9/1/2017
Της Stephanie Flanders*
Το ευρωπαϊκό πρότζεκτ δεν θα πετύχει όσο θα βασίζεται σε παλιές πρακτικές και στόχους. Θα πρέπει να βρει νέα κριτήρια επιτυχίας, να επενδύσει περισσότερο σε υπηρεσίες, ανθρώπους και περιοχές. Απαιτείται επανάσταση από τα... μέσα.
Οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη τους στο σύστημα στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2016, αλλά οι φορείς χάραξης πολιτικής ευελπιστούν πως μια πιο εύρωστη παγκόσμια οικονομία θα τους βοηθήσει να υπερασπιστούν το status quo το 2017. Θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αν, αντ’ αυτού, εστίαζαν στην επίτευξη μιας επανάστασης από τα μέσα.
Τόσο το δημοψήφισμα για το Brexit όσο και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έχουν χαρακτηριστεί «λαϊκισμός». Αυτό που στην πραγματικότητα έχουν κοινό, είναι το εξής: αντανακλούν μια επιθυμία, όχι μόνο να αλλάξει το σύστημα, αλλά να ξεφορτωθούμε συνολικά τις συστημικές πρακτικές.
Οι συμβατικοί πολιτικοί στην ηπειρωτική Ευρώπη βλέπουν με φόβο την αναρχία που εκτυλίσσεται στη Βρετανία και τις ΗΠΑ και αναρωτιούνται, αλλά μέσα τους πιστεύουν ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί εκεί –ιδιαίτερα τώρα που η αμερικανική και παγκόσμια ανάπτυξη φαίνεται να κινούνται ανοδικά.
Η μέτρηση της Κομισιόν για την οικονομική εμπιστοσύνη στην ευρωζώνη εκτοξεύτηκε τον περασμένο μήνα στα υψηλότερα επίπεδά της εδώ και πέντε χρόνια. Οι ευρωπαϊκές αγορές μετοχών επίσης έχουν ωφεληθεί από το ηθικό που ανεβαίνει στις ΗΠΑ και η ιδέα υψηλότερων επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες και παγκοσμίως, θα τονώσει τα οικονομικά αποτελέσματα των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Αλλά τώρα περισσότερο από ποτέ, η ελίτ της Ευρώπης δεν θα πρέπει να θεωρεί τίποτα δεδομένο. Ήδη γνωρίζουμε ότι οι οικονομικοί και πολιτικοί κύκλοι κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες. Απλά ρωτήστε την Χίλαρι Κλίντον, η οποία απέτυχε να κερδίσει την πλειοψηφία στις κρίσιμης σημασίας μεσοδυτικές πολιτείες, παρά την αύξηση στους πραγματικούς μισθούς στις ΗΠΑ και το γεγονός ότι η οικονομία κέρδιζε momentum στη μεγαλύτερη διάρκεια του περασμένου έτους. Για τους μέσους ψηφοφόρους στην ευρωζώνη, στο μεταξύ, η πιο αισθητή συνέπεια μιας πιο ισχυρής παγκόσμιας οικονομίας τους ερχόμενους μήνες θα είναι το αυξανόμενο κόστος των καυσίμων.
Οι μπούκμεϊκερς μπορεί αυτή τη φορά να έχουν δίκιο. Στα τέλη του έτους, επενδυτές και ψηφοφόροι μπορεί κάλλιστα να ανακαλύψουν ότι η Άνγκελα Μέρκελ εξακολουθεί να είναι η Γερμανίδα καγκελάριος και πως η Μαρίν Λεπέν είναι ακόμη απλά η ηγέτιδα του γαλλικού Εθνικού Μετώπου. Αλλά αυτό δε θα σημαίνει ότι «το σύστημα» θα είναι ασφαλές. Το μόνο που θα σημαίνει είναι πως πήρε παράταση χρόνου και μπορεί να αποτύχει αργότερα.
Τι έχουμε μάθει από όταν άλλαξε ο αιώνας; Έχουμε μάθει ότι, για τις οικονομίες με μεγάλα βάρη χρέους, το να επιτύχουν μια εύλογη αναλογία ονομαστικής ανάπτυξης είναι θεμελιώδες προκειμένου να ξεπεραστούν οι οικονομικές κρίσεις. Έχουμε μάθει επίσης ότι είναι πολύ δύσκολο θα το καταφέρουν αυτό όταν οι οικονομίες βρίσκονται σε ύφεση και βασίζονται αποκλειστικά στην νομισματική πολιτική για στήριξη.
Η ευρωζώνη δεν έχει ακόμη αντιμετωπίσει αποτελεσματικά καμία από αυτές τις προκλήσεις. Δεν θα πετύχει το στόχο του πληθωρισμού 2% μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, ακόμη και βάσει των εκτιμήσεων της ίδια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παρότι οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2017 αναθεωρούνται ανοδικά, η ευρωζώνη δεν αναμένεται να αναπτυχθεί με πιο γρήγορο ρυθμό φέτος απ’ ότι πέρυσι, σε ισχυρή αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου η ανάπτυξη αναμένεται πλέον να ενισχυθεί απότομα το 2017 και το 2018.
Και πάλι, η ΕΚΤ βρίσκεται σε πορεία ώστε το 2017 να μειώσει ελαφρώς τη στήριξη που προσφέρει στην οικονομία και η τάση για ανάκαμψη στις ΗΠΑ σημαίνει ότι μακροπρόθεσμα τα επιτόκια στην Ευρώπη αυξάνονται. Αν δεν αλλάξει τίποτα, η ευρωζώνη θα έχει επίσης πιο σφικτή δημοσιονομική πολιτική φέτος, έπειτα από δύο χρόνια κατά τα οποία η υψηλότερη δαπάνη έδωσε μετρίως θετική βοήθεια στην οικονομική ανάπτυξη.
Η περισσότερη επένδυση, ξεχωριστά αλλά και συλλογικά, στην άμυνα και την ασφάλεια θα μπορούσε να βοηθήσει την οικονομία της Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα θα κατευνάζει ένα μέρος των ανησυχιών των ψηφοφόρων σχετικά με την προσωπική ασφάλεια. Αλλά μέχρι στιγμής, υπάρχουν ελάχιστες τέτοιες ενδείξεις.
Κοιτώντας πιο μακροπρόθεσμα, το βαθύτερο μάθημα των τελευταίων λίγων δεκαετιών είναι ότι το κύμα της παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα είναι πολύ πιο περίπλοκο στις συνέπειές του σε σχέση με το προηγούμενο, το οποίο βρέθηκε στο απόγειό του τα χρόνια πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Richard Baldwin τα συνοψίζει εύστοχα στο νέο του βιβλίο, The Great Convergence. Η κινητήριος δύναμη της «παλιάς» παγκοσμιοποίησης ήταν το μειούμενο κόστος των αγαθών που μετακινούνταν. Η κινητήριος δύναμη αυτού του πιο πρόσφατου κύματος έχει σταθεί το μειούμενο κόστος των ιδεών που μετακινούνται.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Baldwin, οι κυβερνήσεις που προσπαθούν να βοηθήσουν τους λαούς τους να τα πάνε καλά σε αυτό το νέο περιβάλλον, θα πρέπει να επαναξιολογήσουν τις παλιές τους μεθόδους. Σημαντικά μαθήματα είναι να εστιάσουν περισσότερο στις υπηρεσίες αντί για τη μεταποίηση, καθώς και να επενδύσουν περισσότερο σε ανθρώπους και περιοχές, αντί για εργοστάσια και εταιρίες. Αλλά αυτές είναι κατά προσέγγιση εξηγήσεις. Μια ακόμη πιο ουσιαστική παρατήρηση από το βιβλίο του είναι ότι οι συνέπειες αυτής της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, για μεμονωμένα άτομα, εταιρίες και χώρες, έχουν γίνει πολύ δυσκολότερο να προβλεφθούν. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τους νικητές και τους χαμένους βάσει του τομέα όπου δραστηριοποιούνται ή των υπάρχοντων δεξιοτήτων τους.
Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να ξεφορτωθούμε τους «ειδικούς». Αλλά οι ψηφοφόροι έχουν δίκιο όταν αισθάνονται πως οι απαντήσεις δε θα βρεθούν στα παλιά και πεπατημένα. Η επιτυχία του ευρωπαϊκού πρότζεκτ έχει στο παρελθόν υπολογιστεί βάσει των κοινών κανόνων στους οποίους έχει καταφέρει να συμφωνήσει και βάσει της κλίμακας της σύγκλισης που έχει καταφέρει να επιτύχει. Δεν είναι ένα εγχείρημα που θα ακμάσει σε έναν κόσμο στον οποίο οι ψηφοφόροι ζητούν να διαταραχθούν οι παλιοί κανόνες –και όπου οι νέες δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, αν μη τι άλλο, απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τις χώρες της ευρωζώνης.
Οι φορείς χάραξης πολιτικής φαίνεται να πιστεύουν ότι το ευρωπαϊκό πρότζεκτ θα είναι ασφαλές αν οι συμβατικοί πολιτικοί ηγέτες επιβιώσουν μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Στην πραγματικότητα θα είναι ασφαλές μόνο αν μπορέσει να βρει ένα νέο κριτήριο επιτυχίας –και όταν οι φορείς χάραξης πολιτικής θα έχουν επιτέλους αποδεχθεί ότι η επίτευξη ενός ικανοποιητικού ποσοστού οικονομικής ανάπτυξης σε κάθε μέλος του μπλοκ, έχει σε αυτό τον κόσμο μεγαλύτερη σημασία από το απλά να κρατάμε το μπλοκ ενωμένο.
*Ανώτατη στρατηγική αναλύτρια για την Ευρώπη, στην JPMorgan Asset Management
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου