Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Μνημόνια, ατομικά δικαιώματα και δημοκρατία: η έκλειψη του Συντάγματος


23/4/2014

Του Γιώργου Κατρούγκαλου

Σε προηγούμενο άρθρο στην «Ουτοπία» παρατηρούσα ότι το πλέγμα των νομοθετικών μέτρων, με τα οποία επιχειρείται στη χώρα μας η επιβολή των μνημονιακών πολιτικών, ουσιαστικά αποτελεί ένα νέο «παρασύνταγμα»1 , στο βαθμό που η εφαρμογή τους προϋποθέτει αναγκαστικά τον παραμερισμό πολλών θεμελιωδών ρυθμίσεων του οικονομικού -και όχι μόνον- Συντάγματος. Η αντισυνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων δεν είναι «σημειακή», δεν υπονομεύει δηλαδή ορισμένες μόνον πλευρές της προστασίας των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά θέτει πλέον σε αμφισβήτηση συνολικά τον χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας ως κοινωνικού κράτους και την παραδοσιακή προστατευτική λειτουργία του εργατικού δικαίου, ιδίως του συλλογικού.

Έκτοτε, φτάσαμε αισίως στην τρίτη δανειακή σύμβαση και στο τρίτο μνημόνιο. Οι αντισυνταγματικότητες των σχετικών εφαρμοστικών νόμων δεν απειλούν πλέον μόνο τα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά πλήττουν ευθέως την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Πράγματι, οι ρυθμίσεις των μνημονίων δεν έχουν απλώς  θέσει εκποδών τις βασικότερες κοινωνικές εγγυήσεις του οικονομικού συντάγματος (συλλογική αυτονομία, διαιτησία, κοινωνικά δικαιώματα) αλλά έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστήσει ανενεργούς τους κύριους θεσμούς αντιπροσώπευσης και διακυβέρνησης. Πριν παρουσιαστεί αναλυτικότερα η νέα αυτή απειλή στη συνταγματική τάξη (παρακάτω, Β) θα επιχειρηθεί στη συνέχεια μία σκιαγράφηση των δουλειών που συνεπάγονται για τη χώρα οι συνεχώς αθροιζόμενες διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις (παρακάτω, Α).

Α- Οι τρεις δανειακές συμβάσεις και η απειλή στη λαϊκή κυριαρχία

Και οι τρεις Δανειακές Συμβάσεις (του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου) έπρεπε να κυρωθούν από τη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι δεν αποτελούν απλή σύμβαση κρατικού δανείου από αυτές που, κατά πάγια πρακτική, δεν κυρώνονται με τυπικό νόμο. Ως γνωστό, η πρώτη δανειακή σύμβαση είχε κατατεθεί προς κύρωση στη Βουλή το Μάιο του 2010 αλλά αποσύρθηκε, χωρίς ποτέ να κυρωθεί.  Η δεύτερη, το Φεβρουάριο του 2012 είχε κατατεθεί στη Βουλή ως σχέδιο όχι μία, αλλά τρεις φορές, την πρώτη ως παράρτημα 13 στο νόμο 4046/2012 σε νόμο, την δεύτερη ως Πράξη Νομοθετικού Περιεχόμενου (ΠΝΠ) και την τρίτη στον νόμο που κύρωσε την ΠΝΠ. Και η τρίτη, η οποία ενσωματώνει τις ρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου, συμπεριλήφθηκε σε ΠΝΠ και κυρώθηκε στη συνέχεια με πολυνομοσχέδιο-σκούπα.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η γελοιοποίηση του ελληνικού κοινοβουλίου, να εγκρίνει συνεχώς χωρίς ποτέ να συζητά παραλλαγές του ίδιου κειμένου, συνδυάζεται με τη συνέχιση της αντισυνταγματικής πρακτικής της μη κύρωσης. Και τούτο γιατί το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει την έγκριση σχεδίων, αλλά την κύρωση ήδη ολοκληρωμένων και υπογραμμένων διεθνών συμβάσεων. Η πρόβλεψη ότι οι δανειακές αυτές συμβάσεις θα ισχύουν από την υπογραφή τους, χωρίς κύρωση από την Βουλή, παραβιάζει τα άρθρα 28 παρ. 2 και  36 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και το διεθνές δίκαιο.

Ως προς τις ουσιώδεις ρυθμίσεις τους, οι συμβάσεις αυτές έχουν μικρές διαφορές, πάντα προς το χειρότερο. Για παράδειγμα, η δεύτερη σύμβαση περιλάμβανε ακόμη πιο δρακόντειες  διατάξεις και από την πρώτη ως προς τις δυνατότητες ευθείας επέμβασης των δανειστών στα εσωτερικά της χώρας μας. Εντελώς ενδεικτικά, αυτή δεν επαναλαμβάνει απλώς, όπως και η πρώτη και η παρούσα, τη  ρήτρα παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας και την απαγόρευση κάθε μελλοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους με όρους που να συμφέρουν τη χώρα μας, αλλά προβλέπει και ρητές «υποχρεώσεις για επιθεωρήσεις, πρόληψη απάτης και ελέγχους».

Με την προκλητική αυτή διατύπωση, για να προφυλαχθούν οι εταίροι μας από «απάτη» σε βάρος τους από το ελληνικό δημόσιο, θα πρέπει να ανεχόμαστε την άμεση παρέμβαση γκαουλάιτερ που θα έχουν πρόσβαση (στην πραγματικότητα έλεγχο, καθοδήγηση και εντολή) σε κάθε πτυχή άσκησης δημόσιας εξουσίας στον τόπο μας. (Το πιο ωραίο είναι ότι, επειδή έχουν αντιληφθεί την πλήρη νομική αβασιμότητα και επισφάλεια των γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου που ζητούν και λαμβάνουν υπέρ της συνταγματικότητας των τερατωδιών αυτών, ως αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων, έχουν περιλάβει όρο κατά τον οποίο εάν αυτές αποδειχθούν ανακριβείς και η σύμβαση αντισυνταγματική, αυτό θα συνιστά απάτη σε βάρος τους εκ μέρους της Ελλάδας! Σπάνιο δείγμα προτεσταντικής αίσθησης μαύρου χιούμορ…).

Και, φυσικά, με την δεύτερη αυτή σύμβαση υπήχθη το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας στο αγγλικό δίκαιο, πράγμα που καθιστά σχεδόν αδύνατη την μονομερή τροποποίηση των όρων αποπληρωμής, τόσο σε ό,τι αφορά τυχόν αναδιάρθρωση όσο και ως προς το νόμισμα πληρωμής. (Βεβαίως, ακόμη και μετά την υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο δεν έχει απαλλοτριωθεί το βασικό νομικό όπλο που εξακολουθεί να διαθέτει η χώρα: η επίκληση κατάστασης ανάγκης, ως λόγο μη συμμόρφωσης στις αναληφθείσες υποχρεώσεις. Τούτο αποτελεί αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών, αναγνωρισμένο από το διεθνές δίκαιο, εφόσον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλισθεί ζωτικό τους συμφέρον έναντι άμεσου και επικείμενου κινδύνου: εάν ένα κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει ταυτόχρονα τις βασικές κοινωνικές του λειτουργίες και τις υποχρεώσεις του έναντι των δανειστών του, οφείλει να δώσει προτεραιότητα στις πρώτες.)

Στην τρίτη, την πλέον πρόσφατη, το μαύρο χιούμορ γίνεται φαρσοκωμωδία: το διεθνές δικηγορικό γραφείο που είχε ετοιμάσει το σχέδιο της ανάλογης γνωμοδότησης (που, τυπικά, υπογράφεται από τον «δικό μας» Νομικό Σύμβουλο του Υπουργείου Οικονομικών)  υπέδειξε, στο πλαίσιο του επαγγελματισμού του, δύο εκδοχές του σημείου 14: Με την πρώτη ο Νομικός Σύμβουλος θα γνωμοδοτούσε ότι δεν απαιτείται το Κοινοβούλιο να κυρώσει την Σύμβαση και με την δεύτερη, εναλλακτική της πρώτης, ότι η Σύμβαση έχει νόμιμα κυρωθεί. Επειδή δε το αλλοδαπό γραφείο δεν ήταν βέβαιο για το ποιες διατάξεις εφαρμόζονταν έθεσε με πλάγια γράμματα και σε αγκύλη την εξής υπόδειξη: [«εισάγετε κατάλληλη αναφορά των διατάξεων του Ελληνικού Δικαίου»].

Οι φωστήρες της κυβερνητικής πλειοψηφίας, όχι μόνον δεν κατάλαβαν ότι έπρεπε να επιλέξουν μία από τις δύο εκδοχές και έβαλαν στο σχέδιο και τις δύο, αλλά υπέβαλαν στο ελληνικό κοινοβούλιο την ταπείνωση να ψηφίσει και την υπόδειξη προς τον εαυτό του, ως μέρος του κειμένου: [«εισάγετε κατάλληλη αναφορά των διατάξεων του Ελληνικού Δικαίου! Δυστυχώς, πέραν των ανωτέρω κωμικοτραγικών, η ρήτρα παραίτησης από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι για γέλια. Η πρόβλεψη των συμβάσεων κατά την οποία «ούτε ο Δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας» είναι απολύτως πρωτοφανής και ταπεινωτική για ανεξάρτητο κράτος. Σημειωτέον, μάλιστα, ότι δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά από τις δανειακές συμβάσεις των άλλων χωρών που τελούν υπό καθεστώς μνημονίου. Ιδιαίτερα έντονη είναι η αντίθεση με το κυπριακό μνημόνιο, το οποίο ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης την τελευταία περίοδο της προεδρίας Χριστόφια. Αυτό δεν περιλαμβάνει ούτε υπαγωγή του δανείου στο αγγλικό δίκαιο, ούτε τους περισσότερους από τους λεόντειους όρους των ελληνικών μνημονίων.

Β- Η αδρανοποίηση του κοινοβουλίου μέσω της εγκαθίδρυσης μόνιμης κατάστασης ανάγκης

Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί της δημοκρατικής τάξης και ειδικά το κοινοβούλιο την τελευταία περίοδο υπολειτουργούν. Το νομοθετικό έργο διεξάγεται κυρίως με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει μία φορά το τρίμηνο, η Βουλή επικυρώνει χωρίς ουσιαστικά να συζητά «πακέτα» νομοθετικών ρυθμίσεων που συντάσσονται ερήμην της. Περισσότερες από τις μισές ερωτήσεις που κατατίθενται στο Κοινοβούλιο δεν συζητούνται, ο Πρωθυπουργός απαξιώνει να παραστεί κατά την ώρα του Πρωθυπουργού στις ερωτήσεις που απευθύνονται σε αυτόν ενώ συνήθως απέχει από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις και ψηφοφορίες και το παράδειγμα του αρχίζουν να ακολουθούν όλο και περισσότεροι υπουργοί. H κατάπτωση του Συντάγματος συνίσταται, συνεπώς, στην πλήρη, συστηματική και απροσχημάτιστη καταστρατήγηση του, όχι μόνον από την Κυβέρνηση και την πλειοψηφία της Βουλής, αλλά, δια παραλείψεως, και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η νομοθέτηση με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου τείνει να γίνει ο βασικός τρόπος θέσπισης κανόνων δικαίου. Τούτο οφείλεται αφενός στο φόβο της κυβέρνησης για διαρροή βουλευτών της, εάν ακολουθηθεί η τακτική νομοθετική διαδικασία, κατόπιν και της πικράς πείρας των φυλλοροής των προηγούμενων κυβερνητικών σχημάτων. Αφετέρου, οι Πράξεις αυτές, σε αντίθεση με τα κανονιστικά προεδρικά διατάγματα, είναι σχεδόν απρόσβλητες άμεσου δικαστικού ελέγχου.

Στο προοίμιο των Πράξεων γίνεται τυπική επίκληση της συνδρομής «έκτακτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης», όπως επιβάλλει το άρθρο 44 του Συντάγματος, παρόλο που οι εισαγόμενες ρυθμίσεις εξόφθαλμα δεν έρχονται να εξυπηρετήσουν παρόμοια κατάσταση.  Τούτο γίνεται δε είτε για να εισαχθούν νέοι, πρωτογενείς κανόνες δικαίου, είτε για να τροποποιηθούν άλλοι, που έχουν μόλις θεσπισθεί με τυπικό νόμο. Έτσι, λίγες μέρες μετά την ψήφισή του με πρωτοφανείς διαδικασίες (σε μια μέρα ουσιαστικά «συζητήθηκε» ένα νομοσχέδιο εκατοντάδων σελίδων), ο εφαρμοστικός του Τρίτου Μνημονίου νόμος 4093/2012 τροποποιήθηκε πολλαπλά με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 19.11.2012, προς ακόμα δυσμενέστερη κατεύθυνση για τους εργαζόμενους και συνταξιούχους. Είναι πρόδηλο ότι, για παράδειγμα, η αύξηση από το 15% στο 20% της περικοπής των συντάξεων άνω των 3.000 ευρώ, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα εφαρμοζόταν, κατά το νόμο, πριν από την 1.1.2013, δεν αφορούσε έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης που δεν μπορούσε να ρυθμισθεί με την τακτική νομοθετική διαδικασία2. Μεταγενέστερες Πράξεις περιείχαν ακόμη μεγαλύτερα τερατουργήματα. Αίφνης, με το άρθρο 10 της Πράξης 5.12.2012 εξυπηρετήθηκε η καταπληκτικά επείγουσα ανάγκη της σύστασης «υπηρεσίας Φιλοτελικού και Ταχυδρομικού Μουσείου»!

Όλα αυτά, ακόμη και το Μουσείο για τα γραμματόσημα, τα υπέγραψε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μολονότι η νομική υπηρεσία της Προεδρίας δεν μπορεί παρά να του είχε επιστήσει την προσοχή στο ότι, κατά την κακή νομολογία που επικρατεί3, αυτός ήταν το μόνο αρμόδιο όργανο να ασκήσει έλεγχο τυπικής συνταγματικότητας επ’αυτών. Πράγματι, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξακολουθεί να δέχεται, παρά την πειστική κριτική της θεωρίας, ότι η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων έκδοσης ΠΝΠ δεν ελέγχεται δικαστικά και ότι αυτές υπόκεινται μόνον σε παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας, διότι δεν αποτελούν πράξεις διοικητικής αρχής4.  Κατά τη νομολογία, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης, γιατί  εάν  μεν  κυρωθούν με νόμο, οι ρυθμίσεις τους  γίνονται, και μάλιστα αναδρομικά, διατάξεις τυπικού νόμου, ο οποίος δεν υπόκειται κατά το Σύνταγμα στον περιορισμό των εκτάκτων   περιστάσεων,   εάν   δε   δεν  κυρωθεί εμπροθέσμως  παύει  να ισχύει από  το  χρόνο της δημοσίευσής της μέχρι την εκπνοή των συνταγματικών  προθεσμιών  για  την κύρωσή της.

Συνεπώς, εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ασκήσει την ελεγκτική του αρμοδιότητα, ο Δικαστής νίπτει τας χείρας του, ακόμη και εάν είναι προφανές, ακόμη και σε έλεγχο ακρότατων ορίων, ότι δεν συντρέχουν οι περιστάσεις που το Σύνταγμα προβλέπει. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μία τεράστια μαύρη τρύπα στο κράτος δικαίου, η οποία υποσκάπτει ευθέως την αξιοπιστία τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της δικαιοσύνης.

Ο τωρινός Πρόεδρος έχει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης από τους προκατόχους του γιατί δεν αντέδρασε, όπως είχε συνταγματική υποχρέωση, στην σταθερή διολίσθηση του πολιτεύματος προς μια διαρκούς χαρακτήρα εκτροπή με επίκληση μια οιονεί μόνιμη κατάσταση ανάγκης. Δεν ανέπεμψε, επίσης, ως όφειλε, τον εκτελεστικό του τρίτου μνημονίου νόμο, το ν. 4093/2012, παρά την πρόδηλη αντίθεση του σε σειρά διαδικαστικών συνταγματικών επιταγών. Ο εν λόγω νόμος ήρθε να θεσπίσει τα μέτρα εφαρμογής του νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου με ένα μόνο άρθρο εκατοντάδων σελίδων, περιλαμβάνοντας ουσιαστικούς κανόνες δικαίου σε σειρά μη συναφών θεμάτων. Αντιθέτως,  το προηγούμενο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-1015 είχε εγκριθεί ένα μόλις χρόνο πριν με αυτοτελή νόμο5, όπως προβλέπει το ισχύον δημόσιο λογιστικό (άρθρα 6Α-6Γ του ν. 2362/95) για να ακολουθήσει η σχετική εκτελεστική νομοθεσία με σειρά άλλων νομοθετημάτων.

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ψήφιση του ν. 4093/2012, όπως ορθά, αν και κομψά, επεσήμαινε και η Επιστημονική υπηρεσία της Βουλής6, παραβίασε βάναυσα τις διατάξεις των άρθρων 72, 73 § 2 εδ. β΄, 74 § 5  εδ. β΄ και 76 παρ. 1 Σ. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των ρυθμίσεων αυτών συνάγεται ότι κάθε νομοσχέδιο  που περιλαμβάνει περισσότερες σχετικά αυτοτελείς ρυθμίσεις πρέπει να διαιρείται σε άρθρα, προκειμένου η συζήτηση, επεξεργασία και ψήφισή του, να διέλθει τα τρία προβλεπόμενα στάδια εξέτασης του, κατ’αρχήν, κατ’άρθρο και στο σύνολο.

Όπως ορθά έχει επισημανθεί, τούτο γίνεται κατ’εφαρμογή τόσο της δικαιοκρατικής όσο και της δημοκρατικής αρχής, εφόσον έτσι διασφαλίζεται αφενός η διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας και αφετέρου το δικαίωμα των βουλευτών να παρέχουν κατά συνείδηση και ενδεχομένως να διαφοροποιούν την ψήφο τους σε επιμέρους άρθρα σε σχέση με την ψήφο τους επί της αρχής ορισμένου νομοσχεδίου7.
Ως γνωστό, η παραβίαση των κανόνων που ρυθμίζουν τα σχετικά με τη νομοθετική διαδικασία, στο πλαίσιο της επικρατούσας ακόμη απαρχαιωμένης νομολογίας8, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, ως αναγόμενες στα interna corporis της Βουλής. Συνεπώς, το μόνο αρμόδιο όργανο για την τήρηση τους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Ο νόμος περιλαμβάνει και σημαντικό αριθμό συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων, σε ευθεία παράβαση του άρθρου 73 παρ. 2, που ορίζει –και μάλιστα με ποινή ακυρότητας, ότι τα συνταξιοδοτικά νομοσχέδια πρέπει να είναι ειδικά και να μην συμπεριλαμβάνονται σε νόμους που αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων. Μάλιστα, η πρόδηλη αυτή αντισυνταγματικότητα είχε επισημανθεί στον Πρόεδρο με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του αρμόδιου ανώτατου δικαστηρίου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου9.
Βεβαίως, η απόφαση αυτή έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Δεν υφίσταται, όμως, λόγος διαφοροποίησης της πρακτικής που ακολουθείται  –ορθώς- ως προς την ανάλογη, κατ’άρθρο 95 παρ. 1 εδ. Δ’, αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων. Όπως δεσμεύεται, κατ’αρχήν, ο Πρόεδρος από τη γνώμη του ΣτΕ περί της αντισυνταγματικότητας σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος, ανάλογα θα πρέπει να γίνουν δεκτά και ως προς τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 είναι τόσο σαφής ώστε να μην είναι δεκτική παρερμηνείας.

Γ- Κατάσταση ανάγκης και απεργία

Η συνήθης δικαιολογητική βάση υιοθέτησης των μνημονιακών μέτρων από τους απολογητές τους,  δεν συνίσταται τόσο στην άρνηση του επαχθούς χαρακτήρα τους, αλλά στην επίκληση της αναγκαιότητάς τους εν όψει της σωτηρίας της εθνικής οικονομίας, ως ζητήματος υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η θέση αυτή υπόρρητα αποδέχεται την αντισυνταγματικότητα των υπό κρίση ρυθμίσεων «υπό ομαλές συνθήκες», επικαλείται όμως, για να δικαιολογήσει την επιβολή τους, μια ιδιόρρυθμη κατάσταση ανάγκης, ή, όπως έχει εύστοχα γραφεί10, μια κατάσταση εξαίρεσης, με την έννοια που δίνει στον όρο ο Agamben11. Ειδικά στον τομέα των απεργιών, όμως, η κυβέρνηση αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, επιβάλει την επιστράτευση ως –δήθεν- απάντηση στην «ευθεία πρόκληση κατά της νομιμότητας» που συνιστά, τάχα, η απεργία.

Στην πραγματικότητα όμως είναι η ίδια που, για ακόμη μια φορά, καταπατά και μάλιστα βάναυσα το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην απεργία και η ελευθερία της εργασίας προστατεύονται συνταγματικά και από διεθνείς συμβάσεις εργασίας (ιδίως την 29 αλλά και τις 105, 87 και 98).  Το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει την πολιτική επιστράτευση (ακριβολογώντας: την «επίταξη υπηρεσιών») ως μέσο περιορισμού της απεργίας, αλλά ως περιορισμό της ελευθερίας εργασίας. Ακόμη και εάν μια απεργία, συνεπώς, υποτεθεί ότι είναι παράνομη, δεν αντιμετωπίζεται με την επιστράτευση, αλλά με σχετική δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την έλλειψη νομιμότητας της. (Και, δυστυχώς, τα δικαστήρια ευκολότατα διαπιστώνουν παρανομίες και καταχρηστικότητα στη συντριπτική πλειονότητα των σχετικών διαφορών που άγονται ενώπιον τους.)

Αντιθέτως, η επιβολή καταναγκαστικής εργασίας που συνιστά η επιστράτευση, συγχωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος (εκτός από την περίοδο πολέμου) μόνον σε δύο περιπτώσεις: «επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία ή ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία». Ακόμη και ο νόμος 3536/2007,  ο οποίος –αντισυνταγματικά- διεύρυνε την δυνατότητα επιστράτευσης, θέτει ως αναγκαίο όρο προς τούτο να υπάρχει «άμεση κοινωνική ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία.»

Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν συνέτρεχε ούτε στην περίπτωση των απεργών του μετρό, ούτε στην περίπτωση των απεργών εκπαιδευτικών. Οι αντίθετοι ισχυρισμοί του δημοσίου δεν μπορεί να αντιμετωπισθούν σοβαρά. Για παράδειγμα, ως προς τους απεργούς του μετρό, εντόπισε τον κίνδυνο δημόσιας υγείας στο ότι θα παρέμεναν κλειστοί οι σταθμοί που εξυπηρετούν τα δημόσια νοσοκομεία. Εάν αυτός ο ισχυρισμός ήταν ακριβής,  τις δεκαετίες που προηγήθηκαν από την έναρξη λειτουργίας του μετρό η πρωτεύουσα ζούσε σε μία συνεχή κατάσταση ανάγκης.

Συνεπώς, η μεγαλύτερη κατάπτωση του Συντάγματος συνίσταται στην πλήρη, συστηματική και απροσχημάτιστη πλέον καταστρατήγηση του, όχι μόνον από την Κυβέρνηση και την πλειοψηφία της Βουλής, αλλά και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πέραν της υπονόμευσης της λαϊκής κυριαρχίας, πέραν της διάλυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων και του εργατικού δικαίου, η μεγαλύτερη θεσμική ζημία που επέφεραν οι πολιτικές των τελευταίων χρόνων έγκειται ακριβώς στον ευτελισμό του Συντάγματος. Όμως, όπως έλεγε ο Γάλλος επαναστάτης Σαιν-Ζυστ, ένα Σύνταγμα ή είναι υποχρεωτικό, ή είναι τίποτα. Για αυτό το λόγο, η απόκρουση των μνημονιακών πολιτικών δεν είναι πια συνώνυμη μόνον της υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους, αλλά της ίδιας της δημοκρατίας και του συνταγματικού μας πολιτισμού.
  1. Πρβλ. και  Γ. Κατρούγκαλου, Το ‘παρασύνταγμα’ του μνημονίου και ο άλλος δρόμος, ΝοΒ 59 2011, σ. 231 κ.ε, και του ίδιου, Το Συμβούλιο της Επικρατείας και το δεύτερο παρασύνταγμα, ΤοΣ, 2012 και τις εκεί παραπομπές. Για λόγους οικονομίας χώρου έχω παραλείψει τον αναλυτικό υπομνηματισμό στο άρθρο αυτό.
  2. Έτσι και οι Κ. Χρυσόγονος, Α. Καϊδατζής, Η μάταιη θυσία της Ιφιγένειας.Οριοθέτηση εισαγωγικών σκέψεων για την αντισυνταγματικότητα του ν. 4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα εφαρμογής του, ΝοΒ 2012.2740.
  3. Βλ. κριτική της σε Π. Παραρά, Αι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, Αθήναι, 1981.
  4. Βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ (Ολ.) 1250/2003, ΣτΕ (ΕΑ) 576/2002, ΣτΕ (Ολ.) 3636/1989.
  5. Ν. 3985/2011
  6. Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής της 6.11.2012 επί του Νομοσχεδίου  «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου », ιδίως  σ. 4-5
  7. Κ. Χρυσόγονος-Α. Καϊδατζής, ibidem
  8. Βλ. κριτική της νομολογίας αυτής σε Π. Παραρά, Corpus, Άρθρο 72, παρ. 48 κ.ε., πρβλ. ήδη Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα και Βουλή, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, ιδίως σ. 199 κ.ε.
  9. Πρακτικά της 3ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου  της 30ης Οκτωβρίου 2012
  10. Δ. Μπελαντής, Η κατάσταση εξαίρεσης και οι εφαρμογές της στο πρόγραμμα «στήριξης της ελληνικής οικονομίας», ΔτΑ 2010, σ. 1115
  11. G.Agamben, State of Exception, 2006, Εισαγωγή και Πρώτο Κεφάλαιο


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου