8/9/2013
Η πρώτη χώρα που παρασύρθηκε από τη δίνη της χρεοκοπίας της Lehman Brothers το 2008, αναπτύσσεται σήμερα με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς. Τι πέτυχε, πού απέτυχε και τι μας διδάσκει η πορεία της προς την ανάκαμψη;
Οικονομία που βγαίνει από τον πάγο
Τον περασμένο Ιανουάριο, το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου (EFTA) στο Λουξεμβούργο, έλαβε μία ιστορική απόφαση. Έκρινε ότι η Ισλανδία δεν χρωστούσε καμία αποζημίωση στη Βρετανία και την Ολλανδία για την υπόθεση των 350.000 Βρετανών και Ολλανδών καταθετών της ισλανδικής τράπεζας Icecave, οι απώλειες των οποίων από την κατάρρευση της τράπεζας είχαν καλυφθεί από τη βρετανική και την ολλανδική κυβέρνηση. Το επιχείρημα του δικαστηρίου ήταν ότι το μέγεθος της τραπεζικής της κρίσης απάλλασσε τη χώρα από την υποχρέωση να αποζημιώσει όλους τους καταθέτες και από την υποχρέωση μη διάκρισης μεταξύ Ισλανδών και αλλοδαπών καταθετών.
Στο πλαίσιο της στρατηγικής διεθνοποίησης της, η Icecave, θυγατρική της Landsbank, μίας από τις τρεις μεγάλες ισλανδικές τράπεζες που πτώχευσαν με πάταγο το 2008, είχε ανοίξει υποκαταστήματα στη Βρετανία και την Ολλανδία. Όλα αυτά έγιναν με μηδαμινή εποπτεία από τις Αρχές αυτών των χωρών, που καθησυχάστηκαν εξ αιτίας της -θεωρητικής όπως αποδείχτηκε- κάλυψης της Icecave από το ταμείο εγγύησης καταθέσεων.
Όταν ο χρηματοοικονομκός τυφώνας χτύπησε τη χώρα, το καλυβάκι του ταμείου εγγύησης καταθέσεων δεν άντεξε στους ανέμους. Κατάφερε να αποζημιώσει μόνο τους Ισλανδούς καταθέτες της Icecave και άφησε τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς κατόχους λογαριασμών να τα βρουν με τις δικές τους κυβερνήσεις. Αντιδρώντας κάπως υπερβολικά, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν, έκανε χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας για να παγώσει τα περιουσιακά στοιχεία της ισλανδικής τράπεζας στη Βρετανία και απαίτησε επανορθώσεις από την κυβέρνηση στο Ρέικγιαβικ.
Οι Ισλανδοί το πήραν προσωπικά. Στο φετινό Νταβός ο πρόεδρος της χώρας Όλαφουρ Ράγκναρ Γκρίμσον είπε ότι τον Μπράουν ''θα τον θυμούνται για πολλούς αιώνες στην Ισλανδία, πολύ αφού θα έχει ξεχαστεί στη Βρετανία''. Δύο χρόνια νωρίτερα, τον Απρίλιο του 2011, σε δημοψήφισμα που είχε προκηρύξει, το 59.7% των Ισλανδών απέρριψε τις απαιτήσεις των αλλοδαπών καταθετών.
Σοκ άνευ προηγουμένου
Ο Ασγκέιρ Τζόνσον παρακολούθησε από προνομιακή θέση την ''αυτοπυρπόληση'' της πατρίδας του. Ο 42χρονος σήμερα επίκουρος καθηγητής Τραπεζικής στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας, ως επικεφαλής οικονομολόγος της Kaupting Bank την περασμένη δεκαετία, βίωσε εκ των έσω τη ραγδαία μεταμόρφωση της πατρίδας του σε μία ''χώρα-hedge fund'', όπως του είχε αξιομνημόνευτα χαρακτηρίσει αξιωματούχος του ΔΝΤ μιλώντας στον συγγραφέα Μάικλ Λιούις, και την αστραπιαία συντριβή της.
''Νόμιζα ότι με τη διεθνοποίηση τους οι τράπεζες θα διαχειρίζονταν καλύτερα το ρίσκο και θα ήταν πιο ασφαλείς. Όπως αποδείχθηκε, αυτό ήταν ανοησία'', δηλώνει ο Τζόνσον, συγγραφέας του βιβλίου ''Why Iceland'', που ανιχνεύει τα αίτια της κρίσης. Η Ισλανδία, ο πληθυσμός της οποίας είναι αντίστοιχος του Δήμου Θεσσαλονίκης, ήταν το πρώτο κράτος που παρασύρθηκε από τη δίνη που γέννησε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, το Σεπτέμβριο του 2008. Η κρίση της ήταν διαφορετική από αυτήν που αντιμετώπισαν τόσο οι ΗΠΑ και η Βρετανία, όσο και οι χώρες των μνημονίων. Χωρίς ευρωπαϊκή κηδεμονία, και ειδικότερα, χωρίς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κρατάει όρθιο τον τραπεζικό κλάδο, οι Ισλανδοί υπέστησαν ένα σοκ άνευ προηγουμένου για αναπτυγμένη οικονομία: το εγχώριο νόμισμα (η ισλανδική κορώνα), έχασε το 880% της αξίας του, το χρηματιστήριο 90%, η ανεργία έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα και όλες οι μεγάλες τράπεζες πτώχευσαν.
Τραπεζική κάθαρση
''Ευτυχώς που αφέθηκαν να χρεοκοπήσουν οι τράπεζες'', παρατηρεί ο Τζόνσον. Όπως εξηγεί, ''αν είχαν διασωθεί, η κρίση θα είχε παραταθεί όπως συμβαίνει τώρα στην ευρωζώνη''. Σε αντιδιαστολή, πέντε χρόνια μετά το σοβαρό καρδιακό της επεισόδιο, η ισλανδική οικονομία μοιάζει να έχει συνέλθει. Το ισλανδικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1.6% το 2012, για το 2013 προβλέπεται ανάπτυξη 1.7%, που θα φτάσει στο 2.8% ετησίως για την πενταετία 2014-18. Η ανεργία που το 2009 ξεπέρασε το 9%, έχει μειωθεί στο 6.8% (ποσοστό ωστόσο που παραμένει πολύ υψηλότερο από το 0.8% του 2007). Τα δάνεια από το ΔΝΤ ξεπληρώθηκαν πριν από την ώρα τους, η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας έχει ξεφύγει εδώ και σχεδόν δύο χρόνια από τη χωματερή του junk και οι διεθνείς αγορές ενδιαφέρονται ξανά για ισλανδικά ομόλογα.
Πολλοί διεθνείς αναλυτές έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην ταχεία ανάκαμψη της Ισλανδίας μετά το σοκ του 2008, αναδεικνύοντας την αντίδραση της χώρας ως παράδειγμα που θα έπρεπε ν ακολουθήσουν και οι Ευρωπαίοι. Το θέμα στο οποίο επικεντρώνονται είναι η κάθαρση μέσω ρευστοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που επέτρεψε την αναδιοργάνωση της οικονομίας χωρίς τα βάρη του αμαρτωλού παρελθόντος.Αλλά οι Ισλανδοί φάνηκαν επίσης πρωτοπόροι στη βοήθεια που προσέφεραν στους δανειολήπτες, διαγράφοντας χρέη που ξεπερνούσαν το 110% της αξίας υποθηκευμένων ακινήτων, παρέχοντας στήριξη στην αποπληρωμή τόκων με εισοδηματικά κριτήρια και ακυρώνοντας δάνεια σε ξένα νομίσματα (με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου), λόγω της κατάρρευσης της αξίας της κορώνας.
Η νομισματική κρίση επιμένει
Παρ' όλα αυτά, η ιδέα ότι η μικροσκοπική Ισλανδία θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για οικονομίες -ιδιαίτερα τις πιο μεγάλες- της ευρωζώνης δεν πείθει. Κατ' αρχάς, η ρευστοποίηση του τραπεζικού κλάδου ήταν δυνατή γιατί οι οι τράπεζες της, παρ' όλη την ιλιγγιώδη επέκταση τους τα προηγούμενα χρόνια, δεν ήταν συστημικά σημαντικές σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η εικόνα μίας χώρας που απελευθερωμένη από τον ιό της σύγχρονης τραπεζικής και του άκρατου καταναλωτισμού, έχει επανέλθει σε μία υγιή, βιώσιμη ευημερία βασισμένη στην αλιεία και στις παραδοσιακές αξίες, δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.
Όπως βλέπει τα πράγματα ο Τζόνσον, ''το 2006 είχαμε παράλληλα μία τραπεζική και και μία νομισματική κρίση. Η νομισματική κρίση δεν έχει ακόμα επιλυθεί''. Η ισλανδική κορώνα παραμένει βαθιά υποτιμημένη -κατά 50% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2007- και η οικονομική ζωή εξακολουθεί να επιβαρύνεται από τους κεφαλαιακούς ελέγχους που επιβλήθηκαν στον άμεσο απόηχο της κρίσης.
Οι έλεγχοι στις κεφαλαιακές ροές, στους οποίους είχε επιμείνει το ΔΝΤ ώστε να αποτραπεί μία μαζική φυγή κεφαλαίων που θα αποτελείωνε την κορώνα, σημαίνουν ότι εταιρείες που θέλουν να επενδύσουν στο εξωτερικό, χρειάζονται την άδεια της κεντρικής τράπεζας, η οποία σπάνια δίνεται. Πολίτες που θέλουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό πρέπει να παίρνουν την έγκριση της κεντρικής τράπεζας για να αποκτήσουν πρόσβαση σε ξένο συνάλλαγμα. Πολίτες που θέλουν να μεταναστεύσουν εγκλωβίζονται από τη δυσκολία μεταβίβασης των περιουσιακών τους στοιχείων στον προορισμό τους.
Τον περασμένο Μάιο, ο νέος πρωθυπουργός Σίγκμουντουρ Ντέιβιντ Γκούνλαουγκσον δήλωσε ότι πρέπει να απαλειφθούν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι το συντομότερο δυνατό. Όπως όμως παραδέχεται ο Τζόνσον, ''το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο. Λόγω της υποτίμησης της κορώνας αλλά και του τεράστιου όγκου του τραπεζικού κλάδου προ κρίσης, θα κοστίζει πολύ να εξαγοραστούν με βάση την επίσημη ισοτιμία όλοι αυτοί οι carry traders και οι ξένοι επενδυτές τραπεζών''.
Η ίδια η εκλογή της νέας κυβέρνησης, που αποτελείται από τα παλαιά κόμματα εξουσίας που οδήγησαν την Ισλανδία στην καταστροφή, αναδεικνύει τα όρια του αφηγήματος της επιτυχημένης διαφορετικής συνταγής. Ένας από τους βασικούς λόγους που η αριστερή κυβέρνηση της Γιοχάνα Σιγκουρνταρντότιρ κατατροπώθηκε στις κάλπες ήταν η επιβράδυνση της οικονομίας τον περασμένο χειμώνα, εξ αιτίας της οποίας, κατά τον Τζόνσον, ''φούντωσε η οργή της μεσαίας τάξης, της οποίας τα εισοδήματα ακόμα δεν έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα''.
Από τα γκέιζερ της ρευστότητας στην εποχή των παγετώνων
Η φρενήρης κούρσα της Ισλνδίας προς τον γκρεμό, είχε καύσιμο ένα τραπεζικό κλάδο που αναπτύχθηκε επιθετικά, φτάνοντας σε μεγέθη πολύ πέρα από τις δυνατότητες του ισλανδικού κράτους να τον διασώσει. Από την απελευθέρωση τους το 2002 έως το 2007, οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες, η Landsbanki, η Glitnir και η Kaupthing, κατέληξαν να έχουν ενεργητικό δεκαπλάσιο από το ΑΕΠ της χώρας. Η βασική λογική ανθρώπων με προφανή άγνοια κινδύνου, ήταν να αγοράζουν όσο περισσότερα περιουσιακά στοιχεία μπορούσαν με όσο το δυνατόν λιγότερα από τα δικά τους χρήματα (δηλαδή με μεγιστοποίηση της μόχλευσης). Όπως σημειώνει ο Μάικλ Λιούις στο ήδη κλασικό του άρθρο ''Wall Street on the tundra'', Vanity Fair Απρίλιος 2009), εν μέρει χάρη στον ανεξέλεγκτο δανεισμό, κόμη και για αγοροπωλησίες μετοχών, η αξία του χρηματιστηρίου εννιαπλασιάστηκε και οι τιμές των ακινήτων τριπλασιάστηκαν. Η περιουσία του μέσου ισλανδικού νοικοκυριού αυξήθηκε τρεις φορές από το 2002 έως το 2006. Όπως εξηγεί ο Αμερικανός συγγραφέας, όλος αυτός ο ορμητικός χείμαρρος συνδεόταν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, με τη ''χρηματοοικονομικοποίηση'' της ισλανδικής οικονομίας. Όταν πάγωσε η διατραπεζική αγορά μετά τη Lehman, κάθε μία από τις τρεις μεγάλες τράπεζες της χώρας των πάγων ήταν υπερβολικά μεγάλη για να διασωθεί. Συνολικά, οι ζημιές τους έφταναν τα 100 δις δολάρια.
Πηγή: Ένθετο της εφημερίδας ''Καθημερινή''
Σχετική δημοσίευση εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου