14/7/2016
Του Tony Barber
Η δυσπιστία απέναντι στις ελίτ και ο αργός θάνατος της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκονται πίσω από την άνοδο του εθνικισμού. Υποχωρεί η απήχηση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οι αντιστάσεις στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και το φάντασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο εθνικισμός είναι μια από τις ισχυρότερες παραδόσεις της νεότερης Ευρώπης, αλλά στιγματίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με τη χιονοστιβάδα των κρίσεων που έχει χτυπήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση την τελευταία δεκαετία, τελευταίο παράδειγμα της οποίας είναι το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, ο εθνικισμός κάνει την επανεμφάνισή του.
Έχει πάρει διαφορετική μορφή από τον εθνικισμό που γεννήθηκε με τη γαλλική επανάσταση το 1789 και πέθανε το 1945. Οι σημερινές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες απέχουν έτη φωτός από αυτές της Ευρώπης του 19ου αιώνα, όταν πολλοί λαοί που αποκτούσαν εθνική συνείδηση δεν είχαν δικό τους κράτος.
Απέχουν έτη φωτός και από την εποχή των ιδεολογικών άκρων του 1918-1939 -του φασισμού και του κομμουνισμού- και των σκληρών οικονομικών συνθηκών.
Η σημερινή Ευρώπη είναι μια κατά βάση ειρηνική και πλούσια ήπειρος. Η Ε.Ε. προσφέρει ένα πλαίσιο για τη στενή συνεργασία των εθνικών κυβερνήσεων. Αναθέτει σημαντικές εξουσίες σε υπερεθνικούς θεσμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Αλλά και όσον αφορά στους ίδιους τους λαούς, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν μεγαλύτερη επαφή μεταξύ τους χάρη στην πρόοδο της επικοινωνίας, της εκπαίδευσης και των μεταφορών.
Ωστόσο ο εθνικισμός, με τον νέο του μανδύα, είναι ξανά στο προσκήνιο. Οι πιο εμφανείς εκδηλώσεις του είναι, πρώτον, η μεγαλύτερη αποφασιστικότητα των κυβερνήσεων να προστατεύσουν τα εθνικά συμφέροντα εντός της Ε.Ε. και δεύτερον, η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκιστικού αυτοχθονισμού (nativism).
Οι δύο εξελίξεις αντανακλούν ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές τάσεις. Υπάρχει μια γενικευμένη δυσπιστία απέναντι στις πολιτικές ελίτ, εν μέρει στις Βρυξέλλες, αλλά κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι της μετριοπαθούς κεντροαριστεράς χάνουν την πίστη τους στη δυνατότητα της σοσιαλδημοκρατίας να προσφέρει οικονομική ασφάλεια και να προστατέψει την εθνική ταυτότητα.
Το ένστικτο της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων στις Βρυξέλλες υπήρχε ακόμα και στο απόγειο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ωστόσο, έχει πλέον φτάσει σε νέες κορυφές καθώς η ευρωζώνη προσπαθεί να παραμείνει ενωμένη και μετά την περσινή μεταναστευτική και προσφυγική κρίση.
Είναι ορατό στην παράλυση των προσπαθειών για εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης μέσω ενός ενιαίου ταμείου εγγύησης καταθέσεων. Είναι ορατό στον ακατάπαυστο αγώνα ορισμένων κυβερνήσεων να κάμψουν νομικά τους κανονισμούς για τη δημοσιονομική πειθαρχία. Είναι επίσης ορατό στην απόφαση της Επιτροπής την περασμένη εβδομάδα να επιτρέψει στα εθνικά κοινοβούλια να ασκήσουν βέτο στους όρους της εμπορικής συμφωνίας της Ε.Ε. με τον Καναδά. Η προστασία των εθνικών συμφερόντων αναμένεται να τορπιλίσει και την προτεινόμενη εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Πριν από ένα χρόνο, οι «πέντε πρόεδροι» της Ε.Ε. -της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου- εξέδωσαν μια έκθεση για την προώθηση της οικονομικής, χρηματοπιστωτικής, δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης. Αντίγραφα της έκθεσης που βρήκε χλιαρή υποδοχή είναι καταχωνιασμένα σε υπουργεία διάφορων κρατών-μελών.
Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα αποφασιστικό βήμα για περαιτέρω ενοποίηση μέχρι τη διεξαγωγή των γαλλικών προεδρικών εκλογών και των βουλευτικών εκλογών στη Γερμανία. Ακόμα και τότε, μπορεί να μη συμβεί. Στη Γαλλία, το κεντροδεξιό κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, που ετοιμάζεται να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, τάσσεται υπέρ της επιβολής αυστηρότερων συνοριακών ελέγχων, ενός μειωμένου ρόλου της Επιτροπής και μεγαλύτερης επιρροής των εθνικών κυβερνήσεων στις πολιτικές της Ε.Ε. Η στάση αυτή έχει πολλά κοινά με εκείνη της συντηρητικής εθνικιστικής κυβέρνησης της Πολωνίας.
Η δεύτερη μορφή εθνικισμού στη σημερινή Ευρώπη είναι ο ακροδεξιός εθνικισμός. Πρόκειται για μια πιο ισχυρή δύναμη από τον ακροαριστερό ριζοσπαστισμό, όπως έγινε φανερό από την ήττα του Podemos στις ισπανικές εκλογές τον περασμένο μήνα, την όλο και λιγότερο δημοφιλή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν ο Τζέρεμι Κόρμπιν και οι νεομαρξιστές σύμμαχοί του το Εργατικό κόμμα στην Αγγλία.
Η άκρα δεξιά, τουλάχιστον στη δυτική Ευρώπη, είναι λιγότερο αντισημιτική από ό,τι ήταν στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους τη δεκαετία του 1890 και στη ναζιστική Γερμανία. Αντίθετα, είναι ισλαμοφοβική και ξενοφοβική.
Τον Οκτώβριο, η Αυστρία θα επαναλάβει τις προεδρικές εκλογές και μπορούμε να δούμε έναν υποψήφιο τέτοιου τύπου να εκλέγεται για πρώτη φορά αρχηγός κράτους της Ε.Ε.
Αλλά η ακροδεξιά είναι κάτι παραπάνω από αυτοχθονική. Αντλεί από μια δεξαμένη θυμού που τροφοδοτείται από διάφορα τμήματα της κοινωνίας, τα οποία αντιτίθενται όχι μόνο στην πολυπολιτισμικότητα ή στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αλλά και στις φιλελεύθερες αξίες αυτές καθαυτές.
Έρευνες που έγιναν σε Βρετανούς ψηψοφόρους στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου δείχνουν πως ένα από τα πιο βέβαια κριτήρια για το αν κάποιος θα ψήφιζε υπέρ της αποχώρησης ήταν αν υποστήριζε την επιστροφή της θανατικής καταδίκης.
Ένα μέρος της απήχησης του ακροδεξιού λαϊκισμού είναι ότι επιτίθεται ανελέητα στα παραδοσιακά κόμματα, βασιζόμενος στην διαδεδομένη πεποίθηση ότι ειδικά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι σχεδόν πανομοιότυπα και δεν προσφέρουν τη δυνατότητα πραγματικής επιλογής.
Όχι χωρίς κανένα λόγο, τα κόμματα παρουσιάζονται ως διεφθαρμένα και αποκομμένα από την καθημερινότητα.
Αλλά δεν είναι όλα με το μέρος των λαϊκιστών.
Η βασική τους αδυναμία είναι πως δεν έχουν οικονομικές πολιτικές πέρα από μια οργή απέναντι στο ευρώ, το ελεύθερο εμπόριο και στους ξένους που τους βλέπουν ως παράσιτα που απομυζούν το κοινωνικό κράτος.
Ο νέος εθνικισμός, με τη μορφή της ακροδεξιάς, δεν έχει αξιόπιστες λύσεις για τη σύγχρονη Ευρώπη, που παρά τα προβλήματά της πρέπει να βασίσει τις ελπίδες της για ένα καλύτερο μέλλον σε μια αμοιβαία συνεργασία και σε μια ανοικτή στάση απέναντι στον κόσμο.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου