Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Οι Αμερικανοί ακτιβιστές κάνουν άνω κάτω την Ευρώπη


16/12/2018

Του Tom Braithwaite

Τι κοινό έχουν Μίλαν, Pernod Ricard, Bayer, ThyssenKrupp και Telecom Italia; Βλέπουν τους ακτιβιστές του Elliott Management στο μετοχολόγιό τους. Οι στρατηγικές προσέγγισης και γιατί οι ευρωπαϊκοί όμιλοι δεν μπορούν να βγάλουν… άμυνες.

Το Elliott Management του Paul Singer είναι γνωστό για την τόλμη του. Διαβόητο για το ότι δέσμευσε ένα πλοίο σε μια διαμάχη με την κυβέρνηση της Αργεντινής, το αμερικανικό hedge fund κινήθηκε στην Ευρώπη.

Μόνο αυτόν τον μήνα το Elliott αναδύθηκε με θέσεις στην Bayer, την γερμανική φαρμακοβιομηχανία και την Pernod Ricard, την γαλλική εταιρεία αλκοολούχων ποτών. Τον Μάιο εμφανίστηκε στην ThyssenKrupp, την γερμανική σιδηρουργία. Τον Ιούλιο απέκτησε τον έλεγχο της Μίλαν, της ιταλικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Ακόμα και για το Elliott, το να πάρει τον έλεγχο των «Ροσονέρι» είναι παράτολμο.

Παρ’ όλ’ αυτά η αντίδραση σε αυτή την έκρηξη δραστηριότητας υπήρξε παράξενα ήπια. Το 2005, ο Γερμανός πολιτικός Franz Müntefering συνέκρινε τους Αμερικανούς επενδυτές με «ακρίδες», φοβούμενος ότι θα μπορούσαν να αφήσουν συντρίμμια τον επιχειρηματικό τομέα της χώρας.

Τώρα οι ακτιβιστές έφτασαν με ορμή. Τα διοικητικά συμβούλια κάποιες στιγμές ακόμα διαμαρτύρονται με θόρυβο, ο απερχόμενος πρόεδρος της ThyssenKrupp κατηγόρησε τους ακτιβιστές για «ψυχολογικό τρόμο», αλλά έχουν λίγους συμμάχους. Δεν υπάρχει συζήτηση περί «ακρίδων» από τους έμπειρους πολιτικούς.

Τουλάχιστον η γαλλική κυβέρνηση μίλησε αυτή την εβδομάδα για την επένδυση στην Pernod Ricard. «Οι μεγάλες γαλλικές εταιρείες [θα έπρεπε] να έχουν σταθερούς και μακροχρόνιους επενδυτές που είναι πρόθυμοι να στηρίξουν την ανάπτυξη τους και να τις κρατήσουν αγκυροβολημένες στη Γαλλία, έτσι ώστε να μην υπόκεινται στην πίεση από μετόχους που θέλουν μόνο βραχυπρόθεσμη κερδοφορία».

Οι «ακρίδες», όμως, έχουν μεταλλαχθεί και το περιβάλλον έχει αλλάξει, δεν είναι πλέον αντανακλαστικά εχθρικό έναντι ξένων «παρείσακτων». Για την επένδυση στην Pernod Ricard το Elliott προσέλαβε ως σύμβουλο τον Alain Minc, επιχειρηματία και φιλόσοφο που είναι αναπόσπαστο κομμάτι και μεσάζων του γαλλικού κατεστημένου. Χρησιμοποιεί επίσης θερμά λόγια: «το ταξίδι της Pernod από μια μικρή τοπική εταιρεία σε ένα εμβληματικό γαλλικό πολυεθνικό ηγέτη υπήρξε εντυπωσιακή, και στην οικογένεια Ricard αξίζει αναγνώριση…»

Το Elliott δεν πήρε μια θέση 1 δισεκατομμυρίου ευρώ για να κολακεύσει την οικογένεια. Θέλει υψηλότερα περιθώρια κέρδους, καλύτερη εταιρική διακυβέρνηση και ένα δυνητικό σπάσιμο. Έμαθε ότι το μήνυμά της, όπως ένα ποτήρι Ricard, είναι περισσότερο εύπεπτο όταν νερώνεται.

«Οι Αμερικανοί ακτιβιστές που είναι επιτυχημένοι εδώ είναι αυτοί που αναγνωρίζουν το πως πρέπει να δράσουν σε διαφορετικές περιοχές», λέει ο Michael Henson της Statera που συμβουλεύει επιχειρήσεις για το πώς θα χειριστούν ακτιβιστές.

Στην Telecom Italia, το Elliott φαίνεται πως χρησιμοποιεί σιδερένια γροθιά. Πέτυχε να εκδιώξει το διοικητικό συμβούλιο το Μάιο, που ελέγχονταν από την γαλλική Vivendi και πανηγύρισε «ένα ισχυρό σήμα στην Ιταλία και πέρα από αυτή ότι οι επενδυτές που ασχολούνται δεν θα αποδεχτούν κατώτερης ποιότητας εταιρική διακυβέρνηση».

Χρησιμοποίησε, όμως, και μια δαιμόνια γνώση της τοπικής σκηνής, μπορεί να ελέγχεται από Αμερικανούς, αλλά υπάρχουν πολλοί ευρωπαίοι σε υψηλές θέσεις στο hedge fund. Η κρατική Cassa Depositi e Prestiti είχε ποσοστό 5% στην Telecom Italia και ήταν πρόθυμη να τα βρει με τους Αμερικανούς για να βάλει φρένο τους Γάλλους. Δείχνοντας ότι έχει μάθει την τοπική γλώσσα, το Elliott έφτασε να κατηγορήσει την Vivendi ότι έχει βραχυπρόθεσμα σχέδια.

Την περασμένη δεκαετία η Pernod Ricard έδειχνε αδιαπέραστη. Η οικογένεια Ricard ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος με 20% επί των δικαιωμάτων ψήφου. Επιφανής μέτοχος ήταν επίσης το Caisse des Dépôts, το εθνικό fund που κάποτε είχε τον τίτλο του «οπλισμένου χεριού του κράτος», στην θυελλώδη άμυνα των γαλλικών επιχειρήσεων.

Στα χαρτιά, πολλές από τις άμυνες που είχαν στόχο να κάνουν την Ευρώπη εχθρικό πεδίο για τους ακτιβιστές (διπλά διοικητικά συμβούλια, μακροπρόθεσμοι θεσμικοί επενδυτές, ειδικά δικαιώματα ψήφου και κυβερνήσεις που παρεμβαίνουν), υπάρχουν ακόμα. Στην πραγματικότητα έχουν διαβρωθεί.

Η άνοδος της παθητικής (passive) επένδυσης έχει αλλάξει την εξίσωση. Οι υφιστάμενοι επενδυτές είναι πιο πιθανό να είναι ουδέτεροι ή ακόμα και χαρούμενοι βλέποντας ακτιβιστές να φτάνουν.

Απομένει να αποκατασταθεί το μεγαλείο στους κόκκινους της Μίλαν και η ενσωμάτωση του Elliott στην Ευρώπη θα έχει ολοκληρωθεί.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου