25/6/2013
Η παρούσα εισήγηση της Οικονομικής Επιτροπής του «Σχεδίου Β» είναι αποτύπωση των βασικών οικονομολογικών αξόνων εκδίπλωσης αυτού του σχεδίου. Εντοπίζει το κύριο στην τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και υποστηρίζει ότι δεν δύναται να υπάρξει αντιστροφή εντός της Ζώνης του Ευρώ. Εν συνεχεία, εκτιμά τις βραχυχρόνιες επιπτώσεις της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και ασκεί θετική κριτική σε απόψεις που έχουν εκφρασθεί σχετικά με αυτήν την επιστροφή. Τέλος, αποδεικνύει την αναγκαιότητα δομικής μεταβολής της ελληνικής οικονομίας.
1. Η Κατάσταση
Έπειτα από τέσσερα χρόνια εφαρμογής ενός μείγματος οικονομικής πολιτικής, το οποίο συνίσταται σε δημοσιονομική συστολή, εσωτερική υποτίμηση και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η «επίσημη» ανεργία στην Ελλάδα έχει υπερβεί το 27% και η αθροιστική μείωση του ΑΕΠ το 20%, ενώ εκτιμάται ότι η ύφεση θα είναι πάνω από 5% κατά το 2013. Πρόκειται για τη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ και των μισθών, σε ποσοστά διπλάσια από αυτήν που την ακολουθεί, δηλαδή την Πορτογαλία, η οποία επίσης ανήκει, γεγονός καθόλου συμπτωματικό, στην «περιφέρεια» της Ζώνης του Ευρώ (ΖΕ). Επίσης, όσον αφορά στον πίνακα των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ σε παγκόσμια κλίμακα, για το έτος 2011, η χώρα μας βρισκόταν στη θέση 214 (με μείωση του ΑΕΠ κατά 6.9%), δηλαδή μπροστά μόνον από την Ανγκουίλα (μείωση κατά 8.5%) και την Υεμένη (μείωση κατά 10.5%). Τέλος, κατά το ίδιο έτος όλες μάλλον οι γειτονικές μας, εκτός ευρώ, χώρες εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, όπως, για παράδειγμα, η Τουρκία (8.5%), η ΠΓΔΜ (3.2%), η Αλβανία (3.0%), η Ρουμανία (2.5%) και η Βουλγαρία (1.9%). Και ειδικά όσον αφορά στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία, οι οποίες προβλήθηκαν ως παραδείγματα υποστήριξης ενός ακατανόητου επιχειρήματος, δηλαδή ότι ακόμα και εάν αποχωρήσει η Ελλάδα από τη ΖΕ, με τη θέληση του λαού της, θα συνεχίσει να υπόκειται σε «Μνημόνια», πρέπει να ειπωθεί ότι εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς και το 2012, ενώ το ίδιο προβλέπεται για το 2013.
Η ανάλυση των δεδομένων της ελληνικής οικονομίας δείχνει ότι ακόμα και αν αυξάνεται, εφεξής, το ΑΕΠ με μέσο ετήσιο ρυθμό 1%, τότε μετά από μία δεκαετία η ανεργία θα είναι στο 30%. Δείχνει, επίσης, ότι για να αρχίζει να μειώνεται η ανεργία πρέπει, από αύριο κιόλας, το ΑΕΠ να αρχίζει να αυξάνεται με ρυθμό πάνω από 2%. Έτσι, για να σημειωθεί μία συμπίεση της ανεργίας στο π.χ. 10% μέσα σε 5 έτη, απαιτείται αύξηση του ΑΕΠ με μέσο ετήσιο ρυθμό 5.4%, ο οποίος ενέχει αύξηση της απασχόλησης με μέσο ετήσιο ρυθμό 4.4%, δηλαδή τη δημιουργία 181 χιλιάδων θέσεων εργασίας ανά έτος.
2. Αντιστροφή;
Ποιος και τι μπορεί να εγγυηθεί αυτό το τόσο το κρίσιμο κατώφλι της συνεχούς αύξησης του ΑΕΠ κατά 2%; Ποιος και τι μπορεί να εγγυηθεί, περαιτέρω, τη δημιουργία 181 χιλιάδων θέσεων εργασίας ανά έτος; Κανένας και τίποτε. Από τη μία πλευρά, «κανένας», διότι ακόμα και η Αριστερά, η οποία υποτίθεται ή διατείνεται ότι προασπίζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, βρίσκεται πολωμένη ανάμεσα στο: «εθνικό μας νόμισμα είναι το ευρώ» και, στην μαρξιστική-κομμουνιστική παραλλαγή της, στο: «ούτε ευρώ ούτε δραχμή, επανάσταση σοσιαλιστική». Περίεργη, πολύ περίεργη, οφείλουμε να το υπογραμμίσουμε, αυτή η στάση της Αριστεράς, τη στιγμή ακριβώς που όχι μόνον η εργατική τάξη αλλά μάλλον η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα την έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Από την άλλη πλευρά, «τίποτε», διότι, όπως διδάσκει τόσο η επιστήμη όσο και η εμπειρία, καμιά εθνική οικονομία δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ακόμα και επιφανειακές κρίσεις, χωρίς να διαθέτει κανέναν μοχλό αντικυκλικής οικονομικής πολιτικής. Πόσο μάλλον η ελληνική, η οποία χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από, πρώτον, χαμηλή έως μέση ανάπτυξη της παραγωγικότητας εργασίας και κεφαλαίου, δεύτερον, συγκριτικά μικρό τομέα διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, τρίτον, την υιοθέτηση ενός τόσο «σκληρού» νομίσματος, όπως το ευρώ, τέταρτον, τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή «ζώνη υπερπαγκοσμιοποίησης», όπου ο διεθνής ανταγωνισμός τείνει, όλο και περισσότερο, να διεξάγεται βάσει των απολύτων (και όχι των συγκριτικών) πλεονεκτημάτων κόστους, και, πέμπτον, σχετικά υψηλό «πολλαπλασιαστή αυτόνομων δαπανών», ο οποίος συγκεκριμένα είναι, όπως είχαμε ανακοινώσει πριν από δύο χρόνια, της τάξης του 1.71 (και όχι της τάξης του 0.5, όπως παραδέχθηκε το ΔΝΤ ότι είχε εκτιμήσει το ίδιο).
3. (Δι-)Έξοδος;
Το μονοσήμαντο συμπέρασμα που εξάγεται, επομένως, είναι ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να ανακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερους μοχλούς οικονομικής πολιτικής. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η ανάκτηση συνεπάγεται την έξοδο από τη ΖΕ. Τι βραχυχρόνιες συνέπειες θα έχει αυτό; Ορισμένες, όχι δευτερεύουσες, μπορούν να εκτιμηθούν (συνδυάζοντας δυναμικά ταμιακά υποδείγματα εισροών-εκροών με την «Εξίσωση του Thirlwall»):
3.1. Μεγέθυνση
Καταρχάς, για να δύναται να επιτευχθεί το κρίσιμο όριο της αύξησης του ΑΕΠ (σε πραγματικούς όρους) κατά 2% προαπαιτείται (ονομαστική) υποτίμηση κατά 17%, ενώ μία υποτίμηση κατά 30% ή 50% θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% ή 7%, αντιστοίχως. Τονίζεται ότι αυτές οι εκτιμήσεις προϋποθέτουν ότι, με την έξοδο από τη ΖΕ, σταματάει, από τη μία πλευρά, η εξωτερική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας (περιλαμβανόμενων των μεταβιβάσεων από την Ε.Ε.), και, από την άλλη πλευρά, η πληρωμή των τόκων επί του εξωτερικού μας χρέους, δηλαδή ότι γίνεται παύση πληρωμών. Προϋποθέτουν επίσης, ότι η υποτίμηση δεν προκαλεί υποκατάσταση ούτε στην παραγωγή ούτε στην κατανάλωση, πράγμα όχι ρεαλιστικό. Τέλος, προϋποθέτουν ότι τόσο οι πραγματικοί (αποπληθωρισμένοι) μισθοί όσο και οι καθαροί φορολογικοί συντελεστές επί της παραγωγής είναι αμετάβλητοι. Κάθε άλλος ευνοϊκότερος συνδυασμός εξελίξεων, ο οποίος περιστέλλει, για παράδειγμα, λιγότερο την χρηματοδότηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή/και ενέχει υποκατάσταση στην παραγωγή και στην κατανάλωση, οδηγεί και σε αντιστοίχως ευνοϊκότερα αποτελέσματα. Είναι σαφές ότι η υποκατάσταση των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή, πρέπει να είναι ένας από τους βασικούς στόχους κάθε εναλλακτικής, βιώσιμης οικονομικής πολιτικής και, συνεπώς, του «Σχεδίου Β».
3.2. Πληθωρισμός Κόστους και Ανταγωνιστικότητα
Σύμφωνα με το σενάριο της υποτίμησης κατά π.χ. 50%, ο εισαγόμενος πληθωρισμός κόστους θα είναι της τάξης του 9.3 %, ενώ η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα αυξηθεί κατά 37.2% (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας). Τα ευρήματα δείχνουν επίσης ότι πληθωρισμός στους τομείς της Γεωργίας-Δασοκομίας-Αλιείας, των Μεταλλείων-Λατομείων-Αργού Πετρελαίου και των Υπηρεσιών θα είναι μικρότερος του μέσου όρου (4.9%, 8.4% και 7.3%, αντιστοίχως), ενώ το αντίθετο ισχύει για την Βιομηχανία (14.3%). Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών αφορά στις Υπηρεσίες (εν συνεχεία στη Βιομηχανία και μετά στη Γεωργία) και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εισαγωγών αφορά στη Βιομηχανία (εν συνεχεία στις Υπηρεσίες και μετά στα Μεταλλεία), έπεται ότι η υποτίμηση θα μπορούσε να τονώσει σημαντικά τις εξαγωγές και να προκαλέσει διαδικασίες υποκατάστασης των εισαγωγών, οι οποίες θα είναι ιδιαίτερα θετικές. Βεβαίως, η παράλληλη εφαρμογή ενός συστήματος «πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών», ανά τομέα παραγωγής-ομάδα εμπορευμάτων ή/και ανά νόμισμα, θα μπορούσε να έχει επιπρόσθετες ευεργετικές επιπτώσεις. Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος στην ελληνική οικονομία πρέπει να μελετηθεί σε βάθος, διότι παράγει τα θετικά αποτελέσματα προστασίας που μπορούν να έχουν και οι συνήθεις εμπορικές πολιτικές (όπως οι δασμοί), χωρίς, όμως, να δημιουργεί άμεσες «τριβές» με τους εμπορικούς εταίρους.
4. Ανακρίβειες περί την Υποτίμηση
Τόσο από τα «δεξιά» όσο και – κυρίως – από τα «αριστερά» έχουν ειπωθεί, στη χώρα μας και χωρίς καμία στήριξη ή, έστω, απλή παραπομπή στην επιστημονική βιβλιογραφία, διάφορες ανακρίβειες σχετικά με την υποτίμηση του νομίσματος, οι οποίες πρέπει να διορθωθούν. Αφορούν στο ΑΕΠ, στους μισθούς, στη νομισματική και, τέλος, στη δημοσιονομική πολιτική. Αναφερόμαστε κατά σειρά:
4.1. ΑΕΠ
Λέγεται ότι η υποτίμηση προκαλεί μείωση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, δεν υπάρχει κανένα θεώρημα της οικονομικής επιστήμης, το οποίο να δηλώνει κάτι τέτοιο. Και αυτό το σφάλμα αφετηρίας συμπληρώνεται με μία σοφιστεία: Με την εσωτερική υποτίμηση το ΑΕΠ μειώνεται, όπως διαπιστώνουμε εμπειρικά. Με την υποτίμηση του νομίσματος θα μειωθεί ακόμα περισσότερο, αν και μετά θα αρχίσει να αυξάνεται. Έτσι, θα συγκλίνει, μεσο-μακροχρόνια στο επίπεδο που θα είχαμε εάν δεν γινόταν υποτίμηση του νομίσματος. Άρα, είτε η χώρα αποχωρήσει από τη ΖΕ είτε όχι, το τελικό, μεσο-μακροχρόνιο αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Εάν χρειαζόταν ένας Πλάτων για να αντιπαρατεθεί τους δεινούς σοφιστές της εποχής του, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να εντοπιστούν οι δειπνοσοφιστείες της δικής μας εποχής.
4.2. Πραγματικοί Μισθοί
Λέγεται, επίσης, ότι η υποτίμηση οδηγεί σε μείωση των πραγματικών μισθών. Μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, δεν υπάρχει κανένα θεώρημα της οικονομικής επιστήμης, το οποίο να δηλώνει κάτι τέτοιο. Αυτό που λένε τα θεωρήματα είναι: Με αμετάβλητες, πρώτον, τις τεχνικές συνθήκες στην παραγωγή και, δεύτερον, τη σύνθεση της κατανάλωσης, η υποτίμηση οδηγεί είτε σε μείωση του μέσου πραγματικού μισθού (με αμετάβλητο το μέσο πραγματικό ποσοστό κέρδους) είτε σε μείωση του μέσου πραγματικού ποσοστού κέρδους (με αμετάβλητο το μέσο πραγματικό μισθό). Αλλά και αυτό ακόμα ισχύει αναπόφευκτα όταν, πρώτον, δεν υπάρχουν κλάδοι συμπαραγωγής (δηλαδή κλάδοι παραγωγής περισσοτέρων του ενός εμπορευμάτων), και, δεύτερον, δεν υπάρχει υποαπασχόληση του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Όμως, η συμπαραγωγή είναι ο κανόνας, στον πραγματικό κόσμο, ενώ λόγω της βαθειάς κρίσης που διανύουμε η υποαπασχόληση του κεφαλαίου είναι, χωρίς συζήτηση, υψηλή. Άρα, δεν είναι καθόλου αναπόφευκτο ότι με την υποτίμηση θα μειωθεί είτε ο πραγματικός μισθός είτε το πραγματικό ποσοστό κέρδους. Ενδέχεται να μπορούν να αυξηθούν και τα δύο, ενώ μόνον μία εμπειρική μελέτη μπορεί να δείξει τους βαθμούς ελευθερίας που υπάρχουν αντικειμενικά. Αλλά ας κάνουμε την παραχώρηση (στην αντίπαλη άποψη) ότι ένα από τα δύο αυτά μεγέθη θα μειωθεί αναγκαστικά. Γιατί μία κυβέρνηση που προασπίζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, και όχι των κεφαλαιοκρατών, να μην επιλέξει τη μείωση του πραγματικού ποσοστού κέρδους;
4.3. Νομισματική Πολιτική
Λέγεται, παράλληλα, ότι μετά την υποτίμηση, η όποια κυβέρνηση θα αναγκαστεί να λάβει μέτρα για τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στο νέο επίπεδό της, δηλαδή ότι θα ακολουθήσει μία πολιτική σταθερής ισοτιμίας και, άρα, δεν θα ανακτήσει, παρά μόνον στο μεσοδιάστημα, τον μοχλό της νομισματικής πολιτικής. Συνεπώς, δεν θα κερδηθεί τίποτε (από αυτήν την άποψη) με την έξοδο από τη ΖΕ. Δεν αρνούμαστε εκ των προτέρων ότι πρέπει να επιδιωχθεί, για ένα ορισμένο διάστημα, η σταθεροποίηση της ισοτιμίας, προκειμένου να δημιουργηθεί περιβάλλον ευστάθειας για το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων ή, αλλιώς, να συμπιεστεί το λεγόμενο «κόστος νομισματικής αβεβαιότητας». Εξάλλου, είμαστε οι πρώτοι που υποστηρίξαμε, πριν από 2 χρόνια, την εν λόγω στόχευση και, άρα, οι τελευταίοι που θα την αρνηθούν. Ήδη, όμως, από τότε προσθέσαμε ότι η εν λόγω στόχευση οφείλει να συνοδευτεί από περιορισμούς στις κινήσεις των διεθνών χρηματικών κεφαλαίων, οι οποίοι διασφαλίζουν, όπως συνάγεται βάσει του λεγόμενου «Ασύμβατου Τριγώνου του Mundell», την ανάκτηση του μοχλού της νομισματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, όταν τίθενται περιορισμοί στις κινήσεις των διεθνών χρηματικών κεφαλαίων, η συνύπαρξη ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής και σταθερής ισοτιμίας είναι πράγματι εφικτή και, επομένως, η έξοδος από το ευρώ δεν είναι ουδέτερη αλλά θετική, όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής.
Η υποτιθέμενη αντίφαση είναι, λοιπόν, φανταστική. Πραγματικές αντιφάσεις, αντιθέτως, ενέχονται στην σημερινή κατάσταση, όπου, μεταξύ άλλων, κάθε ανατίμηση του ευρώ, η πορεία του οποίου καθόλου δεν υπόκειται στον έλεγχο των ελληνικών αρχών οικονομικής πολιτικής, υπονομεύει το πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης, το οποίο εφαρμόζεται από τις ίδιες αυτές αρχές οικονομικής πολιτικής.
4.4. Δημοσιονομική Πολιτική
Λέγεται, τέλος, βάσει συγκεχυμένων ή/και «κυκλικών» συλλογισμών, ότι η υποτίμηση θα δημιουργήσει μεγάλες δυσχέρειες ή αδιέξοδα στη δημοσιονομική πολιτική. Αυτή η άποψη είναι περαιτέρω προβληματική, διότι παραβλέπει τις εσωτερικές συναρτήσεις που υφίστανται ανάμεσα στα επιμέρους οικονομικά μεγέθη. Ας εστιάσουμε, λοιπόν, σε αυτές τις συναρτήσεις: Καταρχάς, ο συνδυασμός υποτίμησης-παύσης εξωτερικής χρηματοδότησης-παύσης πληρωμής των τόκων επί του εξωτερικού μας χρέους οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε, σε βελτίωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών και σε πληθωρισμό κόστους και δύναται να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ. Η βελτίωση του ισοζυγίου, ο πληθωρισμός και η αύξηση του ΑΕΠ συνεπάγονται τη μείωση του εξωτερικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παράλληλα, η αύξηση του ΑΕΠ συνεπάγεται τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η οποία συνεπάγεται με τη σειρά της, και σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, τη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, η υποτίμηση, αυτή καθαυτή, οδηγεί σε άνοδο αυτών των δύο ποσοστών χρέους, ιδίως επειδή το μεγαλύτερο τμήμα του δημοσίου χρέους είναι εξωτερικό και η ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ προαπαιτεί, όπως προαναφέρθηκε, ένα μάλλον υψηλό ποσοστό ονομαστικής υποτίμησης. Ωστόσο, με την ενεργοποίηση του μοχλού της νομισματικής πολιτικής ανακτάται, ταυτοχρόνως, η δυνατότητα κάλυψης τμήματος του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσω νομισματικής χρηματοδότησης («κόψιμο χρήματος»). Ως γνωστόν, η άσκηση αυτής της δυνατότητας δεν προσφέρει μόνον βαθμούς ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική (π.χ. αυτοχρηματοδότηση κρατικών δαπανών που στοχεύουν στην ανασυγκρότηση του κράτους πρόνοιας ή/και στη δημιουργία παραγωγικών δομών), αλλά συνεπάγεται και τη μείωση του ονομαστικού επιτοκίου, την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και του Α.Ε.Π., και, επομένως, συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας και του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του Α.Ε.Π.. Τέλος, ας σημειωθεί ότι, εάν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες βαθειάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η επίπτωση της νομισματικής χρηματοδότησης στον πληθωρισμό αμβλύνεται σημαντικά (εάν δεν υπεραντισταθμίζεται) μέσω, ακριβώς, της αύξησης του βαθμού απασχόλησης του επενδεδυμένου κεφαλαίου (η οποία επιδρά όπως ακριβώς μία εξωγενής τεχνολογική πρόοδος) και του ΑΕΠ.
Οι μεγάλες δυσχέρειες και τα αδιέξοδα για τη δημοσιονομική πολιτική υπάρχουν εντός της ΖΕ, και όπως είχαμε εκτιμήσει ποσοτικά, ήδη από τον Μάιο του 2010, το δημόσιο χρέος είναι μη διατηρήσιμο, ενώ η μακροχρόνια σταθεροποίησή του στο επίπεδο του σχετικού κριτηρίου του Μάαστριχτ (60%) απαιτούσε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 8.4%, εάν το πρωτογενές έλλειμμα είναι της τάξης του 3% (με πρωτογενές πλεόνασμα 1%, η κατά το έτος 2030 μείωση του χρέους στο 60% απαιτούσε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4.8%).
5. Δομική Μεταβολή της Παραγωγής
Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η καθαρή αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας είναι σε όλο το μήκος της δεκαετίας του 2000 συστηματικά αρνητική. Και χωρίς θετική καθαρή αποταμίευση, η ανάπτυξη είναι απολύτως αδύνατη, εκτός εάν υπάρχει συνεχής εξωτερικός δανεισμός: Αλλά αυτό δεν είναι παρά ακριβώς το μοντέλο της «χρυσής εποχής του ευρώ», το οποίο είδαμε να αποσυντίθεται. Όπως διδάσκει η Διεθνής Οικονομική, η υποτίμηση αυξάνει την αποταμίευση αλλά δεν εγγυάται τη διατήρησή της, μακροχρονίως, στα επιθυμητά για την ανάπτυξη επίπεδα. Η επιστήμη και η εμπειρία δείχνουν ότι ένας, και μόνον ένας, τρόπος υπάρχει για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο: Η δομική μεταβολή, με στόχο την ανάπτυξη του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής έναντι των τομέων παραγωγής μέσων κατανάλωσης και υπηρεσιών. Διότι μόνον έτσι αυξάνεται η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας και, άρα, η δυνάμενη να πραγματοποιηθεί καθαρή αποταμίευση. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μέσω της άμεσης ή/και της έμμεσης μεθόδου. Η άμεση μέθοδος συνίσταται στην επανεπένδυση ενός βαθμιαία αυξανόμενου τμήματος του καθαρού προϊόντος του τομέα μέσων παραγωγής στον εαυτό του. Η έμμεση μέθοδος συνίσταται στην απόκτηση των απαιτούμενων επιπρόσθετων μέσων παραγωγής μέσω του διεθνούς εμπορίου και, άρα, εδράζεται στην ανάπτυξη των ιδιαίτερα εξαγωγικών τομέων της οικονομίας. Το βέλτιστο μείγμα αυτών των δύο μεθόδων, ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η αναδόμηση, καθώς και ο βαθμός κατά τον οποίο θα επηρεαστεί, κατά τη μεταβατική περίοδο, το ύψος της κατανάλωσης και ο διαφορισμός των μισθών ανά τομέα παραγωγής είναι κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία, ωστόσο, μόνον μία εμπειρική μελέτη δύναται να απαντήσει.
Προς το παρόν διαθέτουμε ορισμένες μόνον μελέτες, οι οποίες εκπονήθηκαν στην Ακαδημία Αθηνών, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, και προσδιορίζουν τους λεγόμενους «τομείς-κλειδιά» (key sectors) της ελληνικής οικονομίας, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, από άποψη (i) διασυνδέσεων στην παραγωγή και στην απασχόληση της εργασίας, (ii) πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων της καθαρής εκροής τους στην απασχόληση της εργασίας, και (iii) καθέτως ολοκληρωμένης παραγωγικότητας. Με κατάλληλη συμπλήρωση και ανασύνθεση, αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν τους τομείς στους οποίους πρέπει να βασιστεί η δομική μεταβολή της ελληνικής οικονομίας στη βραχυχρόνια περίοδο. Τέλος, απαιτείται ο προσδιορισμός των κλάδων όπου η ελληνική οικονομία παρουσιάζει, αφενός, στατικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και, αφετέρου, δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ο κατά σειρά πρώτος προσδιορισμός είναι αποφασιστικός για την εφαρμογή της προαναφερθείσας «έμμεσης μεθόδου», διότι ισοδυναμεί με τον προσδιορισμό των κλάδων που θα αποτελέσουν τις βασικές πηγές συναλλάγματος, ενώ ο δεύτερος προσδιορισμός δεν μπορεί να γίνει σε ανεξαρτησία από το σχεδιασμό της δομικής μεταβολής της παραγωγής. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός τέτοιου σχεδιασμού.
6. Η «Ισορροπία» στην ΖΕ και η Ελλάδα
Πολλοί υποστηρίζουν, ιδιαίτερα η λεγόμενη «κεντροαριστερά» ότι οι ανισορροπίες της ΖΕ οφείλονται, σημαντικά, στο λεγόμενο «πάγωμα των γερμανικών μισθών» και, συνεπώς, ότι εάν οι τελευταίοι αυξηθούν, τότε θα επέλθει διόρθωση. Καταρχάς, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η άποψη αποτελεί παραλλαγμένη εκδοχή άποψης του Keynes, την οποία προσπάθησε να ενσωματώσει ως «αρχή» στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς (Ιούλιος 1944), όπου σχεδιάστηκε η μεταπολεμική διάταξη του κεφαλαιοκρατικού κόσμου: «Ο ισοσκελισμός των ανισορροπιών στο ισοζύγιο πληρωμών είναι ευθύνη τόσο της πλεονασματικής όσο και της ελλειμματικής χώρας.». Ασχέτως του γεγονότος ότι αυτή η «αρχή» ούτε εφαρμόστηκε ούτε μπορεί να εφαρμοστεί, ο Keynes δεν έκρυψε ποτέ ότι κύρια πρόθεσή του ήταν, πάντοτε, η σωτηρία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Επίσης, η ανάγνωση των στατιστικών στοιχείων δείχνει ότι οι γερμανικοί πραγματικοί μισθοί δεν είναι «παγωμένοι», αλλά αυξάνονται, αν και με ρυθμούς που φαίνεται να είναι χαμηλότεροι από αυτούς της παραγωγικότητας της εργασίας. Έχει δε εκτιμηθεί ότι το μισθολογικό κόστος των γερμανών εργατών στην μεταποίηση είναι, σε απόλυτους όρους, το υψηλότερο στις χώρες του G7 και διπλάσιο από αυτό στην Ελλάδα, ενώ κατά την περίοδο 1991-1996 τα γερμανικά συνδικάτα πέτυχαν αθροιστική αύξηση μισθών της τάξης του 33%. Αλλά ακόμα και εάν κάνουμε την παραχώρηση (προς την αντίπαλη άποψη) ότι οι γερμανικοί μισθοί είναι «παγωμένοι», μπορούμε να ρωτήσουμε: Γιατί η Γερμανία να αυξήσει τους μισθούς της, όταν «τα βγάζει πέρα» (ας διατυπωθεί έτσι), τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με τους ισχύοντες μισθούς της; Τέλος, αλλά εξαιρετικά πιο σημαντικό είναι ότι, όπως δηλώνει ο λεγόμενος «Νόμος των 45 Μοιρών» του Thirlwall, ο ρυθμός μεγέθυνσης κάθε οικονομίας ως προς το ρυθμό μεγέθυνσης του υπολοίπου κόσμου έχει, μακροχρονίως, ένα άνω φράγμα δομικής φύσεως: Το λόγο της εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης των εξαγωγών της προς την εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης των εισαγωγών της. Για την ελληνική οικονομία αυτός ο λόγος φαίνεται ότι να είναι αρκετά μικρότερος του 0.64, πράγμα που συνεπάγεται ότι εάν ο υπόλοιπος κόσμος αναπτύσσεται με ρυθμό π.χ. 3%, ο ημεδαπός ρυθμός δεν μπορεί να είναι, μακροχρονίως, μεγαλύτερος του 1.93% (στην καλύτερη περίπτωση). Αυτός ο δομικός περιορισμός δεν μπορεί να χαλαρώσει ούτε με μισθολογικές ούτε με τιμολογιακές ούτε με συναλλαγματικές πολιτικές και διακανονισμούς στο εσωτερικό ή/και στο εξωτερικό. Μόνον η δομική μεταβολή της παραγωγής, την οποία περιγράψαμε προηγουμένως, οδηγεί σε αλλαγή της σύνθεσης και της ποιότητας του εθνικού προϊόντος και, έτσι, σε αύξηση της εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης των εξαγωγών, σε μείωση της εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης των εισαγωγών και, τελικά, στην υπέρβαση αυτού του τόσο καθοριστικού περιορισμού.
Από την άλλη πλευρά, πολλές συνιστώσες της ελληνικής Αριστεράς διατείνονται ότι η ελληνική διέξοδος βρίσκεται στην αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθών. Το καταρχήν πρόβλημα είναι ότι δεν προσφέρουν κανέναν υπολογισμό στήριξης αυτού του ισχυρισμού. Σύμφωνα με υπολογισμούς που δημοσιοποιήσαμε πριν από 3 χρόνια, και οι οποίοι βασίζονταν στα πλέον αναλυτικά στοιχεία του έτους 2005, δηλαδή προ-κρίσης, εάν το σύνολο των καθαρών κερδών της ελληνικής οικονομίας εθνικοποιηθεί και, εν συνεχεία, αναδιανεμηθεί προς κατανάλωση στο σύνολο του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω (85.6% του συνολικού πληθυσμού ή, περίπου, 9.486.834 άτομα), τότε προκύπτει μηνιαίο εισόδημα της τάξης των 1191 ευρώ, το οποίο είναι μικρότερο κατά 7.7% από τον τότε (2005) ισχύοντα μέσο μηνιαίο μισθό (1290 ευρώ). Λαμβανομένης υπόψη της κατά 20% ύφεσης που ακολούθησε, αλλά και του γεγονότος ότι ήδη το 2005 η καθαρή αποταμίευση ήταν μείον 6.4 δισ. ευρώ και ο καθαρός εξωτερικός δανεισμός ήταν 18.3 δισ. ευρώ (ή το 126.2% των καθαρών επενδύσεων), έπεται ότι ο ισχυρισμός περί αναδιανομής, αν και ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά των μισθωτών, είναι αβάσιμος. Η αναδιανομή της πίττας προϋποθέτει την ύπαρξη της πίττας. Η αποτελεσματική αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος δεν προϋποθέτει μόνον την παραγωγή του, αλλά και εκείνην την παραγωγή, η οποία εγγυάται, αφενός, τη διαχρονική βιωσιμότητα του εξωτερικού και του δημόσιου τομέα και, αφετέρου, τη μεγέθυνση του εισοδήματος. Προϋποθέτει τη δομική μεταβολή της ελληνικής οικονομίας.
7. Διακλάδωση
Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών αλλά και οι πιο πρόσφατες δείχνουν ότι, μέσα σε περίπου μία δεκαετία από την εισαγωγή του ευρώ, το Ευρωπαϊκό Σύστημα ενέχει ένα νέο σημείο διακλάδωσης. Αυτό είναι είτε η Δημοσιονομική-Πολιτική Ενοποίηση (με ενδιάμεσο σταθμό τη λεγόμενη Τραπεζική Ενοποίηση) είτε η διάσπαση της ΖΕ. Στην πρώτη περίπτωση θα μεσολαβήσουν – εκτιμούμε – πολλές δεκαετίες μέχρι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη να πετύχει κάτι που θα βελτιώσει τους όρους της ζωής της, ενώ στο μεταξύ οι χώρες του Νότου αλλά και ορισμένες περιφέρειες διαφόρων χωρών (για την ακρίβεια, αυτές οι περιφέρεις που υστερούν σε παραγωγικότητα εργασίας και κεφαλαίου) θα μετατραπούν σε έρημη γη (με ορισμένες οάσεις κερδοφορίας).
Ορισμένοι ελπίζουν στην ή αναζητούν την «μαγική φόρμουλα» επίλυσης της λεγόμενης ελληνικής κρίσης. Αυτή η φόρμουλα δεν πρόκειται να βρεθεί, διότι δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και το αεικίνητο στη Φυσική. Υπάρχει μία φόρμουλα, η οποία δεν μπορεί, όμως, να χαρακτηριστεί «μαγική»: Ο οργανικός σχεδιασμός-συντονισμός-κινητοποίηση του συνόλου των εργασιακών δυνάμεων του λαού από τον ίδιο τον λαό, με αρχική κατεύθυνση τη διαμόρφωση του δικού του παραγωγικού-καταναλωτικού-οικολογικού προτύπου και απώτερη τη δημιουργία μίας διεθνούς συνεργασίας νέου τύπου, μίας συνεργασίας με στόχο όχι τη μεγιστοποίηση των κερδών ανά μονάδα προκαταβεβλημένου κεφαλαίου αλλά της κοινωνικής ευημερίας. Αυτός είναι και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο το «Σχέδιο Β» αντιλαμβάνεται τον εαυτό του.
Σε κάποια «απότομη στροφή» της δεκαετίας του 1960 ελέχθη ότι: «Οι μάζες ψάχνουν τη ρωγμή μέσα από την οποία θα εισέλθουν στην Ιστορία». Σήμερα, η Κύπρος αποτέλεσε τη ρωγμή μέσα από την οποία εκατομμύρια άνθρωποι κατανόησαν, σε απειροελάχιστο κλάσμα του χρόνου, το «Τι Είναι και τι Θέλει» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ναι, είναι αλήθεια: Τώρα, ο Νότιος άνεμος θα μπορούσε να γίνει πιο δυνατός από τον Βόρειο.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου