7/8/2017
Του Κωνσταντίνου Δράκου
Με την παρέμβασή μου αυτή δεν έχω σκοπό να επιχειρηματολογήσω, πόσο μάλλον να πείσω κάποιον, σχετικά με το εάν το ευρώ ή η δραχμή αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Ούτε επίσης να τρομοκρατήσω κανέναν με τα «κακά» που θα μας βρουν εάν επιστρέψουμε στη δραχμή. Μοναδικός σκοπός είναι να αναδείξω τις αντιφάσεις ορισμένων επιχειρημάτων που διατυπώνονται στη δημόσια σφαίρα.
Αρχικά, ας υποθέσουμε ότι επιλέγουμε την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Προφανώς, τη στιγμή που θα γίνει η επιστροφή πρέπει να οριστούν (ονομαστικές) ισοτιμίες με τα άλλα νομίσματα, πράγμα που θα αποφασίσει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Μέχρι εδώ όλα είναι (φαινομενικά) απλά. Από εκεί και πέρα η ΤτΕ πρέπει να αποφασίσει ποια τακτική διαχείρισης θα ακολουθήσει: (α) εάν η ισοτιμία θα διαμορφώνεται ελεύθερα στην αγορά συναλλάγματος (free floating), ή (β) θα εφαρμόσει σταθερές ισοτιμίες με τα βασικά νομίσματα (fixed rates), ή (γ) θα ακολουθήσει έναν συνδυασμό, δηλαδή θα ορίσει κάποιες ισοτιμίες-στόχους και με παρεμβάσεις της θα διατηρεί την ισοτιμία κοντά στον στόχο (target zone).
Οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή φέρνουν ως βασικό επιχείρημα ότι θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός ανάπτυξης, αφού θα μπορεί η ΤτΕ να διολισθαίνει τη δραχμή και ως εκ τούτου να καθιστά (ονομαστικά τουλάχιστον) τα ελληνικά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά. Αμεση απόρροια αυτού του επιχειρήματος είναι η προϋπόθεση ότι δύο από τις προαναφερθείσες τακτικές διαχείρισης αποκλείονται. Δηλαδή, για να έχει τη δυνατότητα της διολίσθησης η ΤτΕ προφανώς δεν θα επιλέξει την ελεύθερη ισοτιμία, αφού υπό αυτό το καθεστώς δεν έχει τον έλεγχο της πορείας της ισοτιμίας, όπως επίσης δεν θα επιλέξει τις σταθερές ισοτιμίες, αφού εξ ορισμού αντίκεινται στη λογική της ελεγχόμενης κατ’ επιλογήν διολίσθησης. Αλλωστε, η επιτυχία ή όχι των σταθερών ισοτιμιών εξαρτάται απόλυτα από την αξιοπιστία της πολιτικής, η οποία με το πρώτο συμβάν διολίσθησης θα εξανεμιστεί μη αναστρέψιμα. Ένα δεύτερο ρηχό επιχείρημα, που μάλλον σκοπό έχει να καθησυχάσει, είναι ότι δεν θα υπάρχουν απώλειες (των εγχωρίων αξιών ή αύξησης του φορτίου του υπάρχοντος δημοσίου χρέους) λόγω επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, μιας και η αρχική ισοτιμία, π.χ με το ευρώ, θα «κλειδώσει» στο 1:1. Εδώ οι αντιφάσεις είναι, πλέον, καταφανείς. Αντίφαση 1η: Αν «κλειδώσει» η ισοτιμία στο 1:1, για ποιο λόγο να πάει κανείς σε εθνικό νόμισμα, αφού ουσιαστικά θα έχει την τιμή του ευρώ.
Αντίφαση 2η: αν «κλειδώσει», παύει πλέον να αποτελεί μοχλό ανάπτυξης αφού δεν αποτελεί επιλογή η διολίσθηση.
Επιπλέον, η έννοια του «κλειδώματος» είναι από μόνη της προβληματική μιας και δεν πρόκειται για μια απλή διοικητική πράξη. Για να παραμείνει «κλειδωμένη» η ισοτιμία πρέπει να ισχύει κάποιο από τα παρακάτω:
• Οι συναλλασσόμενοι (διεθνώς) να έχουν πεποίθηση ότι η επιλεγείσα ισοτιμία είναι σωστή και μάλιστα θα διατηρηθεί. Η πεποίθηση της διατήρησης, όπως είπαμε νωρίτερα, θα εξατμιστεί στην πρώτη διολίσθηση. Σχετικά με την ορθότητα της επιλογής του ύψους της ισοτιμίας, στην περίπτωση του 1:1, αυτό απαιτεί τα οικονομικά θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας να το υποστηρίζουν. Για παράδειγμα, απαιτεί η ανάπτυξη, τα επιτόκια, ο πληθωρισμός και το αξιόχρεο της Ελλάδας να προσομοιάζουν με τον μέσο όρο των οικονομιών που θα βρίσκονται υπό τη σκέπη του ευρώ. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, ή
• οι ροές κεφαλαίου, άρα και το νόμισμα, να υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς κίνησης (international capital controls). Δηλαδή, με άλλα λόγια, γενίκευση των ήδη εφαρμοζόμενων περιορισμών κεφαλαίου. Αυτοί οι περιορισμοί οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη ανάπτυξη μιας παράλληλης μαύρης αγοράς και εν τοις πράγμασι υπονόμευσης της «κλειδωμένης» ισοτιμίας. Επιπλέον, ίσως και το σημαντικότερο, οι περιορισμοί πρακτικά σημαίνουν, όχι απλώς Grexit, αλλά και αποχώρηση από την Ε.Ε., μιας και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων αποτελεί θεμελιώδη αρχή της, ή
• η ΤτΕ να είναι σε θέση να διατηρεί την ισοτιμία «κλειδωμένη» παρεμβαίνοντας όποτε χρειάζεται, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ικανών συναλλαγματικών αποθεματικών, που με τη σειρά τους απαιτούν μια εξωστρεφή οικονομία με πλεόνασμα στο εξωτερικό της ισοζύγιο.
Ελπίζω να κατέστη αντιληπτό ότι η επιλογή εθνικού νομίσματος δεν αποτελεί μια απλή διοικητική πράξη και σίγουρα η στήριξη αυτής της επιλογής δεν θα στεφθεί αυτονοήτως με επιτυχία.
* Ο κ. Κων. Δράκος είναι αναπληρωτής καθηγητής Χρηματοοικονομικής, Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου