8/8/2014
Πρόσφατα το ΔNT επανέλαβε αυτό που έχει καταλήξει να είναι ετήσιο τελετουργικό, δηλαδή να αναθεωρήσει επί τα χείρω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η διόρθωση, μείον 0,7% από την προηγούμενη πρόβλεψη στο 3,4%, δεν είναι πολύ μεγάλη, αλλά η επαναλαμβανόμενη απογοήτευση προκαλεί ανησυχία σε πολλούς οικονομολόγους.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς υποστηρίζει ότι στις πλούσιες χώρες το πρόβλημα έγκειται, κατά κύριο λόγο, στο πολύ χαμηλό ύψος των επενδύσεων, κάτι που με τη σειρά του οφείλεται στα πολύ υψηλά επιτόκια δανεισμού που ίσχυαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και στο γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν επέτρεψαν τη δημιουργία μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Περιέργως, ο κ. Σάμερς υποστηρίζει πως ο ρυθμός της ανάπτυξης είναι οδυνηρά αργός όποτε δεν υπάρχουν χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως συνέβη τα χρόνια μετά το 2008. Τα παράπονα του κ. Σάμερς σχετικά με τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική φαντάζουν υπερβολικά. Πριν από την κρίση οι κεντρικοί τραπεζίτες πιστώνονταν με το γεγονός ότι δημιούργησαν σταθερή ανάπτυξη με χαμηλό πληθωρισμό, οπότε δεν φαντάζουν και τόσο σκληροί. Τα δε δημοσιονομικά ελλείμματα που εμφανίστηκαν μετά την κρίση σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες ήταν από τα μεγαλύτερα ως ποσοστό του ΑΕΠ σε καιρό ειρήνης. Μια πιο εύλογη εξήγηση για την απογοητευτική ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας είναι ότι οι ισολογισμοί έχουν διαταραχθεί από δύο δεκαετίες υπερβολικού δανεισμού. Οποιος και να έχει δίκιο, η σχετική δημόσια συζήτηση μπορεί να επισκιάσει το βασικό αίτιο για την επιβράδυνση της ανάπτυξης μετά την κρίση: τη διαρκή μείωση των καλών θέσεων εργασίας.
Οι απώλειες δεν αποτυπώνονται πλήρως στο ύψος της ανεργίας, η οποία παρ’ όλα αυτά αυξήθηκε πολύ έντονα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Υπάρχουν επίσης πολλοί άνθρωποι που βγήκαν από την αγορά εργασίας παρά τη θέλησή τους ή που έχουν εγκλωβιστεί σε κακοπληρωμένες δουλειές ή σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Σύμφωνα με την αμερικανική στατιστική υπηρεσία, ποσοστό 5,9% του εργατικού δυναμικού «μετά βίας παραμένει στην αγορά εργασίας» και «απασχολείται μερικώς για οικονομικούς λόγους». Αυτή η τάση περιορίζει τα εισοδήματα και το ΑΕΠ. Συνολικά για την οικονομία η διάβρωση των ικανοτήτων των εργαζομένων και της αξιοπρέπειάς τους είναι πολύ περισσότερο επιβλαβής από την αναιμική ανάκαμψη του ΑΕΠ. Αντί για την εξήγηση του κ. Σάμερς είναι πολύ πιθανότερο η ανεπαρκής αγοραστική δύναμη των υποαπασχολούμενων εργατών να οδηγεί σε περιορισμό των επενδύσεων, ασχέτως των επιτοκίων δανεισμού.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι, ενώ είναι εύκολο να καταστρέψει ή να υποβαθμίσει κανείς θέσεις εργασίας, μέσω νέων τεχνολογιών ή αύξησης της αποδοτικότητας, είναι δύσκολο να δημιουργήσει κανείς καλές νέες θέσεις εργασίας, ιδίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτή η ασυμμετρία αποτελεί παλιά απειλή, την οποία κυβερνήσεις και επιχειρήσεις προσπαθούσαν ν’ αντιμετωπίσουν μέσω αυτού που στη συνέχεια οι Γερμανοί ονόμασαν μοντέλο της κοινωνίας της αγοράς. Στόχος του μοντέλου ήταν η αγορά να δουλεύει για την κοινωνία. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, οι μισθοί διατηρούνταν σε γενικές γραμμές σε δίκαιο επίπεδο και επιδοτούμενα από τις κυβερνήσεις προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας βοηθούσαν στον περιορισμό της ανεργίας. Ατυχώς έως τη δεκαετία του 1980 το σύστημα είχε γίνει υπερβολικά άκαμπτο, ιδίως στην Ευρώπη. Οι θέσεις εργασίας έγιναν τόσο μόνιμες και τόσο ακριβές ώστε οι προσλήψεις μετατράπηκαν σε ριψοκίνδυνο στοίχημα και οι απολύσεις πολύ αποδοτικές. Επιπλέον, πολιτικοί και επιχειρηματίες άρχισαν να υπολογίζουν λιγότερο τις κοινωνικές ανάγκες των ανέργων ή των υποαπασχολούμενων. Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε τα οδυνηρά αποτελέσματα που έχει ο συνδυασμός υπερβολικά περιοριστικών νόμων και αδιαφορίας από την πλευρά της πολιτείας. Εταιρείες και κυβερνήσεις απέλυσαν εργαζόμενους πολύ γρήγορα, ωστόσο ακόμη και σήμερα διστάζουν να προσλάβουν. Το μοντέλο της κοινωνίας της αγοράς θα μπορούσε να λειτουργήσει και πάλι. Αλλαγές που θα βοηθούσαν περιλαμβάνουν τη μείωση της φορολογίας της εργασίας, την αύξηση των κρατικών επιδοτήσεων, την εκτέλεση έργων υποδομής ώστε να εξαλειφθούν τα προβλήματα που προκαλεί το υπερβολικό χρέος.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου