Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Το τέλος των μνημονίων δεν θα αποφέρει πολλά στην οικονομία


18/8/2018

Η έξοδος της Ελλάδας από τα προγράμματα βοήθειας έχει κατά κύριο λόγο πολιτική διάσταση, παρατηρεί ο Αλέξανδρος Κρητικός. Ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου DIW θεωρεί κομβική την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η 20ή Αυγούστου μπορεί να σηματοδοτεί το πέρασμα της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή εποχή, ωστόσο το τέλος των προγραμμάτων δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία στέκεται ξανά στα πόδια της. Αντιθέτως, η χώρα δεν βρίσκεται πραγματικά σε καλή κατάσταση, επισημαίνει ο Αλέξανδρος Κρητικός. Ο διευθυντής ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW παρατηρεί ότι το τέλος των προγραμμάτων προσαρμογής έχει κατά κύριο λόγο πολιτική διάσταση και σημασία, συμβολίζοντας από τη σκοπιά της ελληνικής κυβέρνησης ότι η Ελλάδα «δεν θα βρίσκεται στο μέλλον υπό τον ζυγό των δανειστών».

«Οικονομικά η χώρα δεν επωφελείται απαραίτητα. Αντιθέτως, με την έξοδο από τον μηχανισμό διάσωσης, για παράδειγμα, οι τράπεζες χάνουν τη δυνατότητα φθηνής πρόσβασης σε χρήματα προκειμένου να μπορούν εν συνεχεία να χορηγούν δάνεια με σχετικά προσιτούς όρους», λέει ο Αλέξανδρος Κρητικός στη γερμανική ραδιοφωνία DLF. Κατά τη γνώμη του, η εκπνοή του προγράμματος και οι προσπάθειες αυτόνομης χρηματοδότησης στις αγορές μπορεί να είναι ένα μήνυμα προς δυνητικούς επενδυτές, ωστόσο για να επιστρέψουν αυτοί στην Ελλάδα απαιτούνται «πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», τονίζει ο ειδικός του DIW, υπογραμμίζοντας ότι αυτές παραμελήθηκαν εν μέρει στα χρόνια των μνημονίων.


Τι (δεν) έκανε η Ελλάδα;

«Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πολύ ισχυρότερη ανάπτυξη προκειμένου να βγει από αυτήν την κρίση, ιδιαίτερα για να μειώσει την υψηλή ανεργία της. Νομίζω ότι θα πρέπει να επιδιώκεται ρυθμός ανάπτυξης του 5%, τιμή που θα ήταν ρεαλιστική εάν η Ελλάδα άρχιζε να υλοποιεί το μέρος των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων που έχει αφήσει σε εκκρεμότητα», εκτιμά ο Αλέξανδρος Κρητικός.

Στο ερώτημα που διατυπώνεται συχνά, γιατί η Ελλάδα άργησε τόσο πολύ να βγει από τα προγράμματα προσαρμογής σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που υπήχθησαν σε αντίστοιχα προγράμματα, ο διευθυντής ερευνών του DIW εντοπίζει δύο βασικά αίτια: «Από τη μία η κρίση και οι αντιξοότητες τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αυτά τα οκτώ χρόνια ήταν πολύ πιο ριζικές από ό,τι σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιρλανδία. Η άλλη αιτία που σίγουρα διακρίνει κανείς είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, όχι μόνο η σημερινή αλλά και οι προηγούμενες, ήταν πολύ λιγότερο συνεργάσιμες με τους δανειστές (σ.σ. συγκριτικά με τις άλλες χώρες) και επίσης υπέβαλαν πολύ λιγότερες δικές τους προτάσεις για ταχεία έξοδο από την κρίση».

Πηγή Deutsche Welle

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έκανε δημοσιονομική προσαρμογή περίπου 30%, η Ιρλανδία 15%, η Πορτογαλία 14%, η Ισπανία 9%, η Ιταλία 6% και η Κύπρος 8%. Επιπλέον, οι άλλες χώρες συμμετέχουν στην ποσοτική χαλάρωση (αγορά ομολόγων τους από την ΕΚΤ) που ρίχνει τα επιτόκια δανεισμού και δεν ζητούν απ' αυτές τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα που ζητούν από εμάς και για ασύλληπτο χρονικό διάστημα. (3.5% από το 2017 ως το 2022 και 2.2% από το 2023 ως το 2060). Παρ' όλα αυτά η Ελλάδα είχε το δεύτερο μικρότερο δημόσιο συν ιδιωτικό χρέος μετά την Πορτογαλία.

Η διαφορά μας από τις άλλες χώρες είναι ότι η ΕΚΤ ζητούσε ομόλογα του δημοσίου για να δανείσει τις ελληνικές τράπεζες κάνοντας έτσι δημόσιο το τραπεζικό χρέος. Χρέος το οποίο διπλασιάστηκε σε 8 μόλις χρόνια με το ευρώ (1/1/2002-31/12/2009). Όσα χρωστούσε το ελληνικό κράτος από το 1830 ως το 2001, άλλα τόσα έφτασε να χρωστάει μέχρι το 2009. Μάλιστα, το 80% του δημοσίου χρέους ήταν σε δραχμές την τελευταία ημέρα της δραχμής, ενώ με το ευρώ το σύνολο του ήταν (και είναι) σε ξένο νόμισμα (το ευρώ). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου