία θα μπορούσε να καταλήξει ακόμα πιο ασταθής. Κι αλίμονο, η υπηρεσία Ευθύνης Προϋπολογισμού προβλέπει ήδη μία μεγάλη αύξηση στο χρέος των νοικοκυριών.

Ένα καλύτερο επιχείρημα θα ήταν, ότι ακόμα κι αν η δημοσιονομική σπατάλη ούτε προκάλεσε την κρίση ούτε είναι υπεύθυνη για τη δυσκολία στη διαχείρισή της (όπως δείχνουν τα πραγματικά και τα ονομαστικά επιτόκια), το δημόσιο χρέος πρέπει τώρα να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό θα αποκαθιστούσε το «δημοσιονομικό χώρο» που χρησιμοποιήθηκε κατά την αύξηση του καθαρού χρέους από το 37% του ΑΕΠ το 2007 στο 80% σήμερα.

Αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι το υψηλό χρέος συνεπάγεται και αυξημένη οικονομική επιβάρυνση. Όπως λέει και μία νέα έκθεση του ΔΝΤ, το υψηλό χρέος μειώνει τις αποδόσεις των δημοσίων επενδύσεων. Όμως, λέει επίσης ότι το κόστος των πολιτικών που αποσκοπούν στη μείωση του χρέους είναι πιθανόν να υπερβαίνει τα ασφαλιστικά οφέλη από το λιγότερο χρέος. Το χρέος πρέπει, συμπεραίνει η δημοσίευση του ΔΝΤ, να κόβεται είτε μέσω της ανάπτυξης είτε όταν προκύψουν σημαντικά επιπλέον έσοδα.

Σημειώστε επίσης ότι μία μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ έτσι κι αλλιώς δεν απαιτεί πλεονάσματα. Εάν το ονομαστικό ΑΕΠ αυξανόταν κατά 4% μία χρονιά, τότε ένα έλλειμμα π.χ. στο 1,5% θα μείωνε το σημερινό επίπεδο του χρέους σημαντικά σε βάθος χρόνου. 

Προφανώς αυτές οι σκέψεις – το ίδιο όπως και στην περίπτωση της δημοσιονομικής τόνωσης –  έχουν αξία μόνο όταν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος. Το εάν κανείς έχει αυτό το περιθώριο, είναι ερώτηση κρίσεως. Η άποψη όμως ότι το έχουμε υποστηρίζεται από το γεγονός ότι το ποσοστό του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει αρκετά κάτω από το μέσο όρο των τελευταίων τριών αιώνων. 

Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε αν ο κ. Όζμπορν πραγματικά προτίθεται, σε αυτή τη βουλή, να νομοθετήσει τον κεντρικό του αυτό στόχο για το δημοσιονομικό πλεόνασμα . Άλλωστε ούτε και στην προηγούμενη βουλή πραγματοποίησε τους αρχικούς του στόχους. Είναι όμως ξεκάθαρο, ότι η εμμονή του με το δημόσιο χρέος είναι προβληματική. Ο κρατικός δανεισμός δεν είναι πάντα κάτι κακό. Ούτε και ο ιδιωτικός δανεισμός είναι πάντα κάτι καλό. Είναι μάλλον κανονικό το να δανείζεται κανείς για να επενδύσει. Κι εν τέλει, ο καιρός για να μειώσει κανείς το δημόσιο χρέος είναι όταν οι οικονομίες ανθούν και τα επιτόκια είναι πολύ πάνω από το μηδέν.

Η παγίδα που έχει βάλει η κυβέρνηση μπορεί να αποφευχθεί μόνο με το να εξηγηθεί ότι το πλεόνασμα δεν είναι ο κύριος στόχος μιας οικονομίας. Πιο σημαντική είναι η φύση, η δυναμική και η βιωσιμότητα της ανάκαμψης. Σημαντικό είναι επίσης και το πώς επιτυγχάνεται η δημοσιονομική εξυγίανση και εις βάρος ποιου. Η νομοθέτηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων είναι περιττή και ανόητη. Αγνοήστε τη λοιπόν.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου