22/9/2005
Ομιλία του Λουκά Παπαδήμου, Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στη Γενική Συνέλευση του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Αθήνα, 22 Σεπτεμβρίου 2005
I. Εισαγωγή
Είναι μεγάλη μου χαρά που ομιλώ ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου. Επί σειρά ετών, οι δραστηριότητες του Επιμελητηρίου και των μελών του συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη των οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεσμών μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος. Ήδη από τον 18ο αιώνα, ο Montesquieu είχε παρατηρήσει ότι «δύο κράτη που διεξάγουν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους αποκτούν σχέσεις αλληλεξάρτησης, διότι εάν το ένα κράτος έχει συμφέρον να αγοράσει, το άλλο έχει συμφέρον να πωλήσει· συνεπώς η ένωσή τους θεμελιώνεται σε αμοιβαίες ανάγκες.» Οι οικονομικοί δεσμοί της Γερμανίας και της Ελλάδος είναι παραδοσιακά ισχυροί. Αναμένεται μάλιστα να γίνουν ακόμη ισχυρότεροι λόγω της αυξανόμενης ενοποίησης όλων των αγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της μοναδικής και μη αναστρέψιμης διασύνδεσης των οικονομιών των δύο χωρών, την οποία συνεπάγεται το κοινό τους νόμισμα, το ευρώ.
Το εμπόριο, οι επενδύσεις και οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές μεταξύ χωρών προάγουν την ανάπτυξη και την ευημερία τους. Είναι όμως σαφές ότι οι συνολικές επιδόσεις της γερμανικής και της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον θα εξαρτηθούν επίσης καθοριστικά από την εξέλιξη του οικονομικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λειτουργούν. Στο περιβάλλον αυτό σημειώνονται ραγδαίες και βαθιές αλλαγές ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου και της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Επιπλέον, στην Ευρώπη, η σταδιακή ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εισαγωγή του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος έχουν εντείνει περαιτέρω τον ανταγωνισμό. Οι παράγοντες αυτοί έχουν επίσης επηρεάσει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις νομισματικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες και έχουν επιβάλει περιορισμούς στις εθνικές οικονομικές πολιτικές.
Η τεχνολογική πρόοδος, η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλάζουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν οι οικονομίες μας. Παρέχουν ευκαιρίες και ταυτόχρονα θέτουν προκλήσεις για την οικονομία της ζώνης του ευρώ και για τα κράτη μέλη της. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι νέα. Η άποψη ότι το ταχύτατα εξελισσόμενο οικονομικό περιβάλλον παρέχει ευκαιρίες και θέτει προκλήσεις ίσως ακούγεται κοινότοπη. Κι όμως αυτή είναι η αλήθεια. Πιστεύω πράγματι ότι σήμερα η άποψη αυτή ισχύει περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Συνεπώς, η ανάπτυξη και η ευημερία των ευρωπαϊκών οικονομιών εξαρτώνται από την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις και να επωφελούνται των ευκαιριών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργήσουμε, στο εσωτερικό, συνθήκες και θεσμούς που προάγουν την ανάπτυξη και να υιοθετήσουμε πολιτικές και πρακτικές που θα επιτρέπουν στις οικονομίες μας να συναγωνίζονται επιτυχώς στην παγκόσμια αγορά.
Οι διαπιστώσεις αυτές με οδηγούν στα θέματα τα οποία θα ήθελα να εξετάσω. Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τις εσωτερικές πηγές και δυνάμεις της ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ και στα κράτη μέλη της; Και πώς μπορούμε ταυτόχρονα να αυξήσουμε τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα; Ειδικότερα: Ποιες είναι οι απαραίτητες συνθήκες και οι βασικές πολιτικές που μπορούν να προαγάγουν αποτελεσματικά έναν ταχύτερο ρυθμό διατηρήσιμης ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ στο έντονα ανταγωνιστικό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έχουν πτυχές που αφορούν τη ζώνη του ευρώ συνολικά αλλά και το κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά. Αυτές οι πτυχές φυσικά επικαλύπτονται εν μέρει και είναι αλληλένδετες, καθώς οι οικονομίες της ζώνης του ευρώ είναι, σε μεγάλο βαθμό, ενοποιημένες και λειτουργούν κάτω από ορισμένους περιορισμούς που τους επιβάλλει το κοινό τους νόμισμα. Τους περιορισμούς αυτούς δεν φαίνεται να τους κατανοούν πλήρως ή να τους λαμβάνουν επαρκώς υπόψη όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά, οι κοινωνικοί εταίροι και οι οικονομικές αρχές σε μερικές χώρες της ζώνης του ευρώ.
Στο πλαίσιο της συζήτησης για τα ευρύτερα θέματα της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας στη ζώνη του ευρώ, θα εξετάσω επίσης μερικά συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν τις οικονομικές επιδόσεις των επιμέρους χωρών που συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση:
- Οι οικονομίες των δώδεκα χωρών της ζώνης του ευρώ έχουν συγκλίνει σε επαρκή βαθμό, ώστε να ευημερούν στις νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες που διαμορφώνονται από την ευρωπαϊκή ενιαία νομισματική πολιτική, η οποία είναι προσανατολισμένη στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στο σύνολο της ζώνης του ευρώ;
- Οι παρατηρούμενες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ ως προς την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και την ανταγωνιστικότητα είναι ασυνήθιστα μεγάλες; Αποτελούν λόγο ανησυχίας;
- Ποιοι είναι οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες των σχετικών ρυθμών ανάπτυξης και πληθωρισμού του κάθε κράτους μέλους;
- Οι αποκλίσεις αυτές εκτιμάται ότι θα είναι πρόσκαιρες ή είναι πιθανόν να συνεχιστούν;
- Ποιες ενέργειες μπορούν να εξασφαλίσουν τη μείωση αυτών των αποκλίσεων προς την κατεύθυνση της σταθερότητας των τιμών και ενός ταχύτερου ρυθμού διατηρήσιμης ανάπτυξης;
II. Συνθήκες και πολιτικές για την επίτευξη υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ
Δεν είναι μυστικό ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις της ζώνης του ευρώ δεν υπήρξαν ικανοποιητικές και ότι έχουν επανειλημμένως αποδειχθεί κατώτερες των προσδοκιών μας. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ιδιαίτερα, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στις 12 χώρες της ζώνης του ευρώ ήταν, κατά μέσο όρο, 2,1% (1995 – 2004). Κατά την εξαετία που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ (1999 – 2004), ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ ήταν, κατά μέσο όρο, ελαφρώς βραδύτερος, δηλαδή 1,9%. Πιο πρόσφατα, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας ύστερα από την ύφεση του 2001 ήταν μέτρια και κατά διαστήματα διστακτική. Οι απογοητευτικές αυτές επιδόσεις αντανακλούν τη συνδυασμένη επίδραση ποικίλων παραγόντων και διαταραχών που, αφενός, επηρέασαν δυσμενώς τη συνολική ζήτηση και, αφετέρου, περιόρισαν την επέκταση της συνολικής προσφοράς.
Μακροπρόθεσμα, οι παράγοντες που προσδιορίζουν το δυνητικό προϊόν της οικονομίας καθορίζουν την αναπτυξιακή της επίδοση. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ εκτιμάται σε 2% με 2,5%. Άλλες μελέτες υποδηλώνουν ότι το κατώτερο όριο των εκτιμήσεων αυτών είναι πιο ρεαλιστικό και αντιπροσωπευτικό της σημερινής πραγματικότητας, με δεδομένες τις δημογραφικές τάσεις, τις επικρατούσες δομές και πρακτικές της αγοράς και με την υπόθεση ότι η οικονομική πολιτική παραμένει αμετάβλητη.
Πού οφείλεται κατά βάση αυτός ο μη ικανοποιητικός χαμηλός δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ; Την απάντηση μας δίνουν οι παράγοντες που καθορίζουν το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα: οι δημογραφικές τάσεις, η αύξηση της παραγωγικότητας και ο βαθμός χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού στην οικονομία. Η τελευταία αυτή έννοια –ο βαθμός στον οποίον το δυνητικά διαθέσιμο εργατικό δυναμικό χρησιμοποιείται αποτελεσματικά στην οικονομία– προσδιορίζεται από το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει στην αγορά εργασίας, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται και τον μέσο αριθμό ωρών απασχόλησης του κάθε εργαζόμενου.
Οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ευρώπης έχουν περιοριστεί: (1) από το χαμηλό ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της και από τη συνακόλουθη γήρανσή του, (2) από την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, παρά το γεγονός ότι το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας ανά ώρα εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό σε ορισμένες χώρες, και (3) από το χαμηλό βαθμό χρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, παρά την κάποια βελτίωση τα τελευταία έτη. Χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, θα ήθελα εν συντομία να σας παρουσιάσω ορισμένα στοιχεία που δείχνουν γιατί ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρώπη είναι τόσο υποτονικός, ιδίως σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την τελευταία δεκαετία, ο πληθυσμός της Ευρώπης αυξάνεται με ρυθμό μόλις 0,3% ετησίως. Ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 1,3%. Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ είναι ½ με 1 εκατοστιαία μονάδα υψηλότερος από ό,τι στην Ευρώπη, ανάλογα με τον τομέα της οικονομίας και την περίοδο που εξετάζουμε. Μόνο 70% περίπου των Ευρωπαίων σε ηλικία εργασίας συμμετέχουν στην αγορά εργασίας –έναντι ποσοστού πάνω από 80% των Αμερικανών. Η ανεργία στη ζώνη του ευρώ είναι σχεδόν 9%, τρεις εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερη από ό,τι στις ΗΠΑ. Επιπλέον, όσοι έχουν μια δουλειά εργάζονται λιγότερες ώρες. Οι Ευρωπαίοι εργάζονται, κατά μέσο όρο, περίπου 300 ώρες το χρόνο λιγότερο από τους Αμερικανούς.
Αυτά τα δεδομένα αντανακλούν διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας, καθώς και την ικανότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας να εξασφαλίζει μεγαλύτερη αποδοτικότητα κατά την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μερικά από αυτά τα δεδομένα αντικατοπτρίζουν απλώς το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι προτιμούν να διαθέτουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο παρά να επιδιώκουν πρόσθετο εισόδημα –με άλλα λόγια, ότι οι Ευρωπαίοι προτιμούν να απολαμβάνουν τις χαρές της ζωής (την dolce vita), ενώ τα άτομα σε άλλες κοινωνίες, επηρεασμένες από διαφορετική εργασιακή νοοτροπία ή και από μια πιο υλιστική θεώρηση των πραγμάτων, εργάζονται σκληρότερα. Όσο ελκυστική και αν φαίνεται αυτή η εξήγηση, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Για παράδειγμα, η φορολογική πολιτική και τα επιδόματα κοινωνικής προστασίας επηρεάζουν τα κίνητρα των επιχειρήσεων για πρόσληψη προσωπικού καθώς και τα κίνητρα των ατόμων για αναζήτηση εργασίας. Γενικότερα, η αύξηση της παραγωγικότητας και η λειτουργία της αγοράς εργασίας προσδιορίζονται από πλήθος αλληλένδετων παραγόντων –θεσμούς, ρυθμίσεις, παραδόσεις, προτιμήσεις– που μπορούν με τη σειρά τους να επηρεαστούν, ή και να μεταβληθούν ριζικά, με την εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής και με μεταρρυθμίσεις που συντελούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Αναμφίβολα, οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν την πλευρά της προσφοράς είναι καίριας σημασίας για την ενίσχυση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Θα αναφερθώ εκτενέστερα στις μεταρρυθμίσεις αυτές αργότερα. Αυτό που πρέπει να τονιστεί παράλληλα είναι ότι η διατήρηση ενός σταθερού μακροοικονομικού περιβάλλοντος είναι επίσης ουσιώδης και αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης. Η ευρωπαϊκή ενιαία νομισματική πολιτική θέτει ως πρωταρχικό της στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ. Για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, η ΕΚΤ επιδιώκει τη διατήρηση του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα σε επίπεδο χαμηλότερο αλλά κοντά στο 2%. Κατά την εξαετία (1999-2004) που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ, ο ετήσιος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ ήταν, κατά μέσο όρο, 2%. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ πέτυχε να διατηρήσει έναν υψηλό βαθμό σταθερότητας των τιμών σε ένα αντίξοο περιβάλλον που χαρακτηρίστηκε από πολλές δυσμενείς πληθωριστικές διαταραχές, όπως μεταξύ άλλων η συνεχής και σημαντική άνοδος των τιμών του πετρελαίου την τελευταία διετία. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής έχει προσδέσει τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών. Το γεγονός αυτό έχει συμβάλει στη διατήρηση των αποδόσεων των ομολόγων σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, το πολύ χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, παρέχει σημαντική και διαρκή στήριξη στην οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία έτη.
III. Διαφορές των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στις χώρες της ζώνης του ευρώ
Μέχρι τώρα, ασχολήθηκα μόνο με την Ευρώπη ή το σύνολο της ζώνης του ευρώ, όπως άλλωστε πρέπει να κάνω ως εκπρόσωπος ενός υπερεθνικού ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου. Φυσικά, τα συνολικά μεγέθη για τη ζώνη του ευρώ αποκρύπτουν ορισμένες διαφορές όσον αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Πολλά έχουν λεχθεί και γραφεί για την υποτονική ανάπτυξη των μεγάλων οικονομιών που αποτελούν τον πυρήνα της Ευρώπης, σε σύγκριση με τις «οικονομικές τίγρεις» της περιφέρειας. Ωστόσο, μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι διαφορές των ρυθμών ανάπτυξης δεν είναι εξαιρετικά μεγάλες και δεν έχουν αυξηθεί τα τελευταία έτη. Η διασπορά των ετήσιων ρυθμών αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ μετά την εισαγωγή του ευρώ δεν είναι μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν. Κυμαίνεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο όπως και πριν από 30 χρόνια, δηλαδή γύρω στις 2 εκατοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο. Μάλιστα, αντίθετα από ορισμένες εκτιμήσεις, η διασπορά των ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης έχει ελαφρώς μειωθεί τελευταία. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι αποκλίσεις των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ δεν φαίνεται να διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες αποκλίσεις μεταξύ περιφερειών ή πολιτειών των ΗΠΑ – είναι ελάχιστα μόνο μεγαλύτερες.
Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ έχει δύο συνιστώσες που αντανακλούν, αντιστοίχως, τη μακροπρόθεσμη τάση και τις βραχυπρόθεσμες κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με αξιολόγηση που έκανε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η επίδραση της κυκλικής συνιστώσας στη διασπορά των ρυθμών ανάπτυξης, από τις αρχές της δεκαετίας του '90, είναι σχετικά περιορισμένη. Αυτό δείχνει ότι η παρατηρούμενη διασπορά μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις διαφορές των ρυθμών αύξησης του δυνητικού προϊόντος, οι οποίες έχουν μάλλον μακρά διάρκεια· έτσι εξηγείται το σχετικά σταθερό προφίλ της διασποράς των ρυθμών ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι διαφορές των ρυθμών αύξησης του δυνητικού προϊόντος αντανακλούν κατά κύριο λόγο διαρθρωτικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Οι διαφορές των ρυθμών αύξησης του δυνητικού προϊόντος που προκαλούνται από διαρθρωτικούς παράγοντες αντανακλούν, εν μέρει, δημογραφικές τάσεις ή μια φυσιολογική και υγιή διαδικασία πραγματικής σύγκλισης σε ορισμένες χώρες. Τέτοιες διαφορές δεν πρέπει να αποτελούν λόγο ανησυχίας. Φαίνεται ότι η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία, και οι ρυθμοί αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος σε αυτές τις χώρες βρίσκονται διαρκώς πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Όσον αφορά το σωρευτικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο ρυθμός αύξησης στις χώρες αυτές είναι, από το 1999, πολύ ταχύτερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Ωστόσο, οι διαφορές των ρυθμών ανάπτυξης μπορούν όντως να προκαλέσουν ανησυχίες στην περίπτωση που είτε αντανακλούν δυσκαμψίες ή αναποτελεσματικότητα στις αγορές προϊόντων και εργασίας, λόγω ανεπαρκών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είτε οφείλονται στη μείωση της ανταγωνιστικότητας σε μερικές χώρες. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90, η Γερμανία και η Ιταλία παρουσιάζουν διαρκώς ρυθμούς ανάπτυξης χαμηλότερους από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ, γεγονός που ίσως αντανακλά την ύπαρξη ορισμένων μακροχρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων στις χώρες αυτές. Στη Γερμανία, οι δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας και ο χαμηλός ρυθμός αύξησης της απασχόλησης εμπόδισαν την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Στην Ιταλία, η έντονη μείωση της ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο του αυξανόμενου ανταγωνισμού από τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ και από χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ (ιδίως από την Κίνα) επηρέασε την πραγματική δραστηριότητα και ιδίως τις πραγματικές εξαγωγές. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στο επόμενο θέμα που θα εξετάσω: τις διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ.
IV. Ανταγωνιστικότητα των χωρών της ζώνης του ευρώ
Οι εξελίξεις όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα έχουν καίρια σημασία για την πραγματική οικονομία, ιδίως για τις πραγματικές εξαγωγές. Η ανταγωνιστικότητα των τιμών αποτελεί μια αρκετά σύνθετη έννοια που είναι δύσκολο να οριστεί, γιατί ενσωματώνει διάφορα στοιχεία. Πρώτα από όλα, η εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας διαδραματίζει βασικό ρόλο στον καθορισμό των τιμών των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ σε ξένο νόμισμα. Φυσικά, όμως, η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία δεν αποτελεί τον μοναδικό προσδιοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας των τιμών. Το γεγονός ότι όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν ενιαία συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί την ουσία της νομισματικής ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι μια περίοδος υποτίμησης ή ανατίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτελεί διαταραχή που επηρεάζει ταυτόχρονα όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, όλες οι χώρες δεν αντιμετωπίζουν αυτή τη διαταραχή με τον ίδιο τρόπο.
Σε περίοδο ανατίμησης του ευρώ, οι εξαγωγείς της ζώνης του ευρώ προσπαθούν να μειώσουν τις τιμές τους σε ευρώ. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν όλες οι χώρες της ζώνης του ευρώ να μειώσουν εξίσου επιτυχώς τις τιμές των εξαγωγών τους σε ευρώ και, επομένως, να διατηρήσουν τις εξαγωγικές επιδόσεις τους. Για παράδειγμα, ενώ οι Γερμανοί εξαγωγείς κατόρθωσαν να μειώσουν σημαντικά τις τιμές των εξαγωγών τους σε ευρώ –διασφαλίζοντας έτσι την ανταγωνιστικότητά τους και διατηρώντας ή ακόμη και διευρύνοντας το μερίδιό τους στην αγορά– οι αντίστοιχες προσπάθειες των Ιταλών και των Ελλήνων εξαγωγέων δεν ήταν τόσο επιτυχείς, εν μέρει λόγω πιέσεων από το εγχώριο κόστος. Οι διαφορές στην εξέλιξη του εγχώριου κόστους ανά μονάδα προϊόντος αποτέλεσαν βασικό παράγοντα που συνέβαλε στην αύξηση των γερμανικών πραγματικών εξαγωγών με πολύ ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τις ελληνικές και τις ιταλικές πραγματικές εξαγωγές κατά την ίδια περίοδο. Επομένως, ορισμένες χώρες δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν με τρόπο ανταγωνιστικό σε εξωτερικές προκλήσεις, εν μέρει λόγω δυσκαμψιών στις αγορές προϊόντων και εργασίας οι οποίες δεν επέτρεπαν ταχείες και επαρκείς προσαρμογές των σχετικών τιμών και αμοιβών.
Είναι αυτονόητο ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας αποτελεί έννοια ευρύτερη από την ανταγωνιστικότητα των τιμών. Εξαρτάται από το φάσμα και την ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών που μπορεί να παράγει και να εξάγει μια χώρα και, αντιστοίχως, από τον τρόπο με τον οποίο οι αγορές, τα θεσμικά όργανα και οι πολιτικές στηρίζουν και προάγουν τις άλλες παραμέτρους της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων της. Ωστόσο, οι εξαγωγικές επιδόσεις των χωρών της ζώνης του ευρώ όντως εξαρτώνται από την ανταγωνιστικότητα των τιμών, η οποία μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά από τις σωρευτικές διαφορές πληθωρισμού και της μεταβολής κόστους μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ σε μία χρονική περίοδο, όπως έχει συμβεί κατά την εξαετία που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ.
V. Διαφορές πληθωρισμού και μεταβολής κόστους μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ
Εξετάζοντας τη διαχρονική εξέλιξη των ρυθμών πληθωρισμού στις χώρες της ζώνης του ευρώ, παρατηρούμε μια αξιοσημείωτη σύγκλιση από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πιο συγκεκριμένα, η διασπορά του πληθωρισμού στις 12 χώρες της ζώνης του ευρώ μειώθηκε σημαντικά, κατά περίπου 5%, από το 1990 μέχρι και το 1998. Από την έναρξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης το 1999, οι διαφορές πληθωρισμού παραμένουν σχετικά σταθερές. Ένα μέτρο της διασποράς, όπως η μη σταθμισμένη τυπική απόκλιση των διαφορών του πληθωρισμού από τον μέσο πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ, κυμάνθηκε γύρω από τη μία εκατοστιαία μονάδα[1]. Επιπλέον, η διασπορά του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος δεν είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη διασπορά στις Ηνωμένες Πολιτείες[2]. Επίσης, δεν είναι μεγαλύτερη από τη διασπορά του πληθωρισμού μεταξύ διαφορετικών περιοχών σε επιμέρους χώρες της ζώνης του ευρώ, όπως η Γερμανία και η Ισπανία.[3]
Το χαρακτηριστικό που διακρίνει τη ζώνη του ευρώ είναι η «επιμονή» των διαφορών του πληθωρισμού, η οποία είναι μεγαλύτερη σε διάρκεια από ό,τι σε άλλες περιοχές. Με τον όρο «επιμονή» εννοώ ότι ο πληθωρισμός σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ είναι συστηματικά είτε υψηλότερος είτε χαμηλότερος από τον μέσο ρυθμό πληθωρισμού στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Αυτές οι επίμονες διαφορές παρατηρούνται, από το 1999, σε τουλάχιστον έξι από τις δώδεκα χώρες της ζώνης του ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο αυτή, ο πληθωρισμός στην Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα ήταν διαρκώς υψηλότερος από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, ενώ στη Γερμανία και την Αυστρία ήταν χαμηλότερος από τον μέσο όρο.
Σε τι οφείλονται οι διαφορετικοί ρυθμοί πληθωρισμού στις διάφορες χώρες της ζώνης του ευρώ και γιατί δεν έχει επιτευχθεί ακόμη σύγκλιση (ή έχει επιτευχθεί μόνο εν μέρει), από τη στιγμή που διαθέτουμε πλέον ένα κοινό νόμισμα και ενιαία νομισματική πολιτική; Οι λόγοι είναι ποικίλοι. Ορισμένες διαφορές πληθωρισμού είναι απλώς ένα φυσιολογικό ή ακόμη και επιθυμητό χαρακτηριστικό μιας νομισματικής ένωσης, καθώς συμβάλλουν στη διόρθωση ανισορροπιών που αφορούν συγκεκριμένες χώρες, όταν η εφαρμογή εθνικής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής δεν αποτελεί πλέον διαθέσιμη επιλογή. Αυτές οι διαφορές πληθωρισμού μπορεί να αντανακλούν, μεταξύ άλλων, την προσαρμογή της οικονομίας σε ορισμένες διαταραχές ή στη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης. Επίσης, οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές, που οδηγούν σε διαφορετικές μεταβολές των έμμεσων φόρων ή των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών, φαίνεται επίσης να εξηγούν εν μέρει τις διαφορές πληθωρισμού. Αν και κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες έχουν πράγματι συμβάλει στην επίμονη παρουσία των διαφορών πληθωρισμού, δεν θα πρέπει αυτομάτως να θεωρούνται λόγοι ανησυχίας.
Ωστόσο, άλλοι παράγοντες, όπως δυσκαμψίες των μηχανισμών καθορισμού των τιμών ή υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις, που οδηγούν σε μεγάλη άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε ορισμένες χώρες, μπορεί να επιφέρουν διαφορές πληθωρισμού ικανές να προκαλέσουν ανησυχία. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να καθυστερήσουν τις αναγκαίες προσαρμογές των σχετικών τιμών στις οικονομικές διαταραχές και να ενισχύσουν τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ, ορισμένοι εγχώριοι παράγοντες, όπως το αποκλίνον κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, φαίνεται να έχουν καίρια σημασία για την εξήγηση των συνολικών διαφορών πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ.[4]
Για το λόγο αυτό, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στην εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις χώρες της ζώνης του ευρώ, η οποία αντανακλά τη μεταβολή των μισθών σε σχέση με τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Από την εισαγωγή του ευρώ, η εξέλιξη του κόστους αυτού έχει όντως παρουσιάσει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Κατά την περίοδο αυτή, η σωρευτική αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, υπήρξε σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Όπως ανέφερα προηγουμένως, πρόκειται για οικονομίες όπου ο πληθωρισμός βρίσκεται διαρκώς πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Εξάλλου, υπάρχουν χώρες, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, όπου η σωρευτική αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά την ίδια περίοδο ήταν πολύ περιορισμένη, ενώ ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Όταν εξετάζουμε αυτά τα δεδομένα, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας μπορεί να υποκρύπτει διαφορετικές εξελίξεις από τομέα σε τομέα. Για παράδειγμα, αν εξετάσουμε μόνο τον τομέα της μεταποίησης –που αντιπροσωπεύει, κατά μέσο όρο, το 20% περίπου της συνολικής οικονομίας– η εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος φαίνεται πολύ πιο ήπια από ό,τι στο σύνολο της οικονομίας σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος. Αυτό βέβαια υποδηλώνει ότι ο ρυθμός αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι υψηλότερος στον μη μεταποιητικό τομέα της οικονομίας, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, που είναι λιγότερο εκτεθειμένος στο διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι οι διαφορές πληθωρισμού εξηγούνται κατά κύριο λόγο από παράγοντες που αφορούν το εγχώριο κόστος.
Η ανάλυση της σωρευτικής μεταβολής του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας κατά την περίοδο 1999-2004 δείχνει ότι οι διαφορές απορρέουν κυρίως από τις αποκλίνουσες εξελίξεις της μισθολογικής δαπάνης ανά μισθωτό μεταξύ των διαφόρων χωρών, ενώ παρατηρείται μεγαλύτερη ομοιογένεια ως προς τις μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας.
Με το ενιαίο νόμισμα, η εξέλιξη του κόστους σε κάθε χώρα, όπως την απεικονίζει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, διαδραματίζει βασικό ρόλο στον καθορισμό των μεταβολών της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ. Αν σε μία χώρα το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξάνεται διαρκώς με ρυθμό ταχύτερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, προφανώς θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητά της έναντι των άλλων κρατών μελών αλλά και έναντι ανταγωνιστριών χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ. Επομένως, είναι εξαιρετικά σημαντικό για την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, οι χώρες να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους, επηρεάζοντας ευνοϊκά την εξέλιξη του εγχώριου κόστους. Βεβαίως, αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος διατήρησης της ανταγωνιστικότητας, είναι όμως ένας βασικός τρόπος.
Έως τώρα αφιέρωσα αρκετό χρόνο στην προσπάθεια να εξηγήσω τα αίτια και τις συνέπειες των διαφορών στους ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού και στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας στις χώρες με το ενιαίο νόμισμα. Έπειτα από αυτή την αναλυτική παρουσίαση, ήρθε η ώρα να θέσουμε το ερώτημα: Τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε; Ποιο είναι το μήνυμα που πρέπει να μεταδοθεί; Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ένας Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ χαρακτήρισε ένα προειδοποιητικό μήνυμα που απεστάλη στους Ρώσους με τον εξής παράδοξο τρόπο: ως μια «εσκεμμένη ασάφεια που θα γινόταν σαφώς κατανοητή». Το μήνυμα που θα ήθελα να σας απευθύνω σήμερα δεν χαρακτηρίζεται από καμία ασάφεια και πιστεύω ότι πρέπει να γίνει σαφώς κατανοητό: η επίτευξη ταχύτερου ρυθμού ανάπτυξης και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στη ζώνη του ευρώ και στις χώρες μέλη της είναι δύο στόχοι επειγόντως αναγκαίοι και πράγματι εφικτοί. Οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν με την αποφασιστική εφαρμογή των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε ένα περιβάλλον σταθερότητας των τιμών.
VΙ. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την επίτευξη ταχύτερου ρυθμού ανάπτυξης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας
Το μήνυμα σχετικά με την επείγουσα ανάγκη εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έχει επαναληφθεί πολλές φορές. Και πράγματι, σήμερα υπάρχει σχεδόν απόλυτη ομοφωνία στην Ευρώπη ως προς το είδος των λύσεων που είναι απαραίτητες, προκειμένου οι ευρωπαϊκές οικονομίες να επιτύχουν ταχύτερο ρυθμό διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το πρόγραμμα δράσης της Λισσαβώνας, όπως βελτιώθηκε και επανεστιάστηκε πρόσφατα –με την έγκριση και των 25 κρατών μελών της ΕΕ– αποδεικνύει αυτή την ευρεία στήριξη. Αυτό που επείγει τώρα είναι η εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων. Πρέπει να περάσουμε από το στάδιο αναγνώρισης και κατανόησης των αναγκαίων μεταβολών στο στάδιο της υλοποίησής τους. Δυστυχώς δεν διαθέτω αρκετό χρόνο για να παρουσιάσω λεπτομερώς τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επιτρέψτε μου, όμως, να αναφερθώ εν συντομία σε ορισμένους τομείς που αφορούν τις αγορές αγαθών και εργασίας, όπου πιστεύω ότι είναι απόλυτα αναγκαίο να γίνει περαιτέρω πρόοδος.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας είναι ζωτικής σημασίας, προκειμένου οι αγορές αυτές να καταστούν πιο ευέλικτες και προσαρμόσιμες, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να βελτιωθεί η χρησιμοποίηση του εργατικού δυναμικού. Επίσης, είναι σκόπιμο να επανεξετασθεί το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τους μηχανισμούς καθορισμού των μισθών, συμπεριλαμβανομένης της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής τους, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται σε ορισμένες χώρες. ΄Ενας επαρκής βαθμός διαφοροποίησης στην εξέλιξη των μισθών είναι χρήσιμος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μισθολογικές προσαρμογές αντανακλούν διαφορές στην παραγωγικότητα κατά περιοχές και κατά τομείς. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την αγορά εργασίας πρέπει να συντελεί στη μείωση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ευρώπη, και να μη περιορίζεται μόνο στη διασφάλιση των συμφερόντων όσων ήδη κατέχουν θέσεις εργασίας. Ο τελικός στόχος όλων των συναφών μεταρρυθμίσεων πρέπει να είναι η αύξηση της απασχόλησης με την ενίσχυση των κινήτρων που στηρίζονται στους μηχανισμούς της αγοράς, με τρόπο συμβατό και υποστηρικτικό της απαιτούμενης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που αφορούν την αγορά εργασίας θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που οδηγούν στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί τη λήψη μέτρων που θα αυξήσουν τον αριθμό των συμμετεχόντων στην αγορά. Η εξάλειψη των σημαντικών φραγμών που εξακολουθούν να πλήττουν τον ανταγωνισμό σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ θα βελτιώσει σημαντικά την παραγωγικότητα στην Ευρώπη. Θα πρέπει, επομένως, να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για τη μείωση του κόστους σύστασης νέων επιχειρήσεων, όπως το κόστος των σχετικών διοικητικών επιβαρύνσεων, καθώς και για τη μείωση της γραφειοκρατίας γενικότερα. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση του ανταγωνισμού, εντός αλλά και μεταξύ των οικονομιών μας, με την απελευθέρωση των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος καλύπτει περίπου 7 στις 10 θέσεις εργασίας στην ΕΕ. Η διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου που ενθαρρύνει τη δημιουργία και την επέκταση επιχειρήσεων θα πρέπει, συνεπώς, να αποτελεί μία από τις προτεραιότητές μας, σε συνδυασμό με τη στήριξη της καινοτομίας και τη διάδοση της τεχνολογικής προόδου. Προκειμένου να τιθασεύσουμε επιτυχώς την τεχνολογική πρόοδο –και συνεπώς να συναγωνιζόμαστε στις παγκόσμιες αγορές στηριζόμενοι στην υψηλή ποιότητα και την επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία– έχει καίρια σημασία η συνεχής βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Καθώς η οικονομική δραστηριότητα βασίζεται ολοένα και περισσότερο στη γνώση και η ζήτηση εργασίας έχει μετατοπιστεί από θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης σε θέσεις άκρως εξειδικευμένες, μέσω της διαδικασίας της «δημιουργικής καταστροφής» όπως την περιέγραψε ο Schumpeter, η συνεχής επένδυση στην εκπαίδευση και στην έρευνα και ανάπτυξη κρίνεται πλέον απαραίτητη.
Οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν «άπιαστο όνειρο». Απόδειξη ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν με επιτυχία προκύπτει από την πείρα χωρών του Βορρά, ιδιαίτερα των Σκανδιναβικών, οι οποίες εφάρμοσαν τέτοιου είδους διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις την προηγούμενη δεκαετία – χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψουν τα βασικά χαρακτηριστικά του αποκαλούμενου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου. Οι χώρες αυτές δρέπουν σήμερα τα οφέλη αυτών των μεταρρυθμίσεων από την άποψη της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της τεχνολογικής υπεροχής. Στόχος μας θα πρέπει να είναι να μαθαίνουμε από τους άλλους, να αναλύουμε τι είναι αποτελεσματικό και τι δεν είναι, και να προσαρμόζουμε τις κατάλληλες πολιτικές στις τοπικές συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφευχθούν περιττές ρυθμίσεις ή γραφειοκρατικές διαδικασίες οι οποίες μπορεί να αντανακλούν καλές προθέσεις αλλά καταλήγουν να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη, λόγω της επιβολής διοικητικών επιβαρύνσεων.
Στις προσπάθειες αυτές για τη βελτίωση των αναπτυξιακών επιδόσεων των ευρωπαϊκών οικονομιών, ουσιαστικό ρόλο διαδραματίζει η δημοσιονομική πολιτική. Πέραν του ότι η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής είναι απαραίτητη για τη στήριξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής η οποία είναι προσανατολισμένη στη σταθερότητα των τιμών, η υγιής δημοσιονομική θέση μιας χώρας αποτελεί βασικό στοιχείο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών στις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να στοχεύουν στην παροχή αποδοτικών και ανταγωνιστικών δημόσιων υπηρεσιών. Η εξυγίανση και αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα μπορεί επίσης να ασκήσει καταλυτική θετική επίδραση και στη συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση του ιδιωτικού τομέα, εξαλείφοντας δυσκαμψίες και καταργώντας δομές που παρακωλύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν δυσμενώς την αποδοτικότητα και την προσαρμοστικότητα της οικονομίας. Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να στοχεύει μόνο στη μείωση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που απορρέει από τα υπερβολικά δημόσια ελλείμματα και το υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά πρέπει και να αποδίδει τη δέουσα σημασία στην «ποιότητα των δημόσιων οικονομικών», η οποία προσδιορίζεται από τη διάρθρωση των δημόσιων δαπανών.
VΙΙ. Συμπεράσματα
Είναι πολλές οι προκλήσεις που μας περιμένουν στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής προόδου. Όχι μόνο στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, αλλά και στις επιμέρους χώρες μέλη της, ιδίως σε εκείνες των οποίων η διεθνής ανταγωνιστικότητα είναι σχετικά χαμηλή και έχει ενδεχομένως επηρεαστεί αρνητικά τα τελευταία χρόνια. Οι χώρες της ζώνης του ευρώ βρήκαν στη νομισματική ένωση της Ευρώπης μια αποτελεσματική και ιδιαίτερα επιτυχημένη ανταπόκριση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα, όμως, οι οικονομίες τους και η άσκηση της εθνικής οικονομικής πολιτικής επηρεάζονται από τις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, καθώς και από τους περιορισμούς που τίθενται από την ενιαία νομισματική πολιτική, η οποία είναι προσανατολισμένη στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στο σύνολο της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, έχουμε ήδη το πλαίσιο και τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις για ταχύτερη ανάπτυξη και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας: τη Στρατηγική της Λισσαβώνας, όπως επανεστιάστηκε και επανεπιβεβαιώθηκε φέτος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η αποστολή που καλούμαστε να φέρουμε εις πέρας είναι απαιτητική, αλλά είμαι αισιόδοξος. Άλλωστε, κανείς μας δεν μπορεί να ξεχάσει τους πανηγυρισμούς μας το περασμένο έτος, όταν η «Λισσαβώνα» απέκτησε για την Ελλάδα έναν ιδιαίτερο και πολύ θετικό συμβολισμό: ως μια συγκλονιστική κοινή προσπάθεια που στέφθηκε από μια εντυπωσιακή επιτυχία.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
[1] Κατά τη δεκαετία πριν από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, αυτό το μέτρο της διασποράς ήταν περίπου 2,9 εκατοστιαίες μονάδες.
[2] Αν συγκρίνουμε τις διαφορές των ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ των 14 μητροπολιτικών στατιστικών περιοχών των ΗΠΑ.
[3] Όταν συγκρίνουμε τη διασπορά του πληθωρισμού εντός της ζώνης του ευρώ με την αντίστοιχη διασπορά εντός μεμονωμένων χωρών, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, οι μέθοδοι υπολογισμού αυτών των διαφορών ή ο καθορισμός του αριθμού και του μεγέθους των γεωγραφικών περιοχών εντός ενός κράτους μέλους μπορεί να διαφέρουν.
[4] Βλέπε επίσης Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «Νομισματική πολιτική και διαφορές πληθωρισμού σε μια ετερογενή νομισματική περιοχή», Μηνιαίο Δελτίο της ΕΚΤ, Μάιος 2005.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου