Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Χαρδούβελης-Αναστασάτος: Η κρίση άρχισε το 1994


Μελέτη του 2013 για τα αίτια που οδήγησαν στην κρίση, του Γκίκα Χαρδούβελη (μετέπειτα υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά) και του Τάσου Αναστασάτου που διετέλεσε το 2014 γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών.

Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ίσως τη βασικότερη υπολανθάνουσα αιτία της ελληνικής κρίσης. Υπήρξε η κύρια αιτία της αποτυχίας ενός υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης, βασισμένου στη διόγκωση της εσωτερικής ζήτησης, τόσο του δημόσιου, όσου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, αμφότερων χρηματοδοτούμενων από τον εξωτερικό δανεισμό.

Συγχρόνως, σε μία σχέση διαρκούς αλληλοτροφοδότησης, το αποτυχημένο υπόδειγμα μεγέθυνσης επιδείνωνε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθόσον η υπερβάλλουσα ζήτηση οδηγούσε σε ένα σπιράλ συνεχών αυξήσεων μισθών και τιμών.

Ο διακηρυγμένος στόχος του Προγράμματος Προσαρμογής ήταν να ανακτήσει τις απώλειες ανταγωνιστικότητας οι οποίες σωρεύτηκαν μετά την εισαγωγή του ευρώ. Επομένως, η ανάλυση συζητά τις μεταβολές οι οποίες συνέβησαν στα μεγέθη της οικονομίας την περίοδο μεταξύ 2001-2009, αναδεικνύοντας όμως ότι αυτές οι μεταβολές έχουν τις απαρχές τους σε προηγούμενες εξελίξεις. Ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια της ταχείας ανάπτυξης που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ ήταν η συσσώρευση τεράστιων εξωτερικών ελλειμμάτων, με αποκορύφωμα το 2008, ακριβώς πριν το ξέσπασμα της κρίσης, όταν το έλλειμμα στο ΙΤΣ έφτασε στο 14,9% του ΑΕΠ.


Ως αποτέλεσμα, σωρεύτηκε Ακαθάριστο Εξωτερικό Χρέος το οποίο το 2012 είχε φθάσει στο 235,7% του ΑΕΠ, με το Καθαρό Εξωτερικό Χρέος στο 108,8% του ΑΕΠ.


Η αποσύζευξη αποταμιεύσεων και επενδύσεων πρέπει σε μεγάλο βαθμό να ιδωθεί ως υψηλή εγχώρια δαπάνη, και άρα αντιστοίχως χαμηλή αποταμίευση. Καταγράφεται στο γεγονός ότι η εγχώρια ζήτηση ως ποσοστό του ΑΕΠ μεταξύ 2001-2009 ήταν κατά μέσο όρο 112,8%. Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση ξεπέρασε το 2010 το 74% του ΑΕΠ, έναντι μ.ό. 58% στην ευρωζώνη. Τουτέστιν, συγκρινόμενοι με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, οι Έλληνες κατανάλωναν ωσάν το εισόδημά τους να ήταν 22% υψηλότερο από αυτό που πράγματι ήταν.

Ταυτοτικά, το έλλειμμα στο ΙΤΣ ισούται με τη διαφορά μεταξύ εθνικών αποταμιεύσεων και συνολικής επένδυσης.Με απλά λόγια, το όποιο έλλειμμα των εξαγωγών έναντι των εισαγωγών αντανακλάται σε έλλειμμα των αποταμιεύσεων έναντι των ποσών που κατευθύνονται σε επενδύσεις, το οποίο καλύπτεται με εξωτερικό δανεισμό. Αντιστρόφως ιδωμένο, ανεπαρκείς αποταμιεύσεις σημαίνουν υψηλή κατανάλωση και επένδυση. Η Ελλάδα πράγματι, τα πρώτα χρόνια του ευρώ έως και το 2008 χαρακτηρίστηκε από αύξηση των επενδύσεων, μείωση ιδιωτικής αποταμίευσης και σταθερά αρνητική δημόσια αποταμίευση,δηλαδή δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων

Ωστόσο, οι τάσεις διόγκωσης της εγχώριας ζήτησης, ως απόλυτος αριθμός και ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν ξεκίνησαν με την εισαγωγή του ευρώ. Στην πραγματικότητα, η μεγέθυνση της κατανάλωσης από την πλευρά της ζήτησης αποτελεί την κορύφωση ενός πιο μακροχρόνιου διαρθρωτικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η Ελλάδα, ούσα μία αγροτική οικονομία μεταπολεμικά, πέρασε από μία φάση εκβιομηχάνισης τα χρόνια του Bretton-Woods (1953-1972). Από το 1973, άρχισε να μεταβάλλεται σταδιακά σε μία οικονομία των υπηρεσιών, με κυρίαρχο τον ρόλο του δημόσιου τομέα και της συνδεόμενης με αυτόν επιχειρηματικότητας. Αυτή η μεταβολή της οικονομικής δομής της χώρας τα τελευταία 30 χρόνια οδήγησε στη μεταβολή της σύστασης του ΑΕΠ εις βάρος των επενδύσεων και των εξαγωγών και υπέρ της κατανάλωσης, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο στα μερίδιά τους στο ΑΕΠ όσο και στις συμβολές τους στη συνολική οικονομική μεγέθυνση.

Η τελευταία φάση της διαδικασίας επέκτασης της εγχώριας δαπάνης με παράλληλη απώλεια ανταγωνιστικότητας είναι αυτή που οδήγησε στην ελληνική κρίση. Αν και στον δημόσιο διάλογο συχνά ταυτίζεται με την εισαγωγή του ευρώ, στην πραγματικότητα η απαρχή των εξελίξεων που οδήγησαν στην κρίση πρέπει να τοποθετηθεί στο 1994. Εκείνο το έτος συνέβησαν τρεις σημαντικές εξελίξεις.

Πρώτον απελευθερώθηκε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την αποδέσμευση εποπτικών κεφαλαίων που οι ελληνικές τράπεζες τηρούσαν στην Τράπεζα της Ελλάδος και την άρση των περιορισμών στη χορήγηση καταναλωτικών δανείων.

Δεύτερον η προοπτική της ΟΝΕ άρχισε να βελτιώνει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και των επιχειρήσεων, αυξάνοντας σημαντικά τις δυνατότητες άντλησης κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Συνδυαστικά, αυτές οι δύο εξελίξεις οδήγησαν σταδιακά σε μία επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης. Αυτό, με τη σειρά του, επέτρεψε, τόσο την επέκταση της επένδυσης, όσο και τη διατήρηση ευμεγεθών εξωτερικών ελλειμμάτων.

Τρίτον το 1994 άρχισε η προσπάθεια προετοιμασίας για είσοδο στην ΟΝΕ με την υιοθέτηση της «πολιτικής της σκληρής δραχμής». Αυτή συνίστατο στη διατήρηση υψηλών επιτοκίων με παράλληλο περιορισμό των ονομαστικών υποτιμήσεων της δραχμής, ώστε να περιοριστεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός και οι πληθωριστικές προσδοκίες.

Ο αποπληθωρισμός τελικά επετεύχθη και η χώρα εντάχθηκε στην ευρωζώνη αλλά με το κόστος της συσσώρευσης πραγματικής ανατίμησης της δραχμής. Η ανατίμηση επιτάθηκε από τις εισροές κεφαλαίων τα οποία προσελκύονταν από τα υψηλά επιτόκια. Παρά την υποτίμηση κατά 12,3% ως προς το ECU τον Μάρτιο του 1998, η Ελλάδα εισήλθε στο ευρώ με μία ισοτιμία μετατροπής η οποία δεν ευνοούσε την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Αυτό αποτυπώθηκε στο γεγονός ότι, όπως αναφέρθηκε, το ΙΤΣ ήταν ήδη ελλειμματικό το 2001 κατά το πρωτοφανές για την ελληνική οικονομία 7,3% του ΑΕΠ, από -4,1% το 1999 και -2,5% του ΑΕΠ το 1995. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το έλλειμμα το 2001 ήταν 11,4% του ΑΕΠ, από 5% το 1999 και σχεδόν ισοσκελισμένο ΙΤΣ το 1995.''

Η χρηματοδότηση χρέους και ελλειμμάτων, η οποία προηγουμένως γινόταν σχεδόν αποκλειστικά από τις ελληνικές τράπεζες και ιδιώτες, αυξανόμενα πραγματοποιείτο με άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς χρηματαγορές. Το ποσοστό του δημόσιου χρέους το οποίο χρηματοδοτείτο με ξένα κεφάλαια, από 22% το 1999 έφτασε στο 79% το 2009. Οι τράπεζες, χρησιμοποιώντας την απελευθερούμενη ρευστότητα αλλά και δανειζόμενες από τη διεθνή κεφαλαιαγορά, αύξησαν σημαντικά τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Η αλήθεια είναι ότι οι υπερβολές άλλων ευρωπαϊκών χωρών αποφεύχθηκαν: ο ιδιωτικός δανεισμός δεν έφθασε ποτέ το 100% του ελληνικού ΑΕΠ, έναντι 164% μέσου όρου ευρωζώνης το 2012, με την Ιρλανδία στο 310%, την Πορτογαλία στο 255% και την Ισπανία στο 215%. Ωστόσο, μεταξύ 1998-2007, η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα κατέγραφε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 16,9% (άνω του 28% για τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια). Η πιστωτική επέκταση συντήρησε μία μέση ετήσια πραγματική αύξηση της κατανάλωσης κατά 3,7% μεταξύ 2001-2008. Το γεγονός ότι τα εξωτερικά ελλείμματα ήταν σχεδόν ίσου μεγέθους με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, υποδηλοί και μία αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζητήσεως την οποία δημιουργούσε η δημοσιονομική επέκταση και της δαπάνης του ιδιωτικού τομέα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ.

Πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου