11/2/2016
Αφού κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1980, η Ζιμπάμπουε βρήκε το δρόμο προς την ευημερία, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 4,3 τοις εκατό. Για περίπου δύο δεκαετίες γνώρισε πορεία σταθερής ανάπτυξης, η οποία διακόπηκε μόνο περιστασιακά. Η χώρα είναι προικισμένη με πλούσια αποθέματα πόρων και ορυκτών, αφού διαθέτει τεράστια κοιτάσματα διαμαντιών, χρυσού, νικελίου, σιδήρου, λευκόχρυσου, άνθρακα και άλλων φυσικών προϊόντων. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Αφρικής, είχε μια εκλεπτυσμένη βιομηχανία παραγωγής υφασμάτων, τσιμέντου, χημικών, χάλυβα, ξύλου και άλλων προϊόντων.
Η γεωργική παραγωγή, ο στυλοβάτης της οικονομίας της, υποστηρίζεται από 10.747 φράγματα (από τα συνολικά 12.430 φράγματα νερού που υπάρχουν σε ολόκληρη την περιοχή της Νότιας Αφρικής) (Sugunan, 1997). Η καπνοβιομηχανία ήταν για την Ζιμπάμπουε η πιο επιτυχημένη μηχανή παραγωγής ξένου συναλλάγματος, κερδίζοντας περίπου 600 εκατομμύρια USD το 2000. Η Ζιμπάμπουε ήταν επίσης ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Ίσως όμως ο πιο καίριας σημασίας τομέας για τη Ζιμπάμπουε ήταν ο ισχυρός τραπεζικός τομέας της και η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, το οποίο «επέτρεπε στους ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν τα ιδία κεφάλαια τους στη γη για την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων ή την επέκταση των παλαιών» (Richardson, 2005, σελ. 1).
Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η οικονομική πρόοδος της Ζιμπάμπουε σταμάτησε και η οικονομία της χώρας εισήλθε σε φάση ύφεσης. Τι προκάλεσε αυτή τη μεταστροφή; Οι συχνά απλοϊκές αναφορές των μέσων ενημέρωσης υπαινίσσονταν ότι η κοπή νέου χρήματος ήταν αυτή που οδήγησε τη Ζιμπάμπουε στην οικονομική κατάρρευση. Ωστόσο, στην πραγματικότητα η οικονομική κατάρρευση ήρθε πρώτη, και η μαζική εκτύπωση χρήματος αποτέλεσε συνέπεια αυτής.
Ο πρόεδρος της Ζιμπάμπουε, Ρόμπερτ Μουγκάμπε (Robert Mugabe), και άλλα μέλη του κυβερνώντος κόμματος ZANU-PF, ήταν πρόθυμοι να κατηγορήσουν την συνεχόμενη ξηρασία και τις συντομευμένες κυρώσεις των δυτικών χωρών ως αίτια της οικονομική παρακμής. Ωστόσο, αυτοί οι ισχυρισμοί είναι εύκολα διαψεύσιμες: οι κυρώσεις στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης τέθηκαν σε ισχύ μόλις το 2002. Η εμπειρική έρευνα θέτει εν αμφιβόλων επίσης τον ισχυρισμό ότι ευθυνόταν η ξηρασία για την οικονομική παρακμή: «Η ιστορικά στενή σχέση μεταξύ της βροχόπτωσης και της αύξησης του ΑΕΠ διεκόπη το 2000 – τα πρώτα χρόνια μετά τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις» (Coltart, 2008, σελ. 10).
Ποιοι ήταν λοιπόν οι πραγματικοί λόγοι για την οικονομική πτώση της Ζιμπάμπουε; Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε περίπου 4.500 λευκές οικογένειες ανήκαν τα περισσότερα από τα εμπορικά αγροκτήματα, που απασχολούσαν 350.000 έγχρωμους εργαζόμενους και συχνά παρείχαν χρηματοοικονομική υποστήριξη στις τοπικές υποδομές, τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Ταυτόχρονα 8.500 περίπου έγχρωμοι αγρότες, που κατείχαν μικρής κλίμακας εμπορικές εκμεταλλεύσεις, ήταν σε θέση να έχουν πρόσβαση σε πιστώσεις προερχόμενες από τις τράπεζες της Ζιμπάμπουε και συνέβαλλαν ζωτικά στη γεωργική παραγωγή (Richardson, 2005). Ωστόσο, η επικράτηση των λευκών αγροτών στη γεωργική παραγωγή – που συχνά θεωρήθηκε ως κληρονομιά του καθεστώς της αποικιοκρατίας – πυροδότησε αρνητικά συναισθήματα και τροφοδότησε αντιδράσεις από τον Μουγκάμπε και άλλους που αιτούνταν να επιστρέψουν τα εύφορα «κλεμμένα εδάφη» στο έγχρωμους πολίτες της Ζιμπάμπουε (Hill, 2003, σελ 102) .
Παρ ‘όλα αυτά, οι συγκρούσεις αυτές δεν περιόρισαν την οικονομική ανάπτυξη μέχρι τη στιγμή που η ρητορική τέθηκε σε εφαρμογή. Το «σημείο χωρίς επιστροφή», σύμφωνα με Coltart (2008), έλαβε χώρα το 1997 με τρεις κρίσιμες εξελίξεις. Η πρώτη ήταν ότι οι βετεράνοι του πολέμου, οι οποίοι είχαν πάρει μέρος στον αγώνα για την ανεξαρτησία και ήταν παραδοσιακά πιστοί στο κόμμα του ZANU-PF, δυσαρεστούνταν όλο και περισσότερο με τον αυξανόμενο πλούτο της άρχουσας ελίτ και άρχισαν να απαιτούν ένα μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου αυτού. Σε απάντηση, ο Μουγκάμπε δεσμεύτηκε να αυξήσει τις συντάξεις καθώς και να προβεί και σε άλλες μορφές παροχών. Η δεύτερη εξέλιξη αφορούσε την απόφαση του Μουγκάμπε να διατάξει μια δαπανηρή ανάπτυξη του στρατού της Ζιμπάμπουε στη Δημοκρατία του Κονγκό (η οποία διήρκεσε μέχρι το 2003), προκειμένου να στηρίξει το καθεστώς του Λοραίν Καμπίλα (Laurent Kabila), ώστε να προστατεύσει τις επενδύσεις εξόρυξης στις οποίες είχαν δραστηριοποιηθεί τα μέλη της άρχουσας ελίτ της Ζιμπάμπουε. Η τρίτη εξέλιξη και ίσως η πιο κρίσιμη, είναι ότι η κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε τελικά άρχισε να κάνει πράξη τις απειλές της να κατάσχει τεράστιες εκτάσεις γης από εμπορικές αγροτικές μονάδες που ανήκαν σε λευκούς.
Ενώ οι δύο πρώτες εξελίξεις οδήγησαν σε αύξηση των κρατικών δαπανών, η τρίτη μείωσε την παραγωγή και τις εξαγωγές, που με τη σειρά τους μείωσαν τα φορολογικά έσοδα. Αυτή η αύξηση των κρατικών δαπανών και η πτώση των κρατικών εσόδων ήταν «η αρχή του καθοδικού φαύλου κύκλου της οικονομίας της Ζιμπάμπουε». Η επίδραση της αγροτικής μεταρρύθμισης ήταν πολλαπλή. Πρώτον, οι ξένοι επενδυτές τράπηκαν σε φυγή, φοβούμενοι ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία θα μπορούσαν να κατασχεθούν ανά πάσα στιγμή. Μέχρι το 2001 οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη Ζιμπάμπουε έπεσαν στο μηδέν, ενώ το ασφάλιστρο κινδύνου της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις ξένες επενδύσεις αυξήθηκε από 4% σε 20%. Δεύτερον, η κατάργηση των τίτλων ιδιοκτησίας γης αφαίρεσαν μια σημαντική πηγή εγγυήσεων έναντι των τραπεζικών δανείων. Ως αποτέλεσμα στέρεψαν οι ροές δανεισμού προς τους αγρότες και οι επενδύσεις στη γεωργία μειώθηκαν κατακόρυφα. Τρίτον, οι γεωργοί οι οποίοι εκδιώχθηκαν [από την παραγωγική διαδικασία] βρέθηκαν σε αδυναμία να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Αυτό, σε συνδυασμό με την απώλεια εσόδων από τα αγροτικά δάνεια, οδήγησε δεκάδες τράπεζες στην κατάρρευση, με τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις για τον επιχειρηματικό κόσμο της Ζιμπάμπουε. Τέταρτον, η αναδιανομή της γης, παρόλο που υποτίθεται ότι θα ωφελούσε τα φτωχότερα στρώματα της Ζιμπάμπουε, στην πραγματικότητα ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό την άρχουσα ελίτ που προνομιακά επέλεξε τα πιο εύφορα καλλιεργήσιμα εδάφη. Με τις αγροτικές επιχειρήσεις να εγκαταλείπουν τη Ζιμπάμπουε, οι αποδόσεις των καλλιεργειών συρρικνώθηκαν και ακολούθησε περίοδος πείνας. Πέμπτον, οι τιμές της γης κατέρρευσαν, λόγω της αφαίρεσης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, και μαζί με αυτές κατέρρευσε ένα μεγάλο μέρος του πλούτου της Ζιμπάμπουε.
Με μια τόσο μεγάλη απώλεια στην παραγωγή, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν δραματικά. Σε συνδυασμό με την αύξηση των δαπανών, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης τέθηκε υπό σοβαρή πίεση. Αυτή η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2001, όταν η κυβέρνηση βρέθηκε σε αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου της έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Το ΔΝΤ και η εκτύπωση χρήματος
Σε απάντηση, το ΔΝΤ αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση (όπως η αναχρηματοδότηση ή διαγραφή του δάνειου) προκειμένου να τιμωρήσει την κυβέρνηση για τις πολιτικές που ακολούθησε, με πιο σημαντική τα μέτρα που εφάρμοσε για τη μεταρρύθμιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γης. Με μειωμένη την παραγωγή τροφίμων λόγω των αγροτικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, η κυβέρνηση έπρεπε να εισάγει τρόφιμα από το εξωτερικό για να αποτρέψει μια κατάσταση μαζικής λιμοκτονίας.
Όμως, λόγω της αθέτησης του δανείου προς το ΔΝΤ, η πιστοληπτική ικανότητα της Ζιμπάμπουε ήταν ουσιαστικά κατεστραμμένη, γεγονός που έκανε αδύνατη την εύρεση εναλλακτικού δανείου από άλλη πηγή. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε άρχισε να εκδίδει το δικό της νόμισμα και να το χρησιμοποιεί για να αγοράσει δολάρια ΗΠΑ στην αγορά συναλλάγματος. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να καλύψει το αυξανόμενο έλλειμμα μεταξύ των δαπανών και των εσόδων μέσω της δημιουργίας χρήματος αύξησε την αγοραστική δύναμη στην οικονομία, ενώ ταυτόχρονα η πτώση της παραγωγής στον τομέα της γεωργίας και της μεταποίησης περιόρισε την ποσότητα των προϊόντων που υπήρχαν διαθέσιμα προς αγορά.
Το αποτέλεσμα ήταν η κλασική περίπτωση του «πάρα πολλά χρήματα κυνηγούν πολύ λίγα αγαθά». Ακολούθησε περίοδος υψηλού πληθωρισμού, με ετήσιους ρυθμούς πάνω από 100% από το 2001. Μέχρι το 2003 η αξία του δολαρίου της Ζιμπάμπουε είχε συρρικνωθεί σε τέτοιο βαθμό που κόστιζε στη κυβέρνηση περισσότερο η έκδοση των χαρτονομισμάτων και των κερμάτων από την ονομαστική αξία που αυτά είχαν. Υπό το πρίσμα αυτό, η κυβέρνηση άρχισε να εκδίδει επιταγές στο κομιστή σε πολύ υψηλές ονομαστικές τιμές.
Μετά την αθέτηση του δανείου προς τυ ΔΝΤ, η κατάσταση στη Ζιμπάμπουε επιδεινώθηκε ταχύτατα, με κάθε νέο πολιτικό μέτρο από το κόμμα του ZANU-PF να έχει αποκλειστικό στόχο την παραμονή του στην εξουσία. Το ΖΑΝU-PF πέτυχε το στόχο αυτό παραγκωνίζοντας κάθε αντιπολιτευτική κίνηση από την μία αλλά και με την ιδιοποίηση των πόρων της χώρας, μέσω της κατάσχεσης και της ανακατανομής των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων. Η στρατηγική αυτή περιελάμβανε τη δολοφονία εκπροσώπων της αντιπολίτευσης αλλά και πολλών λευκών αγροτών, προκειμένου να κατασχεθεί η γη τους.
Ο εκφοβισμός όχι μόνο της αντιπολίτευσης και της δικαστικής εξουσίας, αλλά και του συνόλου του πληθυσμού έγινε ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας [του ZANU-PF]. Για παράδειγμα, το 2004 οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανέφεραν ότι περίπου το 90 τοις εκατό μελών της αντιπολίτευσης είχαν πέσει θύματα εγκλημάτων βίας, 24 τοις εκατό είχαν υποβληθεί σε δυνητικά θανατηφόρες επιθέσεις και 42 τοις εκατό είχαν βασανιστεί.
Μέχρι το 2005, οι οικονομικές συνθήκες είχαν γίνει ιδιαίτερα δυσμενής. Περισσότερο από το 80 τοις εκατό του πληθυσμού της Ζιμπάμπουε ήταν επισήμως άνεργοι. Η παραοικονομία, η οποία αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10% του συνόλου της οικονομίας το 1980, ήταν από το 2005 η κύρια πηγή εισοδήματος για την πλειονότητα των πολιτών της Ζιμπάμπουε: πάνω από 3 εκατομμύρια άνθρωποι εργάστηκαν στη μαύρη οικονομία σε σύγκριση με μόνο 1,3 εκατομμύρια στον επίσημο τομέα (Tibaijuka, 2005).
Με την οικονομική κατάσταση να επιδεινώνεται ραγδαία, η κυβέρνηση κατέφυγε σε ακραία μέτρα τόσο για να στηρίξει τη θέση της όσο και για να θέσει την οικονομία υπό έλεγχο. Για παράδειγμα, το 2005 η κυβέρνηση εφάρμοσε νόμο ο οποίος απαιτούσε από τους εξαγωγείς να πωλούν έως και 30 τοις εκατό των κερδών τους σε συνάλλαγμα στην Κεντρική Τράπεζα της Ζιμπάμπουε σε μία τεχνητά χαμηλή ισοτιμία. Αυτό άμεσα πρόσθεσε ένα τεράστιο κόστος στον τομέα της μεταποίησης, η κατάσταση του οποίου επιδεινώθηκε όταν το δολάριο της Ζιμπάμπουε ενισχύθηκε λόγω της εξωτερικής βοήθειας (καθώς η τιμή των εξαγωγών σε όρους άλλων νομισμάτων, αυξήθηκε, ενώ η τιμή των εισαγωγών μειώθηκε). Έτσι με το κόστος επίσης να αυξάνεται ραγδαία (ιδιαίτερα των επιτοκίων), οι τοπικοί παραγωγοί αγωνίζονταν να επιβιώσουν (Coltart, 2008).
Η πίεση στην οικονομία εντάθηκε από την προσπάθεια της κυβέρνησης να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Ωστόσο, ο πληθωρισμός συνέχισε να αυξάνεται, με τις αυξήσεις των τιμών να αγγίζουν το 50% μηνιαίως -το αναγκαίο επίπεδο για να χαρακτηριστεί ως υπερπληθωρισμός- από τα μέσα έως τα τέλη του 2007 (McIndoe, 2009). Η κυβέρνηση συνέχισε να προσπαθεί να περιορίσει τον πληθωρισμό. Το 2007 μεταξύ άλλων προσπάθησε να συγκρατήσει τον πληθωρισμό μέσω του μηχανισμού άμεσου ελέγχου των τιμών αλλά με μικρή επιτυχία. Οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται, και κάθε οικονομικός δείκτης γινότανε αισθητά χειρότερος.
Για να συμβάλει στην κάλυψη του ελλείμματος από την συρρίκνωση του εισοδήματος της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε, η Κεντρική Τράπεζα της Ζιμπάμπουε αύξησε την ποσότητα του κυκλοφορούντος νομίσματος σε ανησυχητικό ρυθμό μετά το 2003, και οδήγησε στην εισαγωγή του δεύτερου δολαρίου Ζιμπάμπουε το 2006, με ισοτιμία στα 1000 παλιά δολάρια Ζιμπάμπουε και υποτιμήθηκε 60% έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ. Ακολούθησε μια περαιτέρω υποτίμηση της τάξης του 92% το 2007. Το τρίτο δολάριο Ζιμπάμπουε εισήχθη το 2008 με ισοτιμία 10 δισεκατομμύρια φορές ως προς το δεύτερο δολάριο Ζιμπάμπουε (Noko, 2011).
Μέχρι το Νοέμβριο του 2008, ο ρυθμός πληθωρισμού στη Ζιμπάμπουε είχε κορυφωθεί σε 79.6 δισεκατομμύρια τοις εκατό ανά μήνα (Hanke & Kwok, 2009). Στην δημιουργία της πληθωριστικής κορύφωσης, οι τιμές αναπροσαρμόζονταν προς τα πάνω με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς, σε ημερήσια βάση, ωριαία βάση ή ακόμα και μέσα σε συντομότερες χρονικές περιόδους. Οι τιμές των εμπορευμάτων σε δολάρια Ζιμπάμπουε αναπροσαρμόζονταν έναντι των ισοτιμιών των ξένων νομισμάτων, τα οποία ανταλλάσσονταν στην μαύρη αγορά συναλλάγματος στους δρόμους, τα καταστήματα και τις αυλές όπου οι «άνθρωποι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τα δολάρια Ζιμπάμπουε που κατήχαν» αμέσως μόλις τα αποκτούσαν (The Economist, 2008).
Με την αξία του δολαρίου της Ζιμπάμπουε να μειώνεται έναντι των άλλων νομισμάτων με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, η «δολαριοποίηση»- η χρήση δολαρίων ΗΠΑ αντί του τοπικού νομίσματος – έγινε ευρέως διαδεδομένη εφόσον «οι άνθρωποι απλά αρνούνταν να χρησιμοποιήσουν το δολάριο της Ζιμπάμπουε» ( Hanke & Kwok, 2009, σελ. 354). Μέχρι το Φεβρουάριο του 2009, οι αρχές αναγνώρισαν επίσημα την διάλυση του δολαρίου της Ζιμπάμπουε, και υιοθετήθηκε ένα «πολυνομισματικό σύστημα». Η απόφαση αυτή έθεσε τέλος στην περίοδο των δέκα χρόνων υψηλού πληθωρισμού και των δύο χρόνων υπερπληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα, το επίπεδο των τιμών (σε δολάρια ΗΠΑ) σταθεροποιήθηκε, και η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε δολάρια Ζιμπάμπουε ανεστάλησαν με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία του Z $ 35 τετράκις εκατομμύρια σε US $ 1 (ΔΝΤ, 2010).
Στο τέλος, η ζημία που υπέστη η οικονομία της Ζιμπάμπουε ήταν συγκλονιστική. Από το 2000 έως 2008, η παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 40 τοις εκατό, ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός εσόδων έπεσε από πάνω από 28 τοις εκατό του ΑΕΠ (το 1998) σε λιγότερο από το 5 τοις εκατό (το 2008). Η πραγματικότητα αυτή είχε ως αποτέλεσμα την:
«σχεδόν ολική κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών. Μέχρι το τέλος του 2008, τα περισσότερα σχολεία και πολλά νοσοκομεία είχαν κλείσει, τα δίκτυα μεταφορών και της ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκονταν σε σοβαρό κίνδυνο, και η μετάδοση επιδημίας χολέρας μέσω του νερού είχε στοιχίσει πάνω από 4.000 ζωές. » (ΔΝΤ, 2010, σ. 51)
Εν κατακλείδι, ήταν ο αγώνας για τη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας που οδήγησαν το καθεστώς Μουγκάμπε να εφαρμόσει πολιτικές που προκάλεσαν σημαντική πτώση της παραγωγικής ικανότητας μια ευημερούσας και αναπτυσσόμενης οικονομίας. Αυτή η πτώση της παραγωγής, και η συνακόλουθη πτώση των φορολογικών εσόδων (σε συνδυασμό με κάποιες ακριβές στρατιωτικές επιχειρήσεις) συμπίεσαν περαιτέρω τα κρατικά έσοδα. Η απαλλοτρίωση των γεωργικών εκτάσεων, προκειμένου το καθεστώς να κατευνάσει τους πολιτικούς του συμμάχους οδήγησε στην καταστροφή του γεωργικού τομέα της Ζιμπάμπουε, με τις επακόλουθες αρνητικές αλυσιδωτές επιπτώσεις σε άλλους τομείς της οικονομίας. Κατά συνέπεια, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν δραματικά και με αυξημένες τις κυβερνητικές δαπάνες (και πάλι με στόχο να κατευνάσει τους πολιτικούς του συμμάχους), μέσω του ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας της Ζιμπάμπουε (και επομένως μέσω του πολιτικού ελέγχου της δημιουργίας χρήματος) αναγκάστηκε να στραφεί προς την εκτύπωση χρήματος για να καλύψει το κενό.
Έτσι, ενώ η εκτύπωση χρήματος οδήγησε σε υπερπληθωρισμό, δεν είναι ορθή η υπόθεση ότι η εκτύπωση χρήματος οδηγεί πάντα σε ψηλό πληθωρισμό ή Υπερπληθωρισμό. Μάλλον, ήταν η εκτύπωση χρήματος για τη χρηματοδότηση των δαπανών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πληθωριστικές επιπτώσεις και η προηγούμενη κατάρρευση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας, η οποία ώθησε τη Ζιμπάμπουε σε υπερπληθωρισμό. Εάν είχε η κεντρική τράπεζα της Ζιμπάμπουε την ανεξαρτησία της από τους πολιτικούς και είχε επικεντρωθεί στη σταθερότητα των τιμών και όχι στη διευκόλυνση των κρατικών δαπανών (με πιο προσεκτικό έλεγχο επί της δημιουργίας χρήματος), ο υπερπληθωρισμός θα ήταν αδύνατος.
Πηγές εδώ κι εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου