Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Δεν φτάνει ο «κουμπαράς» για τις προεκλογικές υποσχέσεις


18/6/2016

Ο προϋπολογισμός του 2020 πρέπει να παραγάγει υπερπλεόνασμα άνω των 2 δις ευρώ μόνο και μόνο για να επαναληφθούν τα μέτρα που ψηφίστηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση μέσα στις προηγούμενες εβδομάδες. Αν μάλιστα προστεθεί και ο λογαριασμός από τις προεκλογικές υποσχέσεις των δύο μεγάλων κομμάτων για το 2020, το κόστος εκτινάσσεται πάνω από τα 4 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της επόμενης χρονιάς θα πρέπει να αναρριχηθεί αρχικά ακόμη και στο 5,5%. Πρακτικά, το επόμενο οικονομικό επιτελείο θα δυσκολευθεί πολύ να πείσει τους θεσμούς, οι οποίοι πριν καν ακούσουν αυτούς τους αριθμούς, αμφισβητούν ακόμη και τη δυνατότητα επίτευξης του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος.

Η εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού θα αποτελέσει τη βάση συζήτησης με τα κλιμάκια των θεσμών μετά τις εκλογές. Προς το παρόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μεγάλο υπερπλεόνασμα για φέτος και κατεβάζει τον πήχη στο 3,6% από 4,1%, που είναι η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης. Αρα, πιστεύει ότι δεν μπορεί καν να καλυφθεί το κόστος από τα φετινά μέτρα: τη 13η σύνταξη και τις μειώσεις του ΦΠΑ. Θέτει μάλιστα και τον πρόσθετο προβληματισμό για τη δημοσιονομική επίπτωση από τις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Υπάρχει και ένας ακόμη αστάθμητος παράγοντας που θα μπει στο τραπέζι των συζητήσεων: η πορεία του ΑΕΠ. Προς το παρόν, ο στόχος του +2,3% δεν επιτυγχάνεται, καθώς το πρώτο τρίμηνο έκλεισε στο +1,3%. Αν η απόκλιση παραμείνει και το β΄ τρίμηνο, θα προβλεφθεί αρνητική επίδραση στα δημόσια έσοδα.

Στον προϋπολογισμό του 2020, η απερχόμενη κυβέρνηση έχει ήδη «φορτώσει» μέτρα με συνολικό δημοσιονομικό κόστος  3,566 δις ευρώ μετά και την ψήφιση της διατήρησης του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα. Αυτός ο λογαριασμός προκύπτει:

1. Από την καταβολή της λεγόμενης 13ης σύνταξης, η οποία θα προκαλέσει δημοσιονομικό κόστος 830 εκατ. ευρώ και κατά το 2020, ποσό αντίστοιχο με αυτό του 2019. Στην πραγματικότητα, βέβαια, η αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα είναι μεγαλύτερη το 2020 λόγω και των ευνοϊκών διατάξεων που ψηφίστηκαν τον Μάιο για τον υπολογισμό των συντάξεων χηρείας. Από 80 εκατ. ευρώ που είναι το εκτιμώμενο κόστος για το 2019, θα φτάσουμε τα 149 εκατ. ευρώ για το 2020 και σταδιακά τα 348 εκατ. ευρώ έως το 2023 (215 εκατ. ευρώ το 2021 και 281 εκατ. ευρώ το 2022.

2. Τις μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ, οι οποίες το 2020 θα έχουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος συγκριτικά με τη φετινή χρονιά καθώς το μέτρο θα εφαρμοστεί για ολόκληρη τη χρονιά και όχι για επτά μήνες. Υπολογίζεται ότι το 2019 το δημοσιονομικό κόστος από τις μειώσεις στον ΦΠΑ της εστίασης, των τροφίμων και της ενέργειας θα ανέλθει στα 441 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2020 ο λογαριασμός θα φτάσει τα 667 εκατ. ευρώ.

3. Τη διατήρηση του αφορολογήτου, που είχε προϋπολογιστεί να αποδώσει 1,92 δις ευρώ μέσα στο 2020.

Τα ευνοϊκά μέτρα

Αυτό το δημοσιονομικό κόστος των 3,566 δις ευρώ καλύπτεται εν μέρει από τα τρία ευνοϊκά μέτρα που καταργήθηκαν ήδη: την έκπτωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% (με μέγιστη έκπτωση στα 70 ευρώ ανά ιδιοκτήτη), τη μείωση του κεντρικού συντελεστή από το 22% στο 20% και την υιοθέτηση ευνοϊκής κλίμακας για τον υπολογισμό της εισφοράς αλληλεγγύης. Αυτά τα τρία μέτρα οδηγούν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 1,454 δις ευρώ μέσα στο 2020. Αρα, για τον προϋπολογισμό του 2020, η διατήρηση όλων αυτών των μέτρων συνεπάγεται ότι θα βρεθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος άνω των 2,1 δις ευρώ.

Το κόστος των παρεμβάσεων

Τα ήδη ψηφισμένα μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στους υπολογισμούς του 2020 ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, καθώς κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν έχει μιλήσει είτε για κατάργηση της 13ης σύνταξης είτε για μείωση του αφορολογήτου. Αντίθετα, μιλούν για ακόμη περισσότερα μέτρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι θα εφαρμοστεί το πακέτο των 11 παρεμβάσεων, ένα πακέτο με κόστος 1,3 δις. Σε αυτό, από την περασμένη εβδομάδα προστέθηκε η σταδιακή μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 20%, κάτι που σημαίνει ότι απαιτούνται περίπου 450 εκατ. αν γίνει μείωση μιας μονάδας μέσα στο 2020. Επίσης, προστίθενται και τα περίπου 600-700 εκατ. από τη θέσπιση μεσοσταθμικής μείωσης 30% στον ΕΝΦΙΑ. Άρα, ο συνολικός λογαριασμός προσεγγίζει τα 2,3 δις. Η Ν.Δ. δεν έχει ανακοινώσει ποια από τα μέτρα που έχει εξαγγείλει προγραμματίζει να ισχύσουν άμεσα από το 2020. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε προ ημερών για την άμεση μείωση του συντελεστή των επιχειρήσεων από το 28% στο 20% (σ.σ. γι’ αυτό απαιτείται ποσό της τάξεως του 1 δις) αλλά και για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ με ορίζοντα υλοποίησης το 2020. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ μπορεί να κοστίσει από… τίποτα (αν το 2020 υιοθετηθεί η μεσοσταθμική μείωση του 10% η οποία ισχύει και στον προϋπολογισμό του 2019) μέχρι και 300 ή 600 εκατ. αν διαμορφωθεί στο 20% ή στο 30% αντίστοιχα. Ο υπολογισμός του δημοσιονομικού κόστους από την εξαγγελία για μείωση του βασικού συντελεστή της κλίμακας από το 22% στο 9% δεν μπορεί να υπολογιστεί.

Πηγή

Το πρωτογενές πλεόνασμα επιτυγχάνεται με αύξηση φόρων και μείωση των δημοσίων δαπανών. Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% του ΑΕΠ (6.3 δις ευρώ) από το 2017 ως το 2022 και 2.2% (4 δις ευρώ) από το 2023 ως το 2060. Με αυτά τα λεφτά πληρώνονται στις χώρες δανειστές οι τόκοι για τις εγγυήσεις που πρόσφερα (και όχι λεφτά) για τα μνημονιακά δάνεια που έδωσαν ο EFSF και ο ESM. Με αυτό τον τρόπο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας καθίσταται βιώσιμο και δεν χρειάζεται ''κούρεμα''. (θεωρητικά γιατί πρακτικά καμία χώρα δεν μπόρεσε να έχει τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα).

Η προπαγάνδα από τα κέντρα εξουσίας της ΕΕ μας λέει ότι με τις παροχές δεν θα επιτευχθούν οι ''δημοσιονομικοί στόχοι'' δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα. Παροχές που θα έπρεπε να είναι μόνιμες και όχι έκτακτες, προεκλογικές κλπ. Ο Κ. Μητσοτάκης είπε ότι δεν θα εφαρμόζει επιδοματική πολιτική που πραγματοποιείται με φόρους εννοώντας πάνω από το 3.5% του πρωτογενούς πλεονάσματος. Όλοι κόπτονται για τους φόρους στη μεσαία τάξη αλλά εννοούν πάνω από το 3.5%. Κανείς δεν ''ακουμπά'' αυτό το πλεόνασμα.

Για παράδειγμα. από το ΕΣΥ λείπουν 30 χιλιάδες νοσηλευτές και ιατρικό προσωπικό. Ή η ΔΕΗ που πουλάει τις πιο σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες γιατί δεν μπορεί να τις κάνει να εκπληρούν τους στόχους για ρύπανση του περιβάλλοντος. Με το πρωτογενές πλεόνασμα του 3.5% που είναι 6.3 δις διαλύονται τα πάντα.

Η πολιτική αυτή εφαρμόζεται από τους Γερμανούς για να απαξιωθεί η δημόσια περιουσία και να πουληθεί σε εξευτελιστικκές τιμές και για να εφαρμόσει στην Ελλάδα το οικονομικό μοντέλο που θέλει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου