Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Smaghi: Το βάρος (ξανα)πέφτει στο φορολογούμενο


10/7/2013

Ο Lorenzo Bini Smaghi επισημαίνει το παράδοξο στον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Ενώ στόχος του bail -in και του ESM είναι να μην χρησιμοποιούνται χρήματα φορολογουμένων, το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το αντίθετο. Το παράδειγμα των ΗΠΑ.

Η χρηματοοικονομική κρίση της ευρωζώνης έχει διαρκέσει τόσο πολύ και αντιμετωπίστηκε τόσο άσχημα επειδή οι αξιωματούχοι αγνόησαν κάποιες από τις θεμελιώδεις πτυχές του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι χρηματαγορές.

Πράγματι, το ευρώ δημιουργήθηκε με βάση την υπόθεση – ή μάλλον την ψευδαίσθηση – ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ χρηματοοικονομικές κρίσεις επειδή οι αγορές θα επιβάλουν πειθαρχία στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών.
Επιπλέον, όταν προέκυψαν τα πρώτα προβλήματα στην Ελλάδα, ο κίνδυνος μετάδοσης σε άλλες χώρες αγνοήθηκε και επελέγη η τμηματική αντιμετώπιση της κρίσης. Μόνο όταν έγινε εμφανής η μετάδοση, η οποία μάλιστα απείλησε την ενότητα της ευρωζώνης, επετεύχθη συμφωνία για να δημιουργηθεί ένα δίχτυ ασφαλείας.

Η θέσπιση των νέων δεσμών δεν ήταν άμεση, επειδή οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ήθελαν να καινοτομήσουν ώστε η οικονομική στήριξη να εξαρτάται από την εμπλοκή των ιδιωτών πιστωτών, ανεξαρτήτως από τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας, όπως θεωρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ενώ ο στόχος να χρησιμοποιηθούν όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών είναι αδιαμφισβήτητα ευγενής, το αποτέλεσμα αποδεικνύεται ακριβώς το αντίθετο, επειδή το σχέδιο δεν έλαβε υπόψη, ότι οι παράγοντες των αγορών κινούνται βάσει προσδοκιών για το μέλλον.

Οι προοπτικές για αυτόματη αναδιάρθρωση χρέους τείνουν να τρομάζουν τους επενδυτές, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι πιστωτές έχουν υγιή στοιχεία, ειδικότερα εν μέσω μίας συστημικής κρίσης. Πράγματι, η συμφωνία στη Deauville ανάμεσα στην Άγκελα Μέρκελ και το Νικολά Σαρκοζί, που στη συνέχεια υιοθετήθηκε από όλους τους επικεφαλής κυβερνήσεων τον Οκτώβριο του 2010, πυροδότησε νέες εντάσεις και κατέστησε την ευρωζώνη ακόμη πιο ευάλωτη. Ευτυχώς η συμφωνία ανετράπη το Δεκέμβριο του 2010 υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η εμπειρία αυτή θα έπρεπε να διδάξει τους αξιωματούχους να είναι πιο προσεκτικοί όταν σχεδιάζουν μηχανισμούς bail – in και bail – out, έχοντας κατά νου να μην τεθεί το ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό σύστημα σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο με αποτέλεσμα να τιμωρούνται τελικά οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι.

Δυστυχώς, φαίνεται πως δεν διδάχθηκαν από την εμπειρία. Η πρόσφατη συμφωνία για άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας έχει τις ίδιες αδυναμίες με τη συμφωνία της Deauville.

Προκαλεί εντύπωση ότι αυτό το πρόβλημα δεν έχει ανακύψει ακόμη δημοσίως. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι οι επικεφαλής κυβερνήσεων στις πιο ευάλωτες χώρες το υπέγραψαν ενώ καθιστά το τραπεζικό σύστημα των χωρών τους πιο ευάλωτο ενισχύοντας περαιτέρω τη σχέση μεταξύ του κρατικού και του τραπεζικού κινδύνου. Είναι κατά συνέπεια επιζήμιο για τους φορολογούμενους πολίτες τους.

Για να γίνει κατανοητό που ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα, αναλογιστείτε πως οι αμερικανικές αρχές χειρίστηκαν τις επιπτώσεις μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, το φθινόπωρο του 2008. Ενώ το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ ήταν γενικά φερέγγυο, σύμφωνα με τα αυστηρά stress test που έγιναν από τις εποπτικές αρχές των ΗΠΑ, ο κίνδυνος μετάδοσης από την χρεοκοπία της Lehman διακύβευε την σταθερότητα όλου του χρηματοοικονομικού οικοδομήματος.

Για να αποτραπεί η κατάρρευση, το σύστημα χρειάστηκε να προστατευθεί με επιπλέον κεφαλαιακά μαξιλάρια που θα έδιναν τη δυνατότητα απορρόφησης μεγάλων ζημιών, εάν και όποτε αυτές συνέβαιναν. Οι αρχές των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν κεφάλαια από το Troubled Asset Relief Program (TARP) όπως τελικά ψηφίστηκε από το Κογκρέσο, ώστε να αναγκάσουν τις τράπεζες να αυξήσουν προσωρινά την κεφαλαιακή τους βάση, για όσο καιρό διαρκούσε η κρίση.

Αυτή η αποφασιστική κίνηση έδωσε στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μετάδοσης και να αποφύγει το στέγνωμα της αγοράς από ρευστότητα. Όταν πέρασαν τα χειρότερα, το υπουργείο Οικονομικών αποπληρώθηκε πλήρως και οι φορολογούμενοι δεν υπέστησαν καμία ζημία. Η αντοχή του τραπεζικού συστήματος – χάρη στη δημόσια παρέμβαση – είναι ένας από τους παράγοντες κλειδιά για πού συνέβαλαν στην ταχύτερη και ισχυρότερη ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας σε σύγκριση με την ευρωζώνη.

Παρόμοια δράση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην ευρωζώνη επειδή δεν διέθετε ενιαίο εποπτικό όργανο, που να είναι επικεφαλής για την εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας και της φερεγγυότητας των τραπεζών με έναν αξιόπιστο τρόπο, αλλά και μία ενιαία δημοσιονομική αρχή που να μπορεί να παράσχει την ανάσχεση ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης.

Η απόφαση να προχωρήσουμε σε μία τραπεζική ενοποίηση το καλοκαίρι του 2012 ήταν σημαντικό βήμα για να ξεπεράσουμε τις ελλείψεις της νομισματικής ένωσης. Το πρόβλημα είναι πως η συγκεκριμένη τραπεζική ενοποίηση έχει κάποια κακοσχεδιασμένα βασικά χαρακτηριστικά. Η διαμόρφωση της δημοσιονομικής ανάσχεσης – ο ESM – είναι πράγματι τόσο στρεβλή που τελικά ενισχύει τον κίνδυνο μετάδοσης σε περίπτωση χρηματοοικονομικής κρίσης.

Οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης υποφέρουν και πάλι από το σύνδρομο της Deauville. Πράγματι, τα εργαλεία του ESM προβλέπουν ότι ο μηχανισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση μόνο στις τράπεζες που επιβάλουν bail-in των μετόχων και των ιδιωτών πιστωτών, σύμφωνα με την ιεραρχία που θεσπίστηκε από την Οδηγία για την Τραπεζική Ανάκαμψη και Εκκαθάριση. Τέτοια πρόβλεψη είναι κατάλληλη για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα φερεγγυότητας συγκεκριμένων τραπεζών. Η συγκεκριμένη λύση όμως, γίνεται πολύ προβληματική εάν στόχος είναι να αντιμετωπιστεί η μετάδοση που προκαλεί ένα συγκεκριμένο σοκ, όπως η χρεοκοπία μίας τράπεζας, στο ευρύτερο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως έγινε και στις ΗΠΑ στη μετά Lehman περίοδο, η εποπτική αρχή μπορεί να θεωρήσει αναγκαίο να αυξηθεί η κεφαλαιακή βάση σε όλο το τραπεζικό σύστημα ταχύτατα ως προληπτικό μέτρο. Εάν, υπό τους κανόνες του ESM, τέτοια κεφαλαιακή ένωση μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με την προϋπόθεση του bail – in στους ιδιώτες πιστωτές, τότε ακόμη και η υποψία αφερεγγυότητας για κάποια τράπεζα θα προκαλέσει αυτομάτως φυγή των πιστωτών και από άλλες τράπεζες. Έτσι, ο κίνδυνος μετάδοσης αυξάνεται, αντί να μειώνεται. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ύψος των κεφαλαίων που απαιτούνται – και που θα πρέπει να αντληθούν από τον ΕSM – θα είναι πολύ υψηλότερο. Θα ασκηθούν πιέσεις στις εθνικές κεντρικές τράπεζες και την ΕΚΤ να πλημμυρίσουν το σύστημα με έκτακτη ρευστότητα.

Οι προβλέψεις που περιλαμβάνονται στον ESM σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα συγκεκριμένων τραπεζών, όχι συστημικές κρίσης όπως αυτές που βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν, εκ των οποίων και η χρεοκοπία της Lehman. Η πιθανότητα να εξελιχθεί η κρίση μίας συγκεκριμένης τράπεζας σε συστημική κρίση αυξήθηκε.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε την επόμενη κρίση για να δούμε ότι το νέο εργαλείο δεν έχει σχεδιαστεί σωστά.

Όπως ακριβώς συνέβη και με τη συμφωνία της Deauville, ο ESM πρέπει να αλλάξει για να εκμηδενιστεί ο αρνητικός αντίκτυπος που προκαλεί. Ειδικότερα, η προϋπόθεση για bail – in των ιδιωτών πιστωτών πρέπει να αποκλειστεί όταν η εποπτική αρχή – πχ η ΕΚΤ – θεωρεί ότι είναι απαραίτητο για την σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.

Εάν δεν γίνει αυτό, τότε το βάρος για τους φορολογούμενους πολίτες θα αυξηθεί. Όσοι δεν θέλουν την αλλαγή, θα πρέπει να είναι υπόλογοι για τις συνέπειες.

*Ο Lorenzo Bini Smaghi είναι πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ και scholar στο Weatherhead Center for International Affairs του Harvard όπως και στο Istituto Affari Internazionali στη Ρώμη

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου