Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Οι οικονομολόγοι απ­ασφάλισαν


2/6/2013

Η μόνη αξία των οικονομικών προβλέψεων είναι ότι κάνουν την αστρολογία να φαίνεται περισσότερο αξιοσέβαστη».

Το εύστοχο απόφθεγμα ανήκει σε έναν απ' τους σπουδαιότερους οικονομολόγους όλων των εποχών, τον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, που άσκησε και δημόσια πολιτική στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μεταπολεμικά. Αν από τον άλλο κόσμο όπου βρίσκεται ο -κεϊνσιανός στην προσέγγισή του- Γκάλμπρεϊθ παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στον δικό μας, σίγουρα θα καγχάζει με τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των νεοφιλελεύθερων απαντήσεων στην κρίση.

Δυστυχώς, η φράση του Γκάλμπρεϊθ περιγράφει τέλεια την πραγματικότητα που έχουμε ζήσει στην Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια. Αν και η αστοχία των οικονομικών προγραμμάτων που έχουν εφαρμοστεί στο ελληνικό κράτος είναι ένα φαινόμενο το οποίο βαστάει απ' την ίδρυση του, ιδίως κατά τη μνημονιακή περίοδο όλες οι προβλέψεις των ειδικών έχουν πέσει έξω. Αλλοτε φταίει ο «πολλαπλασιαστής», άλλοτε το ρημάδι το Excel, άλλοτε η συναστρία.

Το ζήτημα είναι ότι οι προφήτες της λιτότητας και τα γεράκια των ελλειμμάτων σκουντουφλάνε από φιάσκο σε φιάσκο. Στο μεταξύ, τα «λάθη» των οικονομολόγων τα πληρώνουν εργαζόμενοι και άνεργοι. Ακόμα και όποιος δεν εντοπίζει πρόθεση σε αυτήν την πολλαπλή αποτυχία των τεχνοκρατών και θέλει να τους αθωώσει λόγω αμφιβολιών, πρέπει να αναρωτιέται γιατί αυτοί δεν μπόρεσαν να δουν να έρχεται το τσουνάμι της ύφεσης και της ανεργίας.

Φαίνεται ότι η οικονομία στη χώρα μας, όπως και εκείνες των άλλων περιφερειακών κρατών της Ευρώπης και ιδιαίτερα όσων βρίσκονται σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, είναι θύμα κάποιων ιδεών που ο Πολ Κρούγκμαν ονομάζει «κατσαρίδες», αφού «δεν έχει σημασία πόσες φορές θα τις πνίξεις τραβώντας το καζανάκι, αυτές επιμένουν να ξανάρχονται».

Ο νομπελίστας, ο οποίος είναι σήμερα ο επιφανέστερος και μαχητικότερος κεϊνσιανός οικονομολόγος στον κόσμο και διαδέχθηκε στον ρόλο αυτόν τον Γκάλμπρεϊθ, προσπαθεί να περιγράψει με αυτήν την απεικαστική παρομοίωση την ανθεκτικότητα των νεοκλασικών προσεγγίσεων στην οικονομία, που επιμένουν να επανέρχονται στο προσκήνιο, όσες φορές και αν ανασκευαστούν θεωρητικά και αποτύχουν πρακτικά.

Άρθρο
Ο Κρούγκμαν έχει καθοδηγήσει μέσω της πυκνής αρθρογραφίας του στη στήλη του στους «Νew York Times», αλλά και στο προσωπικό του ιστολόγιο, τις επιθέσεις ενάντια στην πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής που συνιστά σήμερα την οικονομική ορθοδοξία στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες.

Πριν από τρεις μήνες, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε ένα λογοπαίγνιο για να περιγράψει την Ε.Ε. και την οικονομική πολιτική του Ολι Ρεν (Rehn of terror, το οποίο ακούγεται όπως το reign of terror - βασίλειο του τρόμου). Παρουσίαζε σε εκείνο το άρθρο του στοιχεία από μελέτη (De Grauwe/Ji) που έδειχναν το πώς η λιτότητα στις ευρωπαϊκές οικονομίες συνδέεται αιτιακά με την ύφεση και την αύξηση των επιπέδων χρέους που αυτές παρουσιάζουν.

Ο Ολι Ρεν, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του, έσκαψε βαθύτερο τον λάκκο του, αφού είπε ότι ο ίδιος είναι κεϊνσιανός (μολονότι, ολοφάνερα, η πολιτεία του δείχνει το αντίθετο), αλλά αμφιβάλλει «αν ο Κέινς θα ήταν κεϊνσιανός σήμερα», δεδομένων των επιπέδων χρέους που έχουν πλέον συσσωρεύσει τα κράτη.

Ο Κρούγκμαν φρόντισε να συμπεριλάβει την τοποθέτηση του Ρεν στη λίστα με τις μεγάλες μπαρούφες που ειπώθηκαν από σημαντικούς παράγοντες της οικονομικής πολιτικής απ' το ξέσπασμα της τελευταίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οπως επισημαίνει, τα επίπεδα του δημοσίου χρέους τη δεκαετία του 1930, όταν αναπτύχθηκε η θεωρία του Κέινς, ήταν το ίδιο υψηλά με τα σημερινά και αυξήθηκαν λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κι άλλο.

Μάλιστα, όπως σημειώνεται και σε έκθεση του ΔΝΤ (Abbas etc, 2011), οι 20 πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες είχαν συσσωρεύσει χρέη άνω του 80% κατά μέσο όρο και κατά τη δεκαετία του 1920 και κατά τη δεκαετία του 1930, όταν, στον απόηχο της Μεγάλης Υφεσης, ο Κέινς δημοσίευσε τα πιο διάσημα έργα του.

Αμέσως μετά τον πόλεμο ο μέσος όρος αυτός κινήθηκε στα επίπεδα του 150%, για να υποχωρήσει κάτω απ' το 50% έως τη δεκαετία του 1970 (οπότε αναστήθηκε το laissez-faire) χάρη στα κεϊνσιανά μέτρα τόνωσης της οικονομίας μέσω κρατικών δαπανών. Πιο συγκεκριμένα, ο Κρούγκμαν αναφέρει το βρετανικό χρέος. Ηταν κοντά στο 180% τη δεκαετία του '30, έφτασε να αγγίζει ακόμα και το 250% μετά τον πόλεμο και τελικά τιθασεύτηκε μέσω ανάπτυξης - όχι με λιτότητα.

Στον αντίποδα, η ευρωπαϊκή ορθοδοξία, που ευθυγραμμίζεται με ό,τι είναι γνωστό ως «συναίνεση της Ουάσιγκτον», έχει το δικό της οπλοστάσιο. Αντλεί θεωρητική ισχύ από άλλες μελέτες και τοποθετήσεις οικονομολόγων και ακαδημαϊκών, οι οποίοι, διόλου συμπτωματικά, αρκετά συχνά έχουν νεοφιλελεύθερο υπόβαθρο.

Παλαιό στέλεχος του ΔΝΤ
Μία απ' τις ερευνητικές εργασίες που περισσότερο χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την ακολουθούμενη στην Ευρώπη πολιτική ήταν αυτή των Κένεθ Ρογκόφ, παλιού στελέχους του ΔΝΤ και της Fed, και Κάρμεν Ράινχαρτ. Οι δύο καθηγητές ισχυρίζονταν ότι όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, τότε αυτό τείνει να συρρικνώνεται με ρυθμό 0,1% ετησίως. Oμως όταν ένας φοιτητής του Αμχερστ, ο Τόμας Χέρντον, στο πλαίσιο μιας εργασίας του, εντόπισε σφάλματα στο οικονομικό μοντέλο πυροδοτήθηκε νέος γύρος αντιπαράθεσης. «Η μελέτη Ρογκόφ - Ράινχαρτ έχει γίνει αντικείμενο χλευασμού», τόνισε χαρακτηριστικά ο Κρούγκμαν. Οπως είναι κατανοητό, Ρογκόφ και Ράινχαρτ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, ειδικά ο Ρογκόφ, που έχει επικροτήσει τα προγράμματα σκληρής λιτότητας που ακολουθούνται στην Ευρώπη. Έτσι, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επιμείνουν ότι ακολούθησαν ορθή μεθοδολογία που γενικά δείχνει ότι οι χώρες με υψηλό χρέος έχουν χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από άλλες με χαμηλό χρέος.

Αλλά αυτό είναι διαφορετικό ζήτημα απ' αυτό που έθετε το 90% του χρέους ως μεθόριο μεταξύ ανάπτυξης και ύφεσης, όπως επισημαίνει ο Κρούγκμαν. Φαίνεται πως τα ζητήματα της οικονομίας εξακολουθούν να προκαλούν συγκρούσεις μεταξύ ακαδημαϊκών. Στην κόντρα μεταξύ κεϊνσιανών και νεοφιλελεύθερων συμμετέχει δυναμικά και άλλος ένας καθηγητής του Χάρβαρντ, ο ιστορικός, με έμφαση στην οικονομική ιστορία, Νάιαλ Φέργκιουσον.

Ο Βρετανός καθηγητής, σχολιαστής του Bloomberg και αρθρογράφος του «Newsweek», που το 2004 βρισκόταν στον κατάλογο του «Τime» με τους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως, πρόσφατα εξήγησε την ιστορική φράση του Κέινς «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί». Αφήνοντας άλαλα τα χείλη 500 ακροατών σε συνέδριο στην Καλιφόρνια, ο Φέργκιουσον έδωσε μια ψυχοσεξουαλική ερμηνεία.

Κατά τον ιστορικό, ο Κέινς δεν ενδιαφερόταν για το «μακροπρόθεσμο» και τις μελλοντικές γενιές επειδή «ήταν ομοφυλόφιλος και άτεκνος»... Τι να σχολιάσει κανείς πρώτο; Οτι ο Κέινς έχει πει πολλά παραπάνω για το μέλλον από την επίμαχη φράση ή ότι και οι ομοφυλόφιλοι νοιάζονται για τις μελλοντικές γενιές;

Ο Φέργκιουσον απολογήθηκε για τη χοντράδα του λέγοντας ότι είχε ξεχάσει ότι ο Κέινς ήταν παντρεμένος και θα είχε αφήσει απογόνους, αλλά η γυναίκα του απέβαλε...

Με την ελάχιστα ικανοποιητική αυτή συγνώμη του ο Φέργκιουσον απέδειξε ότι εκτός από νεοφιλελεύθερος, απολογητής της αποικιοκρατίας, θαυμαστής της Θάτσερ, κήρυκας της ισλαμοφοβίας, υπέρμαχος του πολέμου στο Ιράκ, σύμβουλος του Μακέιν, σφοδρός επικριτής του Ομπάμα και υποστηρικτής του Ρόμνεϊ στις τελευταίες εκλογές, είναι και ομοφοβικός.

Απ' τη μεριά του, ο Κρούγκμαν απέναντι σε τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιεί και πάλι το όπλο του χιούμορ. Όπως γράφει ο γενειοφόρος αναλυτής, ούτε ο Φέργκιουσον ούτε ο Ολι Ρεν ούτε ο Ρογκόφ έχουν μούσι. Μήπως έχουν προβλήματα με τον ανδρισμό τους;

Στο πλαίσιο της εργασίας του
Ένας φοιτητής ακύρωσε το ευαγγέλιο της λιτότητας

Η μελέτη των Κένεθ Ρογκόφ και Κάρμεν Ράινχαρτ, έχει χαρακτηριστεί «ευαγγέλιο της λιτότητας». Η δημοσίευση της μελέτης των δύο καθηγητών του Χάρβαρντ με τον τίτλο «Growth in a time of debt» («Ανάπτυξη σε μια εποχή χρέους») είχε γίνει το 2010, χρονική συγκυρία που αναμφίβολα ήταν πολύ βολική για τους εμπνευστές των μνημονίων. Οι Ρογκόφ και Ράινχαρτ ισχυρίζονταν ότι όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, τότε αυτό τείνει να συρρικνώνεται με ρυθμό 0,1% ετησίως.

Μεταξύ των οπαδών των Ρογκόφ και Ράινχαρτ, στην ίδια «κερκίδα» με συντηρητικούς πολιτικούς όπως ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ στις τελευταίες εκλογές, Πολ Ράιαν, συγκαταλέγεται ο παλαίμαχος παίκτης της β' κατηγορίας του φινλανδικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και νυν κοινοτικός επίτροπος, Ολι Ρεν.

Αποδεικνύεται όμως πως η μελέτη των Ρογκόφ-Ράινχαρτ έχει σοβαρά επιστημονικά προβλήματα καθώς τα ευρήματά της δεν επαληθεύονται. Ένας φοιτητής του Αμχερστ, ο Τόμας Χέρντον, στο πλαίσιο μιας εργασίας του, εντόπισε σφάλματα πρώτος, εισάγοντας δεδομένα στο Excel.

Τα αποτελέσματα που έβγαζε ήταν διαφορετικά απ' των δύο καθηγητών του Χάρβαρντ, γι' αυτό και απευθύνθηκε στους καθηγητές του, Ρόμπερτ Πόλιν και Μάικλ Ας. Από κοινού, οι τρεις του Αμχερστ, το οποίο τα τελευταία 40 χρόνια έχει την πιο «αριστερή» σχολή οικονομικών στις ΗΠΑ, δημοσίευσαν τα ευρήματά τους, επιτιθέμενοι στους Ρογκόφ-Ράινχαρτ.

Τρία σφάλματα
Τα σφάλματα που έκαναν οι τελευταίοι ήταν τρία. Πρώτον, λόγω λάθους χειρισμού του Excel, έβγαλαν τον μέσο όρο μόνο απ' τις 15 κι όχι απ' τις 20 χώρες που παρέθεταν ως δείγμα - αυτό μάλλον είναι το πιο αθώο. Δεύτερον, κάποια απ' τα μεταπολεμικά στατιστικά για την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία δεν συμπεριελήφθησαν στην ανάλυσή τους.

Οι χώρες αυτές παρουσίασαν τότε ισχυρή ανάπτυξη παρά τα υψηλά ποσοστά χρέους. Οι Ρογκόφ και Ράινχαρτ δικαιολογήθηκαν λέγοντας πως δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία, κάτι που δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε. Τρίτον, το πιο κρίσιμο ίσως ζήτημα αφορά τη μεθοδολογία. Σύμφωνα με τους επικριτές των Ρογκόφ και Ράινχαρτ, η προσέγγιση που πραγματοποιούν αγνοεί τις ειδικές συνθήκες για κάθε χώρα.

Σε τελική ανάλυση, επειδή η ουσία του θέματος δεν αφορά μια ακαδημαϊκή αντιπαράθεση αλλά το επιμύθιο «υψηλό χρέος φέρνει ύφεση, άρα μέτρα λιτότητας», τα αριθμητικά αποτελέσματα των Χέρντον, Πόλιν και Ας προκάλεσαν αίσθηση.

Σύμφωνα με αυτά, με βάση τα διορθωμένα και συμπληρωμένα στοιχεία των Ρογκόφ και Ράινχαρτ, τα κράτη που είχαν χρέος άνω του 90% είχαν μικρότερη μεν ανάπτυξη απ' τα κράτη που είχαν μικρότερο δημόσιο χρέος, αλλά αυτή είχε θετικό πρόσημο +2,2%, κάτι που αλλάζει εντελώς το αφήγημα.

Πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου