15/4/2018
Στην ετήσια έκθεσή του για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας το ΔΝΤ επαινεί την κυβέρνηση της χώρας για την «εντυπωσιακή οικονομική επίδοση» που έχει επιτύχει τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, επισημαίνει τον χαμηλό ρυθμό αύξησης των μισθών.
Συστάσεις προς τη γερμανική κυβέρνηση να αυξήσει τις επενδύσεις και τους μισθούς, ώστε να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση και να περιορίσει το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, απηύθυνε χθες το ΔΝΤ, συμπίπτοντας με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, που είχε μιλήσει την περασμένη εβδομάδα για «φετιχισμό» της Γερμανίας σε σχέση με τα πλεονάσματα. Το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας επαινεί την κυβέρνηση της χώρας για την «εντυπωσιακή οικονομική επίδοση» που έχει επιτύχει τα προηγούμενα χρόνια. Οι οικονομολόγοι του Ταμείου τονίζουν ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις διαθέτουν ισχυρή οικονομική βάση, ενώ το δημόσιο χρέος της Γερμανίας περιορίζεται «εντυπωσιακά» ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο το ΔΝΤ επισημαίνει το χαμηλό ύψος του πληθωρισμού και τον χαμηλό αλλά αυξανόμενο ρυθμό αύξησης των μισθών. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα της γερμανικής κυβέρνησης αυξήθηκε στο 1,3% του ΑΕΠ το 2017 και είναι το υψηλότερο από την εποχή της επανένωσης της Γερμανίας. Αντιθέτως, οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν μόλις κατά 0,1% του ΑΕΠ και το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει στο «πολύ υψηλό επίπεδο»του 8% του ΑΕΠ. Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το ΔΝΤ και οι ΗΠΑ επικρίνουν εδώ και χρόνια τη γερμανική κυβέρνηση για το πολύ υψηλό πλεόνασμα, καλώντας το Βερολίνο να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση, μέσω της μεγαλύτερης αύξησης των μισθών και της αύξησης των επενδύσεων.
Η πάγια απάντηση του Βερολίνου είναι ότι δεν μπορεί να κάτι τίποτα γι’ αυτό και πως το πολύ μεγάλο πλεόνασμα οφείλεται, ουσιαστικά, στην ανταγωνιστικότητα και στην ποιότητα των γερμανικών εξαγωγών. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που είχε παρουσιάσει προ δύο εβδομάδων ο Ολαφ Σολτς, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα ενισχυθούν ελαφρώς το 2018-2019 και θα αρχίσουν να μειώνονται από το 2020. Το ΔΝΤ δεν έχει πεισθεί από τα γερμανικά επιχειρήματα και στις συστάσεις που απευθύνει προς το Βερολίνο λέει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει «το ευρύ περιθώριο (που έχει) εντός των δημοσιονομικών κανόνων», ώστε να ενισχύσει περαιτέρω τις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής και στην παιδεία. Για του λόγου το αληθές, η Γερμανία είχε το 2017 επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) ύψους περίπου 20% του ΑΕΠ, δηλαδή ελάχιστα χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και ελάχιστα υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των «28», σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Την περίοδο 2007-2017, η Γερμανία ενίσχυσε το ύψος του συνόλου των επενδύσεων μόλις κατά 0,2% του ΑΕΠ, ενώ γενικότερα στην ευρωζώνη το ύψος του μειώθηκε από το 23,2% του ΑΕΠ το 2007 στο 20,5% του ΑΕΠ το 2017. Ο λόγος που η Γερμανία αρνείται να αυξήσει τις επενδύσεις για χάρη των πολιτών της παραμένει μυστήριο. Υπάρχει το ζήτημα με το λεγόμενο «φρένο χρέους» που εισήγαγε στο γερμανικό σύνταγμα η Αγκελα Μέρκελ στο απόγειο της κρίσης δημοσίου χρέους της ευρωζώνης, ωστόσο κανείς δεν ανάγκασε τους Γερμανούς πολιτικούς να το υιοθετήσουν. Η εκτίμηση του Γάλλου προέδρου περί «φετιχισμού» της Γερμανίας με το δημοσιονομικό και εμπορικό πλεόνασμα θεωρείται γενικότερα σωστή.
Το ΔΝΤ συνιστά επίσης στην κυβέρνηση Μέρκελ να προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις, τομέα στον οποίον η Γερμανίδα καγκελάριος δεν έχει να επιδείξει κάτι αξιοσημείωτο. Οι βραχυπρόθεσμες θετικές οικονομικές προοπτικές της Γερμανίας αποτελούν ευκαιρία ώστε η χώρα να ενισχύσει τις επενδύσεις της, με τελικό στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, του εργατικού δυναμικού και της μακροπρόθεσμης δυνητικής ανάπτυξης, τονίζει το ΔΝΤ. Στον τομέα των συντάξεων, το Ταμείο συνιστά στο Βερολίνο να αυξήσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, ενώ στο θέμα της φορολογίας προτείνει μείωση του συνδυασμένου ύψους φόρων και εισφορών για εργαζομένους και εργοδότες. Καλεί, τέλος, το Βερολίνο να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στον κλάδο των υπηρεσιών, ώστε να αυξηθούν η παραγωγικότητα και οι ιδιωτικές επενδύσεις.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου