Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Γιατί οι επιθέσεις Τραμπ στη FED θα έχουν βαρύ τίμημα


17/4/2019

Του Mohamed El-Erian*

Το λάθος των επενδυτών να μη δίνουν σημασία στις συνέπειες που έχει η συνεχής επίθεση του πλανητάρχη στην κεντρική τράπεζα. Η προσπάθεια για την εκ των έσω υπονόμευση και τι μπορεί να σημαίνει για τις παγκόσμιες αγορές.

Οι επενδυτές είναι αξιοσημείωτα χαλαροί για τις αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις στη FED, την πιο σημαντική κεντρική τράπεζα του κόσμου, κάτι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με ό,τι είδαμε ιστορικά στις αναπτυγμένες αγορές και σε ό,τι οι αναπτυσσόμενες αγορές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν.

Ενώ υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό, το κύρος τους μπορεί να εξατμιστεί με τον καιρό. Αντί να ελπίζουν ότι η FED θα καταφέρει να περάσει αλώβητη αυτή την άβολη περίοδο, οι επενδυτές θα πρέπει να περιμένουν ένα νέο χτύπημα στην αξιοπιστία της, το οποίο μπορεί ακόμα και να δημιουργήσει ζημιά στην αμερικανική οικονομία, η οποία, υπό την διοίκηση Τραμπ, επωφελήθηκε από την απορρύθμιση, τις μειώσεις φόρου, την αύξηση μισθών και την περισσότερο δυναμική επένδυση των επιχειρήσεων.

Ο Λευκός Οίκος πρόσφατα έκανε έκκληση για μείωση επιτοκίου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και επιπλέον τόνωση μέσω επανέναρξης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, χτίζοντας πάνω στο παράπονο του Ντ. Τραμπ ότι η FED το παράκανε με τις αυξήσεις επιτοκίου. Αυτό έρχεται αφότου η FED παγίωσε μια δραματική στροφή 180 μοιρών στην πολιτική της και παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τζ. Πάουελ επανέλαβε στην τελευταία συνέντευξη Τύπου ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε «καλή κατάσταση», ενώ απέρριψε την εκτίμηση για ύφεση στην Ευρώπη, την πιο αδύναμη και περισσότερο ευάλωτη σήμερα, από τις συστημικά σημαντικές οικονομικές περιοχές.

Ο Τραμπ έχει επίσης αλλάξει την προσέγγιση στους διορισμούς του Διοικητικού Συμβουλίου της FED. Η προηγούμενη προτίμηση για καταξιωμένους τεχνοκράτες έδωσε τη θέση της σε μια πιο πολιτική στρατηγική, με την πρόθεση του Τραμπ να προτείνει τους Χέρμαν Κέιν και Στέφεν Μουρ. Η ικανότητα και η εμπειρία τους αμφισβητήθηκε και αυτό προστίθεται στις ανησυχίες για πιθανή πολιτική προκατάληψη λόγω της προηγούμενης και της σημερινής σχέσης τους με τον Πρόεδρο.

Επιπλέον κανείς εκ των δύο δεν αντιμετωπίζει το «κενό τεχνογνωσίας» που ακόμα και ο Τραμπ κατέγραψε παραπονούμενος για την έλλειψη «αίσθησης» για τις αγορές, δηλαδή την απουσία αξιωματούχων στο συμβούλιο της FED, οι οποίοι έχουν εκτεθεί πλήρως σε επιχειρησιακές ευθύνες σε αγορές. Ολ’ αυτά έρχονται στο πλαίσιο των πρόσφατων κινήσεων για χαλάρωση των ρυθμιστικών βαρών που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες υπό τη νομοθεσία Dodd-Frank, η οποία ενεργοποιήθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Είτε κριθεί με ποσοτικούς δείκτες, είτε όρους συζητήσεων στην αγορά, οι επενδυτές υπήρξαν εξαιρετικά χαλαροί απέναντι στις επιθέσεις κατά της λειτουργικής αυτονομίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ιστορικά επεισόδια σε αναπτυγμένες οικονομίες. Τέτοιες κραυγαλέες προσπάθειες να υπονομευτεί μια κεντρική τράπεζα στο παρελθόν αποσταθεροποίησαν πληθωριστικές δυναμικές, πίεσαν το νόμισμα και δέχθηκαν τη δημόσια κριτική από τους συμμετέχοντες στην αγορά.

Η σημερινή διάθεση διαφοροποιείται επίσης με την πιο πρόσφατη εμπειρία στις αναδυόμενες αγορές, όπου η αξία ενεργητικών βούτηξε σε Αργεντινή και Τουρκία, όταν οι πρόεδροί τους παρενέβησαν στις δραστηριότητες των κεντρικών τραπεζών.

Ένας λόγος για αυτή τη χαλαρή αντίδραση των επενδυτών είναι η εκτίμηση ότι οι βαθιές θεσμικές άγκυρες της FED θα καταστήσουν την πίεση της FED προσωρινή και αναποτελεσματική. Μια άλλη ότι ο πληθωρισμός είναι πολύ μικρότερη ανησυχία αυτό τον καιρό, υπό το πρίσμα των δομικά αντιπληθωριστικών δυνάμεων και της επίμονης ανησυχίας για ανεπαρκή σωρευτική ζήτηση. Επίσης, η τελευταία έκθεση για τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ και σημάδια σταθεροποίησης της κινεζικής οικονομίας περιορίζουν τις ανησυχίες ότι τα οικονομικά και επιχειρηματικά θεμελιώδη θα ακυρώσουν τις τρέχουσες αυξημένες, λόγω ρευστότητας, τιμές ενεργητικού.

Ας μην ξεχάσουμε και το αυξανόμενο ενδιαφέρον κάποιων από τους συμμετέχοντες στην αγορά για τη μοντέρνα νομισματική θεωρία, περιλαμβανομένης της άποψης ότι επίμονα χαμηλά επιτόκια αγοράς επιτρέπουν σημαντικά υψηλότερη χρηματοδότηση των κυβερνητικών ελλειμμάτων από τις κεντρικές τράπεζες.

Αυτή η άνεση, όμως, κινδυνεύει να αποδειχτεί βραχύβια. Η επιδίωξη της υποψηφιότητας των Κάιν και Μουρ (αμφότεροι μπορεί να υπηρετήσουν μια πλήρη 14ετή θητεία, αν πάρουν την έγκριση της Γερουσίας, που είναι το πιθανότερο αν ο Λευκός Οίκος προχωρήσει με τις υποψηφιότητες) θα δημιουργήσει μια πολιτική κονταρομαχία στο συμβούλιο της FED. Είναι αυτό που το Politico αποκάλεσε «μια πτέρυγα υπέρ του Τραμπ στην κεντρική τράπεζα, που θα μπορούσε να υπονομεύσει τον Πάουελ».

Ενώ ο πληθωρισμός δεν είναι πρόβλημα για τις αγορές, δεν θα είναι συνετό να αγνοήσουμε τη δύσκολη ισορροπία που αντιμετωπίζει η FED, επιδιώκοντας να πετύχει τον στόχο για τον πληθωρισμό ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τον κίνδυνο μελλοντικής οικονομικής αστάθειας. Και όλα αυτά έρχονται σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι αγορές έχουν ήδη αντιδράσει ενθουσιωδώς στη στροφή 180 μοιρών της FED και είναι «τεντωμένες» σε όρους συναλλαγών short της μεταβλητότητας (short volatility), περιλαμβανομένων σορταρισμάτων στο σύμπλεγμα Vix.

Υπάρχει, τέλος, η διεθνής πλευρά. Η συστημική σημασία της FED πηγαίνει πιο πέρα από το τι κάνει και τι λέει για τις πολιτικές. Από καιρό σε καιρό θέτει παραδείγματα για να τα ακολουθήσουν άλλοι. Υποπτεύομαι ότι πολλές ξένες κεντρικές τράπεζες παρακολουθούν στενά την κατάσταση στις ΗΠΑ, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ, που αντιμετωπίζει πιέσεις από λαϊκιστικά πολιτικά κινήματα και την επικείμενη αλλαγή ηγεσίας.

Δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το ότι έχοντας επιτυχημένα παρέλθει τη μια γεωπολιτική πρόκληση μετά την άλλη τα τελευταία χρόνια, οι επενδυτές πιστεύουν ότι οι άνεμοι πολιτικής παρέμβασης γρήγορα θα κοπάσουν, αφήνοντας άθικτη την αυτονομία της κεντρικής τράπεζας. Τα δεδομένα όμως υπονοούν μεγαλύτερες προκλήσεις, οι οποίες, αν επιτραπεί να ενταθούν, θα μετατρέψουν τη FED από τον σωτήρα των αγορών που ήταν τα τελευταία χρόνια σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα.

* Επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στην Allianz

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου