28/10/2014
Του Gavyn Davies
Η κάμψη δεν ήρθε απότομα μετά τη χρηματοοικονομική κρίση. Τα νέα εργαλεία δείχνουν πως το G7 επιβραδύνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1970. Πώς επηρεάζουν ο πληθωρισμός, η μείωση της αύξησης του πληθυσμού και η παραγωγικότητα.
Τα χρόνια μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-09, οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία αποδείχθηκαν κατ΄ επανάληψη πολύ υψηλές. Αυτή η τάση ήταν ιδιαίτερα έντονη στις μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες, όπου σταδιακά έγινε αντιληπτό πως η μακροπρόθεσμη τάση για τη δυναμική ανάπτυξης θα πρέπει να αναθεωρηθεί πτωτικά.
Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι προσδοκίες ανάπτυξης επίσης αποδείχθηκαν επίμονα υψηλές, με αποτέλεσμα η προσοχή να επικεντρώνεται στη συζήτηση περί «χρόνιας στασιμότητας».
Τρεις συνάδελφοί μου στο Fulcrum εξέτασαν τη συμπεριφορά της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης του ΑΕΠ στις προηγμένες οικονομίες, χρησιμοποιώντας μοντέλα δυναμικής ανάλυσης (dynamic factor models) για να εξάγουν εκτιμήσεις πραγματικού χρόνου ως προς τη μακροπρόθεσμη πορεία του ΑΕΠ. Τα αποτελέσματα δείχνουν επίμονη επιβράδυνση στο ρυθμό ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1970 κι όχι μόνο από το 2008. Αυτό ισχύει περισσότερο για την G7 ως σύνολο παρά για το κάθε κράτος ξεχωριστά, όπου υπάρχουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου.
Κατά μέσο όρο στην G7, η επιβράδυνση μπορεί να εντοπιστεί επίσης στην τάση περιορισμού της αύξησης του πληθυσμού και (ειδικότερα) στην επιβράδυνση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Οι δύο αυτοί παράγοντες, από κοινού οδηγούν στη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά το ήμισυ. Ενώ λοιπόν ξεπερνούσε το 4% τη δεκαετία του 1970, τώρα περιορίζεται στο 2%.
Φαίνεται πως ήδη υπάρχει κάποια μορφή χρόνιας στασιμότητας. Αυτό ενδεχομένως να εξηγεί εν μέρει γιατί κατά την τελευταία 5ετία, υπάρχει μια προκατάληψη και οι προβλέψεις για το πραγματικό ΑΕΠ της G7 αναθεωρούνται ανοδικά.
Τα μοντέλα δυναμικών παραγόντων σε αυτή την περίσταση είναι καινοτόμα επειδή επιτρέπουν την αλλαγή του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης σε κάθε διαφορετική περίοδο, αντί να θεωρείται ότι παραμένει σταθερός. Αυτά τα μοντέλα θα πρέπει να ενισχύσουν τις μεθόδους άμεσης πρόβλεψης σε περίπτωση μελλοντικών αλλαγών της τάσης στην ανάπτυξη του ΑΕΠ. Θα επιτρέψουν επίσης στους οικονομολόγους να εντοπίσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του ΑΕΠ σε πιο επίκαιρη βάση από ότι μπορούσαν μέχρι σήμερα κι αυτό θα είναι χρήσιμο τόσο για τους επενδυτές, όσο και για τους αξιωματούχους.
Ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης, στην έκθεση του Fulcrum ορίζεται ως συνιστώσα τάση του ρυθμού ανάπτυξης. Οι οικονομικοί κύκλοι θα κυμαίνονται γύρω από αυτό το ποσοστό. Και αυτή η συνιστώσα όμως, μπορεί να αλλάξει με τον χρόνο.
Όπως έγραψαν πρόσφατα οι Lawrence Summers και Lant Pritchett: «Το μοναδικό πιο ισχυρό και εντυπωσιακό στοιχείο αναφορικά με τους διακρατικούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι η υποτροπή προς το μέσο όρο. Με το χρόνο, υπάρχει ελάχιστη διατήρηση του εγχώριου ρυθμού ανάπτυξης και κατά συνέπεια, η τρέχουσα ανάπτυξη έχει ελάχιστη αξία πρόβλεψης για τη μελλοντική ανάπτυξη».
Η υποτροπή προς το μέσο όρο που εντόπισαν οι Summers/Pritchett είναι η επιστροφή στον παγκόσμιο μέσο όρο του ρυθμού ανάπτυξης. Και αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης όμως, μπορεί να αλλάξει. Η εκτίμηση ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης είναι μία από τις μεγάλες οικονομικές σταθερές των προηγμένων οικονομιών είναι απλώς λανθασμένη.
Οι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι αρκετά σταθερός στις προηγμένες οικονομίες επειδή η παραγωγικότητα των εργαζομένων τείνει να αυξάνεται κοντά στο 2% ετησίως για χώρες που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας και επειδή η ανάπτυξη του πληθυσμού θα είναι σταθερή για μεγάλες χρονικές περιόδους. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, πριν το 2000 η εκτίμηση για το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης ήταν περίπου στο 3,25%, με πολλές προηγούμενες μελέτες να δείχνουν πολλά πτωτικά πλήγματα στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας από το 1973.
Από αυτά τα στοιχεία όμως, δεν προκύπτει ένας σταθερός μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης. Στις ΗΠΑ, φαίνεται πως υπήρξαν δύο πρόσφατες υποχωρήσεις στους δείκτες για το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, την περίοδο 2005-06 και 2010-11. Από κοινού οδήγησαν σε υποχώρηση του μακροπρόθεσμου δείκτη ανάπτυξης κατά μία ποσοστιαία μονάδα, στο 2,25%.
Σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, η υποχώρηση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν και έλαβε χώρα σε άλλη χρονική περίοδο. Η σταθερή υποχώρηση που χαρακτηρίζει το ρυθμό ανάπτυξης της G7 αποτελεί έκπληξη καθώς οι οικονομολόγοι έχουν συνηθίσει να θεωρούν ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης είναι σε γενικές γραμμές σταθερός, με παροδικές αλλαγές λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων. Αντιθέτως, καθώς οι διαφορές μεταξύ των χωρών ακυρώνονται, η επιδείνωση του ρυθμού ανάπτυξης μοιάζει περισσότερο με αδυσώπητη τάση.
Όπως έχει ήδη σημειωθεί, η υποχώρηση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης της G7 μπορεί να χωριστεί σε δύο αιτίες. Πρώτον, υπήρχε συνεχής επιβράδυνση στην αύξηση του πληθυσμού. Για τη G7, ο ρυθμός αυτός υποχώρησε από 0,7% τη δεκαετία του 1980 στο 0,3% τώρα και θα μειωθεί περαιτέρω τις επόμενες δεκαετίες. Σε Γερμανία και Ιαπωνία ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού βυθίστηκε σε αρνητικό έδαφος.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιβράδυνση της παραγωγικότητας. Παρατηρούμε δύο φάσεις σε αυτή την επιβράδυνση. Στη δεκαετία του 1970, η υποχώρηση είναι ιδιαίτερα εμφανής σε Ιαπωνία και Ευρώπη. Κατά τη δεκαετία του 2000 ωστόσο, είναι εμφανής παντού.
Σε γενικές γραμμές, η ανάπτυξη της παραγωγικότητας στη G7, υποχώρησε από περίπου 4% στο 2,5% κατά τη δεκαετία του 1970 και στη συνέχεια φαίνεται πως υποχώρησε περίπου στο 1% στις αρχές του 2000, πριν την χρηματοοικονομική κρίση. Η επιβράδυνση της τεχνικής προόδου είναι η αιτία που δίνεται συχνά για αυτή την σταδιακή επιβράδυνση της παραγωγικότητας.
Συμπέρασμα
Η επιβράδυνση στο μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης των βιομηχανικά προηγμένων οικονομιών φαίνεται πως αποτελεί πλέον πραγματικότητα της ζωής και όχι ένα προσωρινό αποτέλεσμα της χρηματοοικονομικής κρίσης που θα εξαφανιστεί με την πάροδο του χρόνου. Ο πραγματικός δρόμος για το ΑΕΠ όμως, βρίσκεται ακόμη χαμηλότερα και από τη διαδρομή που έχει χαραχθεί μετά την ύφεση του 2009.
Πρόκειται για «χρόνια στασιμότητα»; Ο όρος ερμηνεύεται διαφορετικά από τις διάφορες σχολές οικονομικών. Ορισμένοι πιστεύουν πως οι απογοητεύσεις που καταγράφηκαν στην ανάπτυξη από το 2009 οφείλονται κυρίως στην επίμονα χαμηλή ζήτηση λόγω των προβλημάτων στους ισολογισμούς που δημιουργήθηκαν με τη Μεγάλη Ύφεση, ενώ άλλοι κάνουν λόγο για επιβράδυνση στη δυναμική προσφοράς για μεγάλη χρονική περίοδο.
Η έκθεση Fulcrum δεν επιχειρεί να διευθετήσει αυτή τη διαμάχη. Ωστόσο, εάν υποθέσουμε ότι το 2007 η ανάπτυξη της G7 ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνη με την τάση και πως έκτοτε ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης είναι περίπου στο 2%, τότε τα τρέχοντα επίπεδα του ΑΕΠ είναι κατά περίπου 8% χαμηλότερα από το μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Αυτή είναι μία ένδειξη του πόσο μεγάλη ζημιά μένει να αποκατασταθεί μέσα από τη βελτίωση της ζήτησης και της προσφοράς στο μέλλον.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου