4/3/2023
Του Μιχάλη Αργυρού*
Το έλλειμμα του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί την τελευταία τριετία. Ποιες είναι όμως οι αιτίες της εξέλιξης αυτής και πόσο πρέπει να μας ανησυχεί;
Σε αντίθεση με την περίοδο 1995-2008, η πρόσφατη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος δεν οφείλεται σε μείωση τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, την τριετία 2020-2022 η ελληνική ανταγωνιστικότητα, όπως μετριέται από την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και επιβεβαιώνεται από διαδοχικά ρεκόρ εξαγωγών, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Για το 2020 και το πρώτο μισό του 2021 η διεύρυνση οφείλεται στην σημαντική μείωση εσόδων από τουρισμό και μεταφορές λόγω πανδημίας, ενώ από τα μέσα του 2021 οδηγείται κυρίως από τις εισαγωγές καυσίμων. Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούνται για το σύνολο της ευρωζώνης της οποίας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, από σταθερό και σημαντικό πλεόνασμα την δεκαετία 2012-2021, το 2022 κατέγραψε αξιοπρόσεκτο έλλειμμα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εξελίξεις της τελευταίας τριετίας δεν είναι ίδιες με αυτές που προηγήθηκαν της ελληνικής κρίσης χρέους. Τότε η διεύρυνση του ελληνικού εξωτερικού ελλείμματος οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλη μείωση τιμολογιακής ανταγωνιστικότητας και συνακόλουθα μεγάλη αύξηση εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών. Σήμερα τα στοιχεία αυτά απουσιάζουν. Μεγάλο μέρος της πρόσφατης διεύρυνσης οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες, συγκεκριμένα στην πανδημία και την εκτίναξη τιμών ενέργειας. Ένα μικρότερο μέρος οφείλεται στην αύξηση εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών, τα οποία όμως συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας και μεσοπρόθεσμα, μέσω εξαγωγών, σε βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Τέλος, ένα σημαντικό μέρος προέρχεται από ενδιάμεσα αγαθά. Αυτό το στοιχείο χρήζει μεγαλύτερης διερεύνησης. Πιθανώς αντανακλά την μεγέθυνση της ελληνικής βιομηχανίας και μεγαλύτερη ενσωμάτωσή της στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, ίσως όμως και ελλείψεις στην πλευρά προσφοράς.
Συμπερασματικά, ο ελληνικός εξωτερικός τομέας είναι σήμερα δομικά σαφώς ισχυρότερος σε σύγκριση με τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Δεν υπάρχει όμως περιθώριο εφησυχασμού. Παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωσή τους, οι τιμές ενέργειας αναμένεται να παραμείνουν για αρκετό διάστημα υψηλότερες σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο, κάτι που τους προσδίδει μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα. Παράλληλα, η αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα συνεπάγεται κινδύνους για το εξωτερικό ισοζύγιο, τόσο από την πλευρά των εισαγωγών όσο και των εξαγωγών. Τέλος, η σημαντική βελτίωση του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου που έχει επιτευχθεί την τελευταία τετραετία μέσω αύξησης επενδύσεων και εξαγωγών σε επίπεδα ρεκόρ, μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω.
Προς την κατεύθυνση αυτή η χώρα μας πρέπει να συνεχίσει και να επεκτείνει: (α) την βελτίωση του επιχειρηματικού της περιβάλλοντος ώστε να προσελκύσει ακόμα περισσότερες επενδύσεις, (β) τις επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας μέσω ανανεώσιμων πηγών, (γ) τις επενδύσεις στον τομέα έρευνας και τεχνολογίας και, (δ) την αναβάθμιση του ανθρώπινου της κεφαλαίου. Αυτά θα μειώσουν την εξάρτηση του εξωτερικού τομέα από τις διεθνείς τιμές ενέργειας, θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής (τιμολογιακή και μη-τιμολογιακή), και θα βελτιώσουν αισθητά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
*Πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων
Καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου