4/6/2013
Ο κόσμος κοιτούσε άφωνος τον Τιμ Κουκ (Tim Cook), τον επικεφαλής της «Apple» να ισχυρίζεται πως η εταιρεία του κατέβαλε όλους τους φόρους που χρωστάει -εννοώντας προφανώς όλους τους φόρους που θα 'πρεπε να πληρώσει. Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο. Δεν είναι παράξενο μια εταιρεία με τα κέρδη και την εφευρετικότητα της «Apple» να εξαντλήσει τα περιθώρια του νόμου για να πληρώσει λιγότερους φόρους. Αλλά ακόμα κι αν και το ανώτατο δικαστήριο φαίνεται πως στην υπόθεση «ενωμένοι πολίτες» έκρινε πως οι εταιρείες έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα φυσικά πρόσωπα, αυτή η νομική κατασκευή δεν άρκεσε για να αποκτήσουν οι εταιρείες την παραμικρή συναίσθηση ηθικής ευθύνης. Από την άλλη οι εταιρείες έχουν την ικανότητα του «πλαστικάνθρωπου» να βρίσκονται ταυτόχρονα παντού και πουθενά –παντού όταν είναι να πουλήσουν τα προϊόντα τους, πουθενά όταν είναι να δηλώσουν πόσα εισέπραξαν από τις πωλήσεις αυτές.
Η «Apple», σαν την «Google», έχουν ωφεληθεί τα μάλα από όσα τους παρέχουν οι ΗΠΑ και τα άλλα δυτικά κράτη: άριστα καταρτισμένους εργαζόμενους, απόφοιτους πανεπιστημίων που στηρίζονται αμέσως ή εμμέσως από το κράτος (μέσω π.χ. των γενναιόδωρων φορολογικών απαλλαγών στις δωρεές). Και η βασική έρευνα στην οποία βασίζονται τα προϊόντα τους πληρώνεται από τους φορολογούμενους -δες το διαδίκτυο, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν. Η ίδια η ευημερία τους οφείλεται στο νομικό σύστημα –π.χ. στην νομική θωράκιση της πνευματικής ιδιοκτησίας· ζήτησαν (και έλαβαν) από την κυβέρνηση να πιέσει όλες τις χώρες του κόσμου να υιοθετήσουν παρόμοια νομοθετικά πλαίσια στον τομέα αυτό, συχνά με βαρύ αντίτιμο στις ζωές και την ανάπτυξη των κατοίκων των αναδυομένων οικονομιών. Πράγματι, συνεισέφεραν σε ιδιοφυΐα και οργανωτικές ικανότητες, για τις οποίες επιβραβεύτηκαν δίκαια. Αλλά ενώ ο Νεύτωνας (Newton) είχε τουλάχιστο την ταπεινοφροσύνη να παραδέχεται πως καθόταν στους ώμους γιγάντων, αυτοί οι επιχειρηματικοί τιτάνες δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να παριστάνουν τους φορολογικούς λαθρεπιβάτες, εκμεταλλευόμενοι κάθε «παραθυράκι» αφήνει ανοικτό το σύστημά μας, χωρίς να ανταποδίδουν στην κοινωνία όσα χρωστάνε. Αλλά χωρίς δημόσια στήριξη, η πηγή από την οποία περιμένουμε να ποτιστεί η καινοτομία και η ανάπτυξη του μέλλοντος θα στεγνώσει, για να μην πούμε τι θα συμβεί στην ολοένα και πιο διχασμένη κοινωνία μας.
Δεν είναι καν αλήθεια πως η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων θα σημάνει αναγκαστικά τη μείωση των επενδύσεώς τους. Όπως απέδειξε η περίπτωση της «Apple», μπορεί να πληρώσει με δάνεια οτιδήποτε θελήσει, ακόμα και μερίσματα, που είναι ένας ακόμα τρόπος να γλιτώσει φόρους. Καθώς η καταβολή των επιτοκίων δανεισμού εκπίπτει από τη φορολογία, το κόστος και η απόδοση του κεφαλαίου μπορούν να αλλάζουν σχεδόν κατά βούληση, χωρίς αρνητικές παρενέργειες στις επενδύσεις. Αν συνεκτιμηθεί η χαμηλή φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών, η φορολογική μεταχείριση του κεφαλαίου γίνεται ακόμα ευνοϊκότερη. Κι υπάρχουν κι άλλα προνόμια κρυμμένα στις λεπτομέρειες του φορολογικού κώδικα, όπως η ταχύτατη αποκλιμάκωση της φορολογίας των ποσών που επενδύονται στην έρευνα και την ανάπτυξη.
Είναι η ώρα η διεθνής κοινότητα να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα: έχουμε ένα μη-διαχειρίσιμο, άδικο και διεστραμμένο παγκόσμιο φορολογικό σύστημα. Ένα φορολογικό σύστημα προσανατολισμένο στο να παράγει τις αυξανόμενες ανισότητες που παρατηρούμε σήμερα στις πιο αναπτυγμένες χώρες, με την Αμερική να βρίσκεται στην πρωτοπορία και το Ηνωμένο Βασίλειο να την ακολουθεί κατά πόδας. Είναι η αποδυνάμωση του -άλλοτε υποδειγματικού- δημοσίου τομέα των ΗΠΑ που οδήγησε τη χώρα αυτή να μην είναι πια η χώρα των ευκαιριών και οι προοπτικές ενός παιδιού στην Αμερική να καθορίζονται πολύ περισσότερο από το εισόδημα και τη μόρφωση των γονιών του σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες.
Η παγκοσμιοποίηση μας έκανε πιο αλληλεξαρτώμενους. Ωφελήθηκαν δε κυρίως οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και όχι π.χ ο μέσος εργαζόμενος -της Αμερικής και πολλών ακόμα κρατών- που εν πολλοίς λόγω της παγκοσμιοποίησης είδαν τα εισοδήματά τους να «διορθώνονται» -και λόγω της μείωσης των τιμών που επέφερε η παγκοσμιοποίηση- σε βαθμό που σήμερα ο μέσος εργαζόμενος στις ΗΠΑ να βγάζει λιγότερα από ότι σαράντα χρόνια πριν. Οι πολυεθνικές μας έμαθαν πώς να εκμεταλλεύονται την παγκοσμιοποίηση με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των νομικών κενών που τους επιτρέπουν να παρακάμπτουν τις παγκόσμιες κοινωνικές-φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να έχουν λειτουργικό εθνικό φορολογικό σύστημα αν είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν στην επικράτειά τους το σύστημα της «μεταφερόμενης τιμολόγησης» (σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται σε συγγενείς επιχειρήσεις να «αγοράζουν» αγαθά η μία από την άλλη, μεταφέροντας τα κέρδη από πολιτεία σε πολιτεία -ή από κράτος σε κράτος). Σήμερα όμως έχει τεκμηριωθεί πως η «Apple» μεταφέρει τα κέρδη της εκτός Καλιφόρνια, για να αποφύγει τη φορολόγησή τους εκεί. Οι ΗΠΑ έχουν ένα φορολογικό σύστημα που καταγράφει τη φορολογητέα ύλη με κριτήρια την απασχόληση, τις πωλήσεις και την κερδοφορία. Αλλά υπάρχει πολύς χώρος να βελτιώσει το σύστημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τη ς διαφυγή κεφαλαίων που μπορούν να πραγματοποιούν πολλές επιχειρήσεις, ιδίως εκείνες που ένα μεγάλο μέρος της «προστιθέμενης αξίας» τους αφορά την πνευματική ιδιοκτησία.
Μερικοί ισχυρίζονται πως ενώ οι πηγές της παραγωγής (η προστιθέμενη αξία) είναι δύσκολο να εντοπισθούν, οι προορισμοί της είναι πιο ανιχνεύσιμοι (αν και λόγω της ναυσιπλοΐας αυτό μπορεί να μην είναι τόσο ακριβές)· προτείνουν λοιπόν ένα σύστημα φορολόγησης στον προορισμό ενός εμπορεύματος. Αυτό μπορεί να μην είναι κατ' ανάγκην δικαιότερο -καθώς δεν θα αποφέρει έσοδα στις χώρες που επωμίστηκαν το κόστος της παραγωγής. Πάντως η φορολόγηση στον προορισμό θα ήταν δίχως άλλο προτιμότερη από το ισχύον καθεστώς: ακόμα κι αν οι ΗΠΑ δε θα επιβραβεύονταν για την παγκόσμιας εμβέλειας, κρατικά υποστηριζόμενη παραγωγή επιστημονικής γνώσης και ευρεσιτεχνιών που πραγματοποιείται στην επικράτειά τους, τουλάχιστο η χώρα θα ανταμειβόταν για τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό της, που λειτουργεί ως κίνητρο για όλη αυτή την παραγωγή καινοτομίας.
Καλύτερο θα ήταν αν υπήρχε μια διεθνής συμφωνία για την φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών. Χωρίς μια τέτοια συμφωνία, κάθε χώρα που απειλεί να φορολογήσει δίκαια τις επιχειρήσεις απειλείται: η παραγωγή και οι δουλειές έχουν κίνητρο να μεταφερθούν αλλού. Σε μερικές περιπτώσεις, οι χώρες τολμούν να πάρουν το ρίσκο. 'Άλλες νιώθουν πολύ αδύναμες για να ριψοκινδυνεύσουν κάτι τέτοιο. Πάντως κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει από τους πελάτες που αναζητούν φτηνότερα προϊόντα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κάνουν πολλά για να προωθήσουν μονομερώς την παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση: κάθε επιχείρηση που θα πουλούσε προϊόντα εδώ θα μπορούσε να υποχρεωθεί να πληρώνει ένα φόρο επί των κερδών της, π.χ. της τάξης του 30% επί των αναγραφόμενων κερδών στον ισολογισμό της, που θα μειωνόταν ανάλογα με τη φορολογία που θα κατέβαλε αλλού (μέχρι κάποιο όριο). Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιβάλουν ένα είδους παγκόσμιας ελάχιστης φορολογίας. Μερικές επιχειρήσεις μπορεί να επέλεγαν να πάψουν να πουλάνε στις ΗΠΑ, αλλά στοιχηματίζω πως αυτές θα ήταν ελάχιστες.
Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής των πολυεθνικών είναι πολύ βαθύτερο, και απαιτεί βαθύτερες μεταρρυθμίσεις. Χρειάζεται αντιμετώπιση των φορολογικών παραδείσων, που προσφέρουν άσυλο στα λεφτά των φοροκλεπτών και υποθάλπουν το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Η «γκουγκλ» και η «απλ» προσλαμβάνουν τους πιο ταλαντούχους νομικούς, που έχουν εξειδικευθεί στο πώς να διαφεύγουν τη φορολόγηση, εντός της νομιμότητας. Αλλά το σύστημά μας δεν θα έπρεπε να επιτρέπει να υπάρχουν κράτη που συνεργούν ανοικτά στην φοροδιαφυγή. Από πού κι ως πού θα πρέπει να καλούνται οι φορολογούμενοι της Γερμανίας να συνεισφέρουν στη διάσωση οικονομιών που βασίζονται από την κορυφή ως τα νύχια στη φοροδιαφυγή και την πλήρη απορρύθμιση; Από πού κι ως πού οι πολίτες οποιασδήποτε χώρας να επιτρέπουν στους επιχειρηματίες τους να επωφελούνται τέτοια ληστρικά κράτη;
Το να λέγεται πως η «Apple» και η «Google» απλά «εκμεταλλεύεται την κατάσταση», είναι πολύ εύκολο: αυτή η «κατάσταση» δεν προέκυψε από μόνη της. Δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τους λομπίστες των μεγάλων πολυεθνικών. Εταιρείες σαν την «τζένεραλ ελέκτρικ» διεκδίκησαν και πέτυχαν ρυθμίσεις που τους επέτρεπαν να καταβάλλουν λιγότερους φόρους. Διεκδίκησαν και πέτυχαν ειδικές ρυθμίσεις που τους επέτρεπαν να επαναπατρίζουν στις ΗΠΑ κεφάλαια με εξαιρετικά χαμηλή φορολογία, με αντάλλαγμα την υπόσχεση πως αυτά τα χρήματα θα επενδύονταν στη χώρα -και μετά σκαρφίστηκαν τρόπους που ναι μεν να είναι νόμιμοι, αλλά να τους επιτρέπουν να παραβιάζουν το πνεύμα και τις προθέσεις του νόμου. Η «Apple» και η «Google» υποστηρίζουν τις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης. Αλλά η φορολογική τους συμπεριφορά τις κατέστησε εμβληματικές όσον αφορά το τι πηγαίνει στραβά με το σύστημα.
Ο Joseph Stiglitz είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για την οικονομία, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο «Κολούμπια», πρώην πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών συμβούλων του προέδρου Κλίντον, πρώην αντιπρόεδρος της παγκόσμιας τράπεζας.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου