Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Άρθρο Γ. Χριστοδουλάκη στην «Κ»: Ο παλαιός δαίμονας της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας είναι εδώ


14/5/2024

Δημιουργούνται νέες θέσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας διεσπαρμένες στην επικράτεια, ενώ το εργασιακό δυναμικό βρίσκεται στις μεγάλες πόλεις

Ενώ παρατηρείται διογκούμενο έλλειμμα εργαζομένων στην οικονομία, η ανεργία παρέμεινε κοντά στο επίπεδο του 11% για το 2023, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Παράδοξο; Όχι, αν εξετάσουμε τη μικροδομή της αγοράς εργασίας σε συνδυασμό με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.

Ακούμε συχνά εξηγήσεις οι οποίες αποδίδουν το φαινόμενο σε παράγοντες όπως η κουλτούρα της γενιάς των millennials, η οικογενειακή στήριξη, η πολιτική επιδομάτων, καθώς και η αλλαγή προτιμήσεων στη σχέση εργασίας και ελεύθερου χρόνου λόγω πανδημίας. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία των παραγόντων αυτών, οι οποίοι είτε εν μέρει είτε προσωρινά μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.

Για τριάντα χρόνια και μέχρι την απαρχή της ελληνικής κρίσης χρέους, η ανεργία διακυμάνθηκε μεταξύ 7% και 12%. Στην περίοδο της κρίσης εκτινάχθηκε άνω του 27%, για να αρχίσει η σταδιακή αποκλιμάκωση από το 2014 μέχρι σήμερα κοντά στο 11%, ενώ οι προβλέψεις του ΔΝΤ προσδιορίζουν σταθεροποίηση κοντά στο 8% το 2027 χωρίς περαιτέρω πτώση έως το 2029 (βλ. γράφημα).

Η προβλεπόμενη εμμονή της ανεργίας σε επίπεδα πολύ πάνω του μέσου όρου των προηγμένων οικονομιών, ο οποίος υπολείπεται του 5%, είναι απογοητευτική για μια χώρα η οποία, ενώ διατείνεται έξοδο από την κρίση μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, δεν βρίσκεται μακριά από τη μακροχρόνια εικόνα τής προ κρίσης περιόδου. Για παράδειγμα, στις ΜμΕ η ζήτηση υπερβαίνει κατά πολύ την προσφορά, όπου ειδικά στον κλάδο του τουρισμού το έλλειμμα αγγίζει τις 60.000 θέσεις εργασίας, η υποθετική ικανοποίηση του οποίου θα οδηγούσε σε πτώση της ανεργίας περισσότερο από μία ποσοστιαία μονάδα. Τι πήγε λάθος;

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες είδαν επεισόδια πλήρους απασχόλησης κατά τη δεκαετία του ’70 με την ανεργία τριβής (frictional unemployment) σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 εμφανίστηκε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ευρωπαϊκό Πρόβλημα Ανεργίας, με αυξανόμενα κενά πλήρους απασχόλησης. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την εικόνα, ωστόσο ιστορικά αδυνατεί να εμφανίσει ανεργία κάτω του 7%-8% τα τελευταία 40 χρόνια.

Ερευνητές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Economic Paper 527) έδειξαν ότι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες με κρίσεις χρέους και ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών αντιμετωπίζουν δραστικό περιορισμό στη δυνατότητα ζεύξης ζήτησης και προσφοράς (matching). Το γεγονός αυτό, ενώ τείνει να αμβλύνεται στην Ελλάδα μέσω πρόσφατων πολιτικών για την ευελιξία της αγοράς εργασίας, δεν φαίνεται να επιτρέπει μείωση της ανεργίας κάτω του ιστορικού ελάχιστου.

Ο παλαιός δαίμονας της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας είναι πάντα εδώ. Εδραζόμενη πρωτίστως στην κατανάλωση και στις υπηρεσίες, η προβλεπόμενη ανάπτυξη του 2%+ τείνει να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας χαμηλής προστιθέμενης αξίας διεσπαρμένες στην επικράτεια, ενώ το εργασιακό δυναμικό βρίσκεται συγκεντρωμένο στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Είναι σαφές ότι χαμηλή προστιθέμενη αξία συνεπάγεται χαμηλό μισθό, ο οποίος με τη σειρά του είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να χρηματοδοτήσει γεωγραφική μετακίνηση της προσφερόμενης εργασίας προς τον τόπο της ζήτησης. Μια βίαιη ανάταξη των μισθών, σε αναντιστοιχία με την προστιθέμενη αξία, οδηγεί τάχιστα στην υπονόμευση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κύκλο της χρηματοδότησης. Ο κλάδος του τουρισμού, για παράδειγμα, ο οποίος γνωρίζει νέα φάση ανάπτυξης, ακολουθεί το γνωστό πρότυπο μαζικού τουρισμού ο οποίος στοιβάζει τους επισκέπτες σε περιοχές ανεπαρκών υποδομών. Χωρίς ένα πρότυπο που μακροχρόνια προωθεί περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα και υψηλή προστιθέμενη αξία, βραχυχρόνια ποιος μισθός καμαριέρας μπορεί να μετακινήσει εν δυνάμει εργαζομένους προς τα Χανιά ή τη Λευκάδα;

Ο αγροτικός τομέας ως μόνιμο παράδειγμα, έχοντας συρρικνωθεί κάτω του 5% του ΑΕΠ, αναζητάει μάταια εργασιακό δυναμικό τουλάχιστον για τρεις δεκαετίες. Ενώ ο καταναλωτής καλείται να δαπανά ολοένα αυξανόμενο μερίδιο του εισοδήματος, τα προϊόντα αυτά δεν απολαμβάνουν υψηλή προστιθέμενη αξία στο στάδιο της παραγωγής, αλλά στα ενδιάμεσα στάδια εμπορίας και μεταφοράς.

Ακούμε συχνά για τις προσπάθειες ενοποίησης του κλήρου σε συνεργατικά επιχειρηματικά σχήματα. Χρήσιμο σε κάποιο βαθμό κυρίως για την πλευρά του κόστους παραγωγής, όμως χωρίς αποτελεσματικό μηχανισμό εξεύρεσης τιμής (price discovery mechanism), ο οποίος μακροχρόνια θα αναδεικνύει την προστιθέμενη αξία του προϊόντος για τον παραγωγό, βραχυχρόνια ποιος μισθός εργάτη μπορεί να μετακινήσει εν δυνάμει εργαζομένους προς τη Μεσσηνία και τη Θράκη; Αν η βιωσιμότητα αποτελεί στόχο για ολόκληρη τη χώρα και κάθε πολίτη, αποτελεί αδήριτη ανάγκη ο σχεδιασμός οικονομικής πολιτικής να εστιάσει στη μικροδομή τής εκάστοτε αγοράς, από το πρώτο στο τελευταίο στάδιο.

Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί τα αποτελέσματα του ποιοτικού τουρισμού, όπου ο επισκέπτης λαμβάνει πολιτισμική εμπειρία; Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι οι φαινόλες στο ελληνικό λάδι το καθιστούν μοναδικό, αξία η οποί πρωτίστως ανήκει στον καλλιεργητή; Η ανάδειξη οικονομίας υψηλής προστιθέμενης αξίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη βιώσιμη απασχόληση.

*O δρ Γεώργιος Χριστοδουλάκης είναι αν. καθηγητής στο Alliance Manchester Business School, University of Manchester.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου