22/8/2014
Του Tim Harford
Ορατός είναι ο κίνδυνος η στασιμότητα να μετατραπεί σε μόνιμο πρόβλημα. Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν μείνει αβοήθητοι. Η ανάγκη για αλλαγή των στόχων για τον πληθωρισμό και ο αντίλογος.
Όσοι δεν είχαν γεννηθεί όταν ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση τώρα είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να μπορούν να διαβάζουν γι' αυτήν.
Καταφέραμε να «ξεχαστούμε» με δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, δύο Μουντιάλ και δύο προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Όμως, όσο παλιοκαιρισμένα κι αν νιώθουμε πλέον τα οικονομικά μας προβλήματα, αυτά καταφέρνουν να συνεχίζουν να υπάρχουν.
Με δεδομένη τη σοβαρότητα της κρίσης και την ανεπάρκεια των επίσημων δράσεων, είναι αναμενόμενο η ανάκαμψη να αποδεικνύεται βραδεία και αναιμική: Στην οικονομική ιστορία αυτό είναι γνωστό. Όμως ορισμένοι οικονομολόγοι αποθαρρύνονται πλέον τελείως. Όλοι μιλούν για «διαρκή στασιμότητα», μια φράση που μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα, άσχημα και τα δύο.
Ο ένας φόβος είναι κάτι αρκετά γνωστό: τις δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξης θα τις περιορίσει η γήρανση του πληθυσμού ή ίσως ακόμη και η τεχνολογική στασιμότητα.
Η δεύτερη έννοια της διαρκούς στασιμότητας μας είναι εντελώς ξένη: Ανεξάρτητα από τις δυνατότητες ανάπτυξης, οι σύγχρονες οικονομίες ίσως πάσχουν από την επίμονη τάση να κινούνται κάτω από αυτές τις δυνατότητες, διολισθαίνοντας σε πεισματικές υφέσεις. Η χαμένη δεκαετία οικονομικής ανάπτυξης της Δύσης, ίσως είναι προάγγελος για όσα θα ακολουθήσουν.
Την άποψη αυτή παρουσίασε πολύ ένθερμα ο Lawrence Summers, που διετέλεσε υπουργός Οικονομικών του Bill Clinton και ανώτατος σύμβουλος του Προέδρου Barack Obama. Συζητήθηκε σε μάκρος σε συλλογή δοκιμίων που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα το Centre for Economic Policy Research. Τι μπορεί όμως να σημαίνει;
Συνήθως, όταν μια οικονομία διολισθαίνει σε ύφεση, η κλασική αντίδραση είναι η μείωση των επιτοκίων. Έτσι ενθαρρυνόμαστε να κάνουμε δαπάνες, αντί να αποταμιεύουμε, δίνοντας στην οικονομία άμεση τόνωση.
Όμως τα πράγματα δυσκολεύουν όταν τα ονομαστικά επιτόκια είναι ήδη χαμηλά. Οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να αναπτύξουν δραστικές τακτικές με αβέβαιη αποτελεσματικότητα, όπως η ποσοτική χαλάρωση.
Οι κυβερνήσεις μπορούν και πρέπει να δανείζονται και να ξοδεύουν για να στηρίξουν την οικονομία. Στην πράξη, όμως, αποδεικνύεται ότι εγκλωβίζονται πολιτικά (στις ΗΠΑ), γίνονται δέσμιες των θεσμών (στην ΕΕ) ή φορούν ιδεολογικές παρωπίδες (στην Βρετανία).
Δεν έχουμε πολλούς λόγους να θεωρούμε ότι οι στρατηγικές δημοσιονομικής τόνωσης θα είναι διαφορετικές στο μέλλον, οπότε το όριο των μηδενικών επιτοκίων συνιστά πρόβλημα.
Η πιο φριχτή προοπτική της διαρκούς στασιμότητας είναι ότι αποτελεί την νέα συνήθη κατάσταση. Τα επιτόκια θα είναι πολύ χαμηλά από κάθε άποψη και οι κεντρικές τραπεζίτες θα νοιώθουν μόνιμα αβοήθητες.
Πριν αρχίσουμε να τρέμουμε και την σκιά μας, ας αναρωτηθούμε γιατί ο καθηγητής Summers ίσως έχει δίκιο. Τα πραγματικά επιτόκια, δηλαδή τα επιτόκια που πληρώνεις μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό, μειώνονται. Στις ΗΠΑ τα πραγματικά επιτόκια είχαν μέσο όρο περίπου 5% στην δεκαετία του 1980, 2% στην δεκαετία του '90 και 1% εν συνεχεία. (Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers είναι αρνητικά, αλλά η μακροπρόθεσμη τάση είναι πιο εύγλωττη). Τα πραγματικά επιτόκια υποχωρούν και στην ΕΕ επί 20 χρόνια. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα διεθνή πραγματικά επιτόκια υποχωρούν επί 30 χρόνια.
Τα πράγματα δεν δείχνουν καλά, οπότε γιατί συμβαίνει αυτό; Το περιβάλλον των πραγματικών επιτοκίων δεν καθορίζεται από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά από την προσφορά και ζήτηση. Τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια σημαίνουν ότι πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να αποταμιεύσουν σε ασφαλή ενεργητικά, ενώ λίγοι προσπαθούν να δανειστούν και να επενδύσουν. Μόνο με πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια μπορούν να βρεθούν αρκετοί δανειολήπτες για να μαζέψουν όλες τις αποταμιεύσεις.
Αν η διαρκής στασιμότητα αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, χρειαζόμαστε στρατηγικές να την αντιμετωπίσουμε. Μια προσέγγιση είναι να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τις δυνάμεις της προσφοράς και ζήτησης για να τονώσουμε την ζήτηση για ρευστό προς επένδυση και παράλληλα να εκτονώσουμε την προσφορά αποταμιεύσεων και να μειώσουμε την τάση προς πολύ ασφαλή ενεργητικά.
Είναι κάπως επικίνδυνο. Η πολύ παρέμβαση, έχει ωθήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παράδειγμα η λιτότητα και οι μακροπρόθεσμοι στόχοι για μείωση των κρατικών χρεών, που περιορίζουν την προσφορά ασφαλών ενεργητικών και κατεβάζουν τα επιτόκια. Ή η τάση της Βρετανίας να διώχνει το συνταξιοδοτικό ρίσκο από τις εταιρίες και το κράτος προς τους ιδιώτες, που ενθαρρύνει τις πρόσθετες αποταμιεύσεις. Ή η (κατανοητή) απαίτηση των ρυθμιστικών αρχών να κρατούν οι τράπεζες και τα ταμεία περισσότερα ασφαλή ενεργητικά, που και πάλι ανεβάζει την ζήτηση για ασφαλή ενεργητικά και κατεβάζει τα πραγματικά επιτόκια.
Δεν θα είναι καθόλου εύκολο να ανατραπούν όλες αυτές οι πολιτικές, θυσιάζοντας μικροοικονομικές ιδιαιτερότητες από μια μάλλον ασαφή μακροοικονομική διαίσθηση.
Υπάρχει μια απλή εναλλακτική λύση, αλλά κι αυτή ενέχει κινδύνους. Να αυξηθούν οι στόχοι των κεντρικών τραπεζών για τον πληθωρισμό στο 4%. Ένας αξιόπιστα υψηλότερος στόχος πληθωρισμού θα προσφέρει άμεση τόνωση (ποιος θέλει να μαζεύει χρήμα που εξανεμίζεται με ρυθμό 4% τον χρόνο;) και θα δώσει στις κεντρικές τράπεζες περισσότερα περιθώρια για περικοπές των πραγματικών επιτοκίων στο μέλλον.
Αν το ισοζύγιο των πραγματικών επιτοκίων είναι μηδέν, ίσως να μην έχει σημασία όταν οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να παράγουν πραγματικά επιτόκια μείον 4%.
Αν νοιώθετε κάπως άβολα, έχετε δίκιο. Όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Summers, τα δυσάρεστα τείνουν να συμβαίνουν όταν τα πραγματικά επιτόκια είναι πολύ χαμηλά. Φούσκες διογκώνονται, οι επενδυτικές απάτες ακμάζουν και οι επενδυτές γίνονται απρόσεκτοι αναζητώντας την απόδοση.
Ένα πράγμα όμως που δεν χρειάζεται να προκαλεί καμία ανησυχία, είναι η προοπτική στόχου πληθωρισμού 4%. Δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν πρόκειται καν να συμβεί στο σημείο της παγκόσμιας οικονομίας που έχει ανάγκη από περισσότερο πληθωρισμό: Την ευρωζώνη. Η λαϊκή ανάμνηση του υπερπληθωρισμού του 1923 στην Γερμανία είναι απλά πολύ ισχυρή. Εκείνη η οικονομική καταστροφή, που βοήθησε να μπουν τα θεμέλια του Ναζισμού και να καταστραφεί μεγάλο κομμάτι του 20ου αιώνα, συνεχίζει και σήμερα να κυριαρχεί.
Ποιες πρακτικές επιλογές στρατηγικής απομένουν; Αυτό είναι εύκολο: Να προσευχηθούμε και να ελπίζουμε ότι ο καθηγητής Summers κάνει λάθος.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου