12/4/2008
Προχθές, Τετάρτη 9 Απριλίου, συμπληρώθηκαν 55 χρόνια από την υποτίμηση της δραχμής, που έγινε στις 9 Απριλίου του 1953 από τον τότε υπουργό Συντονισμού στην κυβέρνηση Παπάγου, τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Στα εννέα πολύπαθα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τη γερμανική κατοχή, το εθνικό μας νόμισμα παρακολουθώντας τις πολιτικές και οικονομικές περιπέτειες της χώρας είχε υποτιμηθεί επτά φορές, χωρίς, όμως, ούτε η οικονομία να εξυγιανθεί ούτε η δραχμή να γίνει αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Τη μίζερη αυτή κατάσταση ανέτρεψε ο Σπύρος Μαρκεζίνης με δύο αποφασιστικά και τολμηρά μέτρα. Την υποτίμηση της δραχμής, η ισοτιμία της οποίας προς το δολάριο από 15.000 πήγε στις 30.000 (ακολούθησε σε λίγο η περικοπή των τριών μηδενικών) και την απελευθέρωση των εισαγωγών. Με τα δύο αυτά μέτρα η ελληνική οικονομία εισήλθε σε μια νέα εποχή εξυγίανσης, ισορροπίας και ανάπτυξης. Ολα τα οικονομικά μεγέθη αρχίζοντας από τον προϋπολογισμό και το ισοζύγιο και φτάνοντας στον πληθωρισμό και τον ρυθμό ανάπτυξης βελτιώθηκαν θεαματικά και ταυτόχρονα άρχισαν να γίνονται επενδύσεις από τους επιχειρηματίες, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ξένα κεφάλαια. Η μαύρη αγορά και οι ελλείψεις ειδών στην αγορά εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας.
Προετοιμασία
Χωρίς να μειώσουμε έστω και κατ’ ελάχιστον την αξία των ρωμαλέων αποφάσεων του Σπύρου Μαρκεζίνη, πρέπει να θυμηθούμε όσα είχα γράψει τον Νοέμβριο στην αφήγησή μου για τον Γεώργιο Καρτάλη. Είχα σημειώσει τότε ότι η αντιπληθωριστική πολιτική που με συνέπεια και με αναδοχή του υψηλού πολιτικού κόστους εφάρμοσε σαν υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα, ο Γεώργιος Καρτάλης, ήταν αυτή που προετοίμασε και εξασφάλισε την επιτυχία της υποτίμησης του Μαρκεζίνη. Διότι, είναι προφανές ότι εάν δεν είχαν μειωθεί τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο πληρωμών και ο πληθωρισμός, η υποτίμηση θα ήταν πήδημα στο κενό.
Όταν το 1993 έγραψα ένα άρθρο επαινετικό για την υποτίμηση του 1953, ο Σπύρος Μαρκεζίνης μού τηλεφώνησε να με ευχαριστήσει. Πήγα τότε στο σπίτι του (Ησιόδου 24, στον τρίτο όροφο), και συζητήσαμε αρκετή ώρα για τα παλιά. Ξαναπήγα αρκετές φορές, γιατί ο Μαρκεζίνης δεν ήταν μόνο ένας θυελλώδης πολιτικός αλλά και ένας ιστορικός, που με τις διηγήσεις του σε αιχμαλώτιζε. Μου αναγνώρισε ευθύς εξαρχής τη συμβολή του Καρτάλη, μου προσέθεσε όμως ότι όταν σαν υπουργός Συντονισμού πλέον πήγε για να ενημερωθεί για όσα παρελάμβανε ο Καρτάλης του παρέδωσε το απόρρητο παράρτημα της Εκθέσεως Βαρβαρέσου, το οποίο συνιστούσε την υποτίμηση, αλλά του είπε ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε αναγκαία την υποτίμηση και πρότεινε τη συνέχιση της δικής του αντιπληθωριστικής πολιτικής. Η ουσία, πάντως, είναι ότι με το καθεστώς ισορροπίας που δημιούργησε η υποτίμηση του Μαρκεζίνη η ελληνική οικονομία επορεύθη επιτυχώς επί τριάντα συναπτά έτη (!), αφού η επόμενη υποτίμηση έγινε το 1983 από τον Γεράσιμο Αρσένη.
Το πολιτικό παρασκήνιο αυτών των σημαντικών οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν το 1953 είναι εντυπωσιακό και αξίζει να το θυμίσουμε στους αναγνώστες. Οπως έχει γράψει ο Μαρκεζίνης (στον τρίτο τόμο της Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας της Ελλάδος, σελ. 11): «Οι αποκλειστικώς ενήμεροι της νομισματικής πολιτικής, η οποία επρόκειτο να ακολουθηθεί ήταν ο Θάνος Καψάλης (υπουργός αναπληρωτής Συντονισμού), ο Γ. Μαντζαβίνος, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο πρέσβης των ΗΠΑ Τσαρλς Γιοστ (Charles Yost) και ο Αμερικανός εκπρόσωπος στη Νομισματική Επιτροπή Al Costanzo. Με τον τελευταίο είχε προηγηθεί επεισόδιο: προήδρευα κατά τα ειθισμένα, σε μια των πρώτων συνεδριάσεων της Νομισματικής Επιτροπής, όταν ο Costanzo διεφώνησε και άσκησε βέτο. “Κρατήστε τη γνώμη σας διά τον εαυτόν σας, είπα σε έντονο ύφος. Του λοιπού δεν θα με ξαναδείτε. Θα προεδρεύει ο υπουργός των Οικονομικών”. Ο Costanzo, συνηθισμένος να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, θα αιφνιδιαστεί, αλλά στους επόμενους μήνες που θα ακολουθήσουν θα αντιληφθεί ότι άλλος έπρεπε να είναι ο ρόλος του και θα καταστεί έκτοτε εξαιρετικά συνεργάσιμος». Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης θα θυμηθεί το 1989, ενώπιον της Βουλής, το επεισόδιο Costanzo για να παρατηρήσει ότι όταν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι «δεν έκαναν πάντα ό,τι ήθελαν οι Αμερικανοί».
Κακά τα ψέματα όμως. Από το 1944 μέχρι και το 1955 που πρωθυπουργός έγινε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η ελληνική οικονομία βάδισε με διασκελισμό στη λεωφόρο της ανάπτυξης, οι Αγγλοι στην αρχή και οι Αμερικανοί από το 1947 είχαν βέτο στην οικονομική πολιτική που ασκούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στη Νομισματική Επιτροπή, που ήταν το ανώτατο όργανο χάραξης και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, μετείχαν με δικαίωμα βέτο, ο Αγγλος Gregory και ο Αμερικανός Costanzo. Είχαν λόγο για όλα, για τα επιτόκια, τους μισθούς, τη νομισματική κυκλοφορία, τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας και του εμπορίου, τις εισαγωγές και εξαγωγές. Ενα καθεστώς υποτέλειας, δηλαδή, που φυσικά ήταν κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου και στηριζόταν στο γεγονός ότι ο προϋπολογισμός ισοσκελιζόταν χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Επεισόδιο
Πάντως, για τον καθοριστικό ρόλο του Costanzo στα οικονομικά πράγματα της χώρας, μου μιλούσε πολλές φορές ο Μαρκεζίνης, στις επισκέψεις μου στο σπίτι του, και μάλιστα μου έλεγε ότι μετά το επεισόδιο που ανέφερε οι σχέσεις τους όχι απλώς έγιναν φιλικές, αλλά τόσο στενές, ώστε οι δυο τους μαζί με τον εκδότη του «Βήματος» και των «Νέων», τον Δημήτρη Λαμπράκη, να αποτελούν ένα είδος άτυπου διευθυντηρίου, που κυβερνούσε τη χώρα. Θυμάμαι ότι με μια δόση φιλαυτίας ο Μαρκεζίνης μου έλεγε: «Συναντιόμασταν οι τρεις, δύο φορές τουλάχιστον την εβδομάδα, και συζητούσαμε περί του πρακτέου, για όλα τα μεγάλα θέματα. Εγώ ανελάμβανα να ενημερώσω τη Φρειδερίκη και εφ’ όσον εξασφαλίζετο και η έγκρισή της προχωρούσαμε, διότι ο Παπάγος εκείνη την περίοδο απεδέχετο όλες μου τις εισηγήσεις». Ισως αυτά να μοιάζουν τώρα λίγο μυθιστορηματικά, αλλά αυτή ήταν η Ελλάδα της εποχής με τους τρεις πόλους της εξουσίας, ανάκτορα, Αμερικανοί και ο Στρατός, τον οποίο σαν πρωθυπουργός εκπροσωπούσε ο στρατάρχης Παπάγος. Βέβαια, υπήρχε και έτερος ισχυρός εκδότης την εποχή εκείνη, ο Γεώργιος Βλάχος, όμως ο εξ απορρήτων της εξουσίας, από το 1947 με την πρωθυπουργία Σοφούλη παρέμενε ο κεντρώος Δημήτρης Λαμπράκης και όχι ο δεξιός Γεώργιος Βλάχος.
Οπως γράφει ο Μαρκεζίνης: «Την αναπροσαρμογή την ανήγγειλα ο ίδιος διά του Ραδιοφώνου από το σπίτι μου, το βράδυ της 9ης Απριλίου 1953. Μέχρι το πρωί της ημέρας εκείνης, ουδείς πλην του Παπάγου εγνώριζε το παραμικρό... Κατά την αναγγελίαν της αναπροσαρμογής εκείνης, εχρησιμοποιήθη τόνος πανηγυρικός, ενώ στην πραγματικότητα το νόμισμα έχανε αξία. Εκρινα ότι δεν υπήρχε λόγος να μελαγχολήσει η κοινή γνώμη, αντιθέτως έπρεπε να δει με αισιοδοξία το μέλλον.
»Την επομένη εζήτησε να με δει ο βασιλεύς. Διεμαρτυρήθη, διότι δεν τον είχα ενημερώσει προηγουμένως επί ενός τόσο σημαντικού οικονομικού μέτρου. Πράγματι είχα αποφύγει να το πράξω, διότι δεν εμπιστευόμουν το ανακτορικό περιβάλλον. “Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνετε σε εκείνον”, απάντησα. Ο Παπάγος στον οποίο μετέφερα τον διάλογο, έδειξε ευχαριστημένος από την απάντηση. Ο βασιλεύς όμως απέφυγε να τον καλέσει».
Η επιτυχία της αναπροσαρμογής εξηρτάτο φυσικά από την συγκράτηση των τιμών, αφού ως γνωστόν υποτίμηση σημαίνει αυξήσεις σε όλα τα εισαγόμενα. Ο Μαρκεζίνης είχε θέσει ως στόχο η άνοδος του τιμαρίθμου να συγκρατηθεί κάτω του 17%, για να αποτραπούν και οι λαϊκές αντιδράσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ακόμη και η ΓΣΕΕ του Φώτη Μακρή που ήταν διορισμένος από το Λαϊκό Κόμμα κήρυξε 48ωρη απεργία, παρότι οι απεργίες απηγορεύοντο από το Σύνταγμα του 1952. Στο Μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, ο υπουργός Εσωτερικών Παυσανίας Λυκουρέζος, απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό ετόνισε ότι έπρεπε να ληφθούν τα αναγκαία αστυνομικά μέτρα, διότι το κύρος του Στρατάρχου εκινδύνευε να κλονισθεί. Οπως γράφει ο Μαρκεζίνης «εζήτησα να μη ληφθεί κανένα μέτρο κατά της απεργίας, έστω και αν αυτό επεβάλετο από το Σύνταγμα. Ο Παπάγος εδίσταζε. Ας αναβληθεί, είπα, για δύο ημέρες η λήψη μέτρων. Είμαι βέβαιος ότι η απεργία στερείται ηθικής βάσεως και θα εκφυλισθεί. Εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνώ με τη λήψη αστυνομικών μέτρων. Αν διαψευσθώ, θα παραιτηθώ και ας αναλάβει η κυβέρνηση την ευθύνη».
Η λήθη
Και δεν διεψεύσθη καθώς τη δεύτερη ημέρα η απεργία εκφυλίσθηκε. Πάντως η σθεναρή αυτή αντίδραση του Μαρκεζίνη στα αστυνομικά μέτρα ήταν σύμφωνη με την όλη φιλοσοφία της πολιτικής του που στηρίζετο στη λεγόμενη Λήθη, δηλαδή το ξεπέρασμα των τραυμάτων του εμφυλίου πολέμου. Την πολιτική της λήθης την είχε αποδεχθεί και ο Παπάγος αλλά το περιβάλλον του και τα Ανάκτορα την ακύρωναν σε κάθε ευκαιρία.
O Μαρκεζίνης πάντως κέρδισε τη μάχη κατά του πληθωρισμού αφού τον κράτησε στο 15,1% την πρώτη χρονιά, για να κατέβει στο 5,8% τη δεύτερη, στο 3,6% την τρίτη και να ακολουθήσει στη συνέχεια περίοδος νομισματικής σταθερότητος με μέσο πληθωρισμό στην περίοδο ’56-’63 μόλις 1,7%! Το «θαύμα» αυτό επετεύχθη με το δεύτερο θαρραλέο μέτρο του Μαρκεζίνη, την απελευθέρωση των εισαγωγών, η οποία πλημμύρισε την αγορά με πλήθος αγαθών και ανέστησε τον ανταγωνισμό. Μέχρι τότε οι εισαγωγές πραγματοποιούντο με άδειες για ορισμένη ποσότητα που χορηγούσε το υπουργείο Εμπορίου ή μάλλον ο Γουάτσον που ήταν ο Αμερικανός σύμβουλος. Εισηγητής του μέτρου της απελευθέρωσης ήταν ο Θάνος Καψάλης, υπουργός Εμπορίου τότε και στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη.
Αυτή με λίγα λόγια ήταν η ιστορία μιας υποτίμησης της δραχμής που απεδείχθη η πιο επιτυχημένη και με διεθνή ακόμη μέτρα!
Πηγή
Η υποτίμηση της Δραχμής του 1953
Από τα τέλη του 1952 τη χώρα κυβερνούσε ο δεξιός «Δημοκρατικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου (αρχηγού του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου), o οποίος είχε επιτύχει μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου, λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.
Ηγετική προσωπικότητα της νέας κυβέρνησης ήταν ο Υπουργός Συντονισμού, Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος είχε υπό την εποπτεία του όλα τα παραγωγικά υπουργεία. Ήταν κάτι παρά πάνω από «τσάρος» της οικονομίας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Την αντιπολίτευση αποτελούσαν τα δύο κεντρώα κόμματα της ΕΠΕΚ και των Φιλελευθέρων. Η Αριστερά, λόγω του πλειοψηφικού, δεν εκπροσωπείτο στη Βουλή.
Στις αρχές του 1953, με νωπές τις πληγές από τον Εμφύλιο, η ελληνική οικονομία είχε ολοκληρώσει τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή της. Η παραγωγή και η κατανάλωση είχαν υπερβεί το προπολεμικά επίπεδα, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η πρόοδος στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το βιοτικό επίπεδο ήταν ακόμη πάρα πολύ χαμηλό.
Παρότι το εθνικό μας νόμισμα είχε υποτιμηθεί επτά φορές από τη γερμανική κατοχή, ούτε η οικονομία είχε εξυγιανθεί, ούτε η δραχμή ήταν αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Πλαστήρα (1951-1952) δια του αρμοδίου υπουργού Συντονισμού, Γεωργίου Καρτάλη, είχε εφαρμόσει μια αντιπληθωριστική πολιτική, με πολιτικό κόστος είναι αλήθεια, που συνέβαλε στη μείωση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών και του προϋπολογισμού. Αλλά αυτό δεν έφτανε, σύμφωνα με τους πιο αξιόλογους έλληνες οικονομολόγους (Βαρβαρέσος, Ζολώτας κ.ά.), που θεωρούσαν την αναπροσαρμογή της δραχμής έναντι του δολαρίου αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να αυξηθούν οι εξαγωγές, κυρίως των αγροτικών προϊόντων, και να αποκατασταθεί το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, γεγονός που θα συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Ο καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος, σ’ ένα απόσπασμα της έκθεσής του προς τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (5/1/1952), που κρατήθηκε μυστικό, σημείωνε:
«…Η αναπροσαρμογή της δραχμής εις επίπεδον το οποίον να ανταποκρίνεται προς την πραγματικήν αγοραστικήν της δύναμιν είναι συνεπώς μία εκ των απαραιτήτων προϋποθέσεων δια την βελτίωσιν των οικονομικών της χώρας και ιδία την αποκατάστασιν του ισοζυγίου των εξωτερικών πληρωμών…»
Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για να επιτύχει η αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τον Βαρβαρέσο, ήταν η εξυγίανση της οικονομίας, η κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, η καταπολέμηση του πληθωρισμού, η μείωση των κερδών των επιχειρηματιών με αύξηση της άμεσης φορολογίας κλπ. Ο ίδιος πρότεινε η ισοτιμία της δραχμής να αλλάξει από 1 δολλάριο=15.000 δραχμές, σε 1 δολλάριο=25.000 δραχμές. Ο Γεώργιος Καρτάλης, επίσης, υποστήριζε την υποτίμηση της δραχμής στη σχέση 1 δολλάριο=22.000 δραχμές.
Η αναγγελία της υποτίμησης
Στις 9 το βράδυ της 9ης Απριλίου 1953, ανήμερα των 44ων γενεθλίων του, ο Υπουργός Συντονισμού, Σπύρος Μαρκεζίνης, αιφνιδιάζει τους πάντες και ανακοινώνει από το κρατικό ραδιόφωνο (τότε ΕΙΡ, νυν ΕΡΑ) πως από εκείνη τη στιγμή η επίσημη σχέση του αμερικανικού νομίσματος και της δραχμής καθορίζεται στις 30.000 δραχμές το δολάριο, δηλαδή επιβάλλει μια γενναία υποτίμηση της τάξεως του 50%. Αναλόγως αναπροσαρμόζονται και οι τιμές σε δραχμές όλων των άλλων ξένων νομισμάτων. Αργότερα θα αφαιρεθούν τα τρία μηδενικά και η σχέση θα διαμορφωθεί στο1 δολάριο=30 δραχμές.
Βέβαια, η απόφαση για την υποτίμηση της δραχμής δεν πάρθηκε εν θερμώ από τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού ήδη από τον μήνα Μάρτιο. Το σχέδιο δουλευόταν από καιρό από τον Μαρκεζίνη και ήταν πλήρως ενημερωμένοι γι’ αυτό ο πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Παπάγος, ο Υπουργός Εμπορίου, Θάνος Καψάλης (στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη), ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γεώργιος Μαντζαβίνος, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα διά των διπλωματικών υπαλλήλων Τσαρλς Γιοστ και Αλ Κοστάντζο, καθώς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο μόνος που γνώριζε το ακριβές ποσοστό της υποτίμησης και την ακριβή ημερομηνία της ανακοίνωσής, εκτός του Μαρκεζίνη, ήταν ο πρωθυπουργός Παπάγος.
Στη ραδιοφωνική του ομιλία ο Μαρκεζίνης αιτιολόγησε την κυβερνητική απόφαση για την τόσο δραστική υποτίμηση της δραχμής: «Με αδικαιολογήτως ευθηνήν τιμήν του δολλαρίου, συμφέρουσα ήτο η εξαγωγή κεφαλαίων εις το εξωτερικόν και ο ελληνικός τουρισμός εις την αλλοδαπήν. Όταν το ελληνικό νόμισμα αποκτήση την πραγματικήν αξίαν του και καταστή ευθηνότερον, τότε συμφέρον θα είναι ο εξ αλλοδαπής τουρισμός εις την Ελλάδα και ο επαναπατρισμός ελληνικών κεφαλαίων εις την πατρίδα ή και η διευκόλυνσις προσελκύσεως γενικώς ξένου κεφαλαίου. Προσέλκυσις δε ξένου κεφαλαίου και προώθησις της πολιτικής των επενδύσεων δεν αποτελεί απλώς εν εκ των κυριοτέρων μελημάτων της κυβερνήσεως, αλλά ταυτοχρόνως και την βασικήν ελπίδα της αναγεννήσεως του τόπου». Ο Μαρκεζίνης ανακοινώνει την κατάργηση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, την απελευθέρωση των εισαγωγών και την πάταξη της κερδοσκοπίας.
Όσον αφορά την επιλογή της 9ης Απριλίου για την υποτίμηση της δραχμής, ο Μαρκεζίνης δίνει τη δική του εξήγηση: «Διεδόθη σκοπίμως ότι επελέγη η 9η Απριλίου, διότι συνέπιπτε με την ημέρα των γενεθλίων μου (9 Απριλίου 1909, δηλαδή την 99η ημέρα του έτους). Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική. Η 9η Απριλίου ήταν Μεγάλη Πέμπτη και οι επόμενες πέντε ημέρες ήταν ημέρες αργίας. Έτσι θα απεφεύγετο ενδεχομένη άμεση αντίδραση, χωρίς να χρειασθεί να κλείσει το Χρηματιστήριο, πράξη που ενείχε τους δικούς της κινδύνους».
Τα επακόλουθα της υποτίμησης
Η είδηση για τη δραστική υποτίμηση της δραχμής προκαλεί σάλο. Η αντιπολίτευση εξαπολύει μύδρους κατά της κυβέρνησης. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος δηλώνει ότι από τα μέτρα θα επωφεληθούν «οι μεγάλοι οφειλέτες παγωμένων πιστώσεων, πληρώνοντας τα χρέη τους με το ήμισυ των λιρών, τας οποίας αποθησαύρισαν κατά την μεταβατικήν περίοδον». Ο Γεώργιος Καρτάλης προβλέπει ότι ο τιμάριθμος θα ανέβει κατά 35%. Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπάγου θριαμβολογεί για τα μέτρα και ο αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι επισκέπτεται αργά τη νύχτα τον Μαρκεζίνη στο σπίτι του για να του εκφράσει την ευαρέσκειά του. Την ικανοποίησή του εκφράζει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η κυβέρνηση ξεχνά να ενημερώσει το Παλάτι για ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Ο βασιλιάς Παύλος διαμαρτύρεται στον Μαρκεζίνη, που τον επισκέπτεται την επομένη για να τον ενημερώσει και ο Υπουργός Συντονισμού, που δεν εμπιστευόταν το ανακτορικό περιβάλλον, του απαντά: «Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον Πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνεται σε κείνον».
Η πρώτη πολιτική επίπτωση από την υποτίμηση ήταν η αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το κυβερνητικό κόμμα (18 Απριλίου 1953), με το οποίο είχε εκλεγεί ως συνεργαζόμενος στην Αχαΐα. Διαφωνώντας με την υποτίμηση της δραχμής προσχώρησε στην αντιπολίτευση και τρεις ημέρες αργότερα ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, ως συναρχηγός με τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Η υποτίμηση της δραχμής θα φέρει κύμα ανατιμήσεων στην αγορά και αθρόες απολύσεις εργαζομένων στη βιομηχανία, ιδίως μετά την κατάργηση του νόμου 2222/52, που προστάτευε τους εργαζομένους από τις αυθαίρετες απολύσεις. Το περιοδικό Νέα Οικονομία»υπολογίζει ότι το κόστος ζωής στους τρεις πρώτους μήνες μετά την υποτίμηση έχει ανέβει κατά 12%, ενώ το ψωμί κατά 33%.
Οι ανατιμήσεις και απολύσεις προκαλούν δυσαρέσκεια στους εργαζομένους. Στις 28 Μαΐου εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ και των εργατικών κέντρων επισκέπτονται τον Υπουργό Εργασίας, Ελευθέριο Γονή, και του ζητούν να αναπροσαρμοστούν αμέσως οι μισθοί και τα ημερομίσθια. Στις 4 Ιουνίου κηρύσσεται πανεργατική απεργία με πρωτοβουλία της κυβερνητικής ΓΣΕΕ του Φώτη Μακρή, η οποία σημειώνει ιδιαίτερη επιτυχία στους οργανισμούς κοινής ωφελείας (ΟΤΕ, ΟΥΛΕΝ, ΟΛΠ κλπ), στις τράπεζες και τους εργαζομένους στον Τύπο. Ο απεργιακός αγώνας κρατά οκτώ ημέρες και λήγει, όταν η κυβέρνηση υπόσχεται επίδομα ακρίβειας από 7-12%. Η ΑΔΕΔΥ το θεωρεί μικρό και στις 2 Ιουλίου κηρύσσει 48ωρη απεργία στον δημόσιο τομέα, που σημειωτέον απαγορεύεται από το ισχύον τότε Σύνταγμα του 1952, και η κυβέρνηση Παπάγου βρίσκει την ευκαιρία να απολύσει πλεονάζοντες δημοσίους υπαλλήλους.
Η υποτίμηση της δραχμής της 9ης Απριλίου 1953 και η συνακόλουθη απελευθέρωση των εισαγωγών, εκτός από τις βραχυχρόνιες παρενέργειες, θα έχουν τελικά ευνοϊκή επίδραση στην οικονομία της χώρας. Με τα δύο αυτά μέτρα η ελληνική οικονομία θα εισέλθει σε μια νέα εποχή εξυγίανσης, ισορροπίας και ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επόμενη υποτίμηση της δραχμής θα γίνει τριάντα χρόνια αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1983, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου