Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Κίνδυνος κρατικοποίησης των τραπεζών


17/11/2012

Στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών προβλέπεται η τοποθέτηση επιτρόπων με αυξημένες εξουσίες που θα είναι από ξένο οίκο και θα ορίζεται από τους ξένους εταίρους μέσω του ΤΧΣ. Οι διοικήσεις των τραπεζών, αλλά και επιχειρήσεις και ιδιώτες δείχνουν μεγάλη ανησυχία καθώς οι επίτροποι θα έχουν τον σημαντικότερο λόγο για την πολιτική των δανείων, των συμμετοχών των θυγατρικών τους και του συνόλου των δραστηριοτήτων τους, ενώ ο έλεγχος για τις δαπάνες προβλέπεται να είναι ασφυκτικός. Ως «μεσάζοντες» (brokers) θα λειτουργήσουν οι διεθνείς οίκοι στις αυξήσεις κεφαλαίου που θα διενεργηθούν από τις ελληνικές τράπεζες μετά την επανακεφαλαιοποίησή τους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, διαμηνύοντας ότι δε θα είναι εγγυητές.

Έτσι, θα εφαρμόσουν την «πολιτική» της μεγαλύτερης προσπάθειας (best effort) όπως είναι γνωστή στη «γλώσσα» των επενδυτών και όχι της αναδοχής (underwri-ting), εφόσον κληθούν από τις ελληνικές τράπεζες για τις Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου για την άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων και την κάλυψη του 10% των συνολικών κεφαλαιακών τους αναγκών.

Ακύρωση προσδοκιών
Οι προσδοκίες για θέσπιση «φιλικών» όρων για την επανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών και της επιτάχυνσης των ενεργειών για την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την εξομάλυνση των σχέσεων της χώρας μας με τους εκπροσώπους των πιστωτών της, είχαν δημιουργήσει στους επενδυτικούς οίκους την πεποίθηση ότι η προσέλκυση σημαντικού μέρους των κεφαλαιακών αναγκών, θα ήταν εφικτή.
Μετά όμως από τις υπέρογκες κεφαλαιακές ανάγκες ύψους 27 δισ. ευρώ που προκύπτουν από τους όρους που παρουσιάστηκαν, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των Ευρωπαίων εταίρων και την καθυστέρηση χορήγησης της δόσης των 31,3 δισ.. ευρώ, αλλά και της πολιτικής αστάθειας που εκδηλώθηκε κατά την ψήφιση των μέτρων που περιλαμβάνονται στο νέο μνημόνιο, οι διεθνείς οίκοι δηλώνουν απρόθυμοι να εγγυηθούν τις αυξήσεις κεφαλαίου και θα λειτουργήσουν απλά, ως μεσάζοντες για την εξεύρεση επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες που θα επανακεφαλαιοποιηθούν κατά 90% με κρατικά κεφάλαια και κατά 10% από ιδιωτικά.
Οι διεθνείς οίκοι, επισημαίνουν ότι για μερίδα τραπεζών οι όροι επανακεφαλαιοποίησης για τους ιδιώτες επενδυτές θα θεωρηθούν ακριβοί, σημειώνοντας ότι ένα σημαντικός δείκτης είναι ο λόγος της τιμής της μετοχής προς τη λογιστική της αξία (Price/Book Value). Ο δείκτης αυτός, όταν είναι χαμηλός, συνήθως δείχνει πόσο «υποτιμημένη» είναι η μετοχή μίας τράπεζας. Αλλά μπορεί ακόμα να φανερώνει και προβλήματα στα θεμελιώδη μεγέθη της τράπεζας. Η μέτρηση υποδεικνύει την αξία που εκτιμούν οι επενδυτές ότι έχουν τα άυλα πάγια (φήμη, πελατολόγιο, προϊόντα, κ.ά.) που κατά τεκμήριο δεν περιλαμβάνονται στον ισολογισμό και κατά συνέπεια δε λαμβάνει υπόψη της η λογιστική αξία. Οι τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (εκτός της Alpha Bank), που έχουν αρνητική καθαρή θέση, θα πρέπει να καλύψουν την «απόσταση» και να επαναδημιουργήσουν καθαρή θέση και στη συνέχεια, να επιτύχουν τον διπλασιασμό του δείκτη της τιμής προς τη λογιστική αξία προκειμένου να είναι ελκυστικές για τους ιδιώτες επενδυτές τη στιγμή της επαναγοράς των μετοχών από το κράτος.

Δικαίωμα επαναγοράς
Προαπαιτούμενο βέβαια είναι να υπάρχει αυτή η προσδοκία καθώς το δικαίωμα επαναγοράς θα το έχουν εκείνοι οι επενδυτές που θα συμμετέχουν με το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό στην αύξηση. Η εξαγορά των μετοχών του κράτους θα μπορεί να γίνεται με την αξία των κεφαλαίων που έβαλε το κράτος, πλέον ενός επιτοκίου.
Αυτό σημαίνει ότι αν η αποτίμηση στην αγορά είναι μεγαλύτερη αυτού του ποσού (ίδια κεφάλαια συν 4% τον πρώτο χρόνο) ο ιδιώτης επενδυτής κερδίζει αυτόματα τη διαφορά μεταξύ της τιμής και της αξίας που πληρώνει στο κράτος. Έτσι η επαναγορά γίνεται ελκυστική επένδυση που σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε και να χρηματοδοτηθεί και από τις ίδιες τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Αν το κράτος δεν όριζε ελάχιστη τιμή, η προαναφερθείσα διαφορά θα μπορούσε να ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
Ο βαθμός κινδύνου για επενδύσεις στην Ελλάδα

Τι αποτρέπει τους επενδυτές
Αποτρεπτικό στοιχείο για τους επενδυτές είναι ο βαθμός κινδύνου που αναλαμβάνουν επενδύοντας στην Ελλάδα. Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτόν τον παράγοντα και επισημαίνουν ότι το ρίσκο εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη δεν θα έχει απομακρυνθεί εντελώς κατά το χρόνο που θα πραγματοποιηθούν οι αυξήσεις. Και τούτο διότι το χρέος δε θα είναι βιώσιμο έως τον Απρίλιο που το χρονοδιάγραμμα προβλέπει την ολοκλήρωση των Αυξήσεων Κεφαλαίου, ενώ παράλληλα δε δίνονται κίνητρα αντιστάθμισης του ρίσκου που αναλαμβάνουν για την τοποθέτηση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Οι αρμόδιοι συζητούν δημόσια εάν με τις ενέργειες που γίνονται το χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί στο 120% το 2020 ή το 2022, την ώρα που για τις αγορές, αλλά και στους δημοσιονομικούς «κανόνες» το χρέος μίας χώρας είναι βιώσιμο περί το 60% και ικανοποιητικό έως το πολύ 80%. Άλλωστε, πρόσφατα η γερμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι οι χώρες που έχουν 90% στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, χάνουν την εθνική τους κυριαρχία. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Διότι τα «νούμερα» μίας χώρας μπορεί να βελτιώνονται και ταυτόχρονα να υπάρχει μη διαχειρίσιμο ποσοστό ανεργίας, το οποίο οδηγεί σε αδυναμία αποπληρωμής των δανείων που έχουν λάβει δανειολήπτες από τις τράπεζες, πολιτική αστάθεια καθώς και άλλοι παράγοντες που αποτρέπουν τους επενδυτές να τοποθετήσουν κεφάλαια στις ελληνικές τράπεζες.
Ο μεγάλος κίνδυνος για τους υφιστάμενους μετόχους είναι ότι η τελική απομείωση του ποσοστού τους όπως και τα όποια κέρδη ενδεχομένως προκύψουν απ΄ όλη τη διαδικασία, εκτείνονται σε βάθος πενταετίας και σε κάθε περίπτωση πριν την ημερομηνία που η Ελλάδα θα καταφέρει να έχει σχέση χρέους προς ΑΕΠ τουλάχιστον 120%.

Επιβάρυνση για τους φορολογούμενους
Συμπερασματικά και εφόσον οι όροι διατηρηθούν ως έχουν, εκτός από την Alpha Bank, οι ελληνικές τράπεζες κινδυνεύουν με κρατικοποίηση, ενώ παράλληλα, επιβαρύνουν τους Έλληνες φορολογούμενους, αλλά και το δημόσιο χρέος (κατά περίπου 5% του ΑΕΠ). Σύμφωνα με το Μνημόνιο που υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 2012, από τα 50 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν τα συνολικά κεφάλαια του Δημοσίου για την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εκτιμά ότι θα λάβει πίσω τα περίπου 16 δισ. ευρώ. αυτό σημαίνει, απώλεια ύψους 34 δισ. ευρώ. Όσον αφορά την Alpha Bank, μετά τη συγχώνευσή της με την Εμπορική, θα έχει καλύψει το Core Tier I 6% που απαιτείται από τις αρχές και θα χρειαστεί μόνο έκδοση μετατρέψιμων ομολογιακών δανείων. Ωστόσο, σύμφωνα με πηγές, η διοίκηση της Alpha Bank συζητά το ενδεχόμενο να προβεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους από 200 - 400 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να έχει επιπλέον «μαξιλάρι». Στα θέματα της γενικής συνέλευσης που θα συγκληθεί στις 3 Δεκεμβρίου περιλαμβάνεται και η έγκριση εξουσιοδότησης για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου