Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Στουρνάρας: «Να γίνει μείωση δημοσιονομικών στόχων σε συνεννόηση με θεσμούς»


24/6/2019

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κρίνει ότι η εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων τα τελευταία χρόνια προήλθε κυρίως από τη μείωση των δημοσίων επενδύσεων και της υπερφορολόγησης, «φρενάροντας» την οικονομία.

Ως έναν «ενοχλητικό σοφό» για τον Αλέξη Τσίπρα περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας Handelsblatt τον Γιάννη Στουρνάρα, επειδή, όπως επισημαίνει, αρέσκεται στο να βάζει το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων, να «ψέλνει τον εξάψαλμο» στον Έλληνα πρωθυπουργό και να του υπενθυμίζει τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Η τελευταία διαμάχη του με τον Τσίπρα αφορούσε τα «δωράκια» λίγο πριν τις ευρωεκλογές για αυτονόητους λόγους, τα οποία και κατακρίνει.


«Υψηλοί φόροι και μείωση δαπανών φρέναραν την οικονομία»

«Τον Μάιο η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει για φέτος τις δημόσιες δαπάνες και να μειώσει τη φορολογία, μέτρα που αντιστοιχούν με το 0,7% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε μακροσκελή συνέντευξη στην εφημερίδα του Ντίσελντορφ και στην ερώτηση για τους φόβους ότι φέτος η Ελλάδα δεν θα πιάσει του δημοσιονομικού στόχους. «Αναμένουμε μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το σχεδιαζόμενο 3,5% του ΑΕΠ στο 2,9%. Προσωπικά δεν βλέπω κανένα δημοσιονομικό χώρο για το ψηφισμένο φορολογικό πακέτο. Πόσο μάλλον που οι μακροοικονομικές προοπτικές για το 2019 έχουν χειροτερεύσει σε σχέση με τις υποθέσεις που περιγράφονται στον προϋπολογισμό». Ο Γιάνννης Στουρνάρας εκθέτει τους λόγους για τους οποίους είναι αντίθετος στη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.

«Για δύο λόγους, ο πρώτος αφορά στον τρόπο με το οποίο επιτυγχάνεται αυτό το πλεόνασμα με ένα δημοσιονομικό μείγμα που βασίζεται κατεξοχήν στη υπερφορολόγηση. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και τα στενά περιθώρια φορολογικής βάσης έχουν εξασθενήσει τα ιδιωτικά νοικοκυρά και τις επιχειρήσεις. Κι αυτό θέτει τη βιωσιμότητα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα εν αμφιβόλω. Ο δεύτερος λόγος αφορά στις δημόσιες επενδύσεις. Η κυβέρνηση για πολλά χρόνια τις μείωσε για να εξοικονομήσει υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα κλέβοντας από την οικονομία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις. Πρέπει να κλείσουμε επειγόντως αυτήν την τρύπα».


«Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα»

Σε ότι αφορά στην κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου ο Στουρνάρας συνοψίζει τις μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. «Κυρίως θα πρέπει να προσελκύσει ξένους επενδυτές και να αλλάξει το υπάρχον δημοσιονομικό μείγμα προς την κατεύθυνση χαμηλότερων φόρων» επισημαίνει. «Κατά την άποψή μου οι δημοσιονομικοί στόχοι που συμφωνήθηκαν είναι υπερβολικά υψηλοί. Θα πρέπει σε συνεννόηση με τους θεσμούς να μειωθούν για να μπορέσει να κινηθεί πιο γρήγορα η οικονομία». Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό ο Γιάννης Στουρνάρας περιγράφει τη χωρίς προηγούμενο δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας από το 2009, ως «αξιοθαύμαστη, γιατί επετεύχθη σε περίοδο βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης». Στην ερώτηση εάν φοβάται επιστροφή της Ελλάδας σε παρελθούσες καταστάσεις, αναφέρει ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα. Επιτύχαμε τη δημοσιονομική προσαρμογή και για αυτό το μάθημα, πληρώσαμε ένα πολύ υψηλό τίμημα για να μπορέσουμε να το ξεχάσουμε». Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τοποθετείται και σε άλλα θέματα που αφορούν στην ευρωζώνη. Υπερασπίζεται τις επιλογές Ντράγκι για συνέχιση της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής και για την ευρωζώνη υποστηρίζει ότι δεν εκκινεί από τον φόβο ύφεσης.

Στο διάδοχο του Ντράγκι ο Στουρνάρας εύχεται να συνεχίσει τη «θετική υποθήκη» του απερχόμενου επικεφαλής τραπεζίτη, και ότι θα πρέπει να κάνει χρήση όλων των μέσων προκειμένου να διασώσει την ευρωζώνη. Τον Γενς Βάινταμ, διοικητή της Bundesbank, χαρακτηρίζει ως έναν εξαιρετικά καταρτισμένο, ικανό και έμπειρο τραπεζίτη. «Εάν εκλεγεί, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνεχίσει στο πνεύμα των τελευταίων αποφάσεων της ΕΚΤ και να κάνει το παν, εάν υπάρχει ανάγκη».

Πηγή Deutsche Welle

Τα πρωτογενή πλεονάσματα επιτυγχάνονται με φόρους και μειώσεις των δημοσίων δαπανών. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Η Γερμανία επέβαλλε πρωτογενή πλεονάσματα 3.5% (6.3 δις ευρώ) ετησίως από το 2017 ως το 2022 και 2.2% (4 δις ευρώ) από το 2023 ως το 2060. Αυτά τα πλεονάσματα πηγαίνουν στις χώρες που δήθεν μας δάνεισαν ενώ στην πραγματικότητα εγγυούνται το χρέος μας και θα το πληρώσουν μόνον αν δεν το πληρώσει η Ελλάδα. Με τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις μας δάνεισαν ο EFSF, ο ESM και το ΔΝΤ.


Γιατί είναι τόσο τα πρωτογενή πλεονάσματα; ο λόγος είναι ότι έτσι πληρώνονται οι τόκοι και δεν χρειάζεται μερική διαγραφή (τ0ο λεγόμενο ''κούρεμα'') το οποίο το απαγορεύει η συνθήκη της Λισαβώνας. Βέβαια η συνθήκη αυτή απαγορεύει και την αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, ράγμα που παραβιάστηκε στην αγορά ελληνικών ομολόγων από την δευτερογενή αγορά αλλά κυρίως με την ποσοτική χαλάρωση όπου η ΕΚΤ τύπωσε 3 τρισεκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει κρατικά ομόλογα όλων των χωρών εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο.

Καμία χώρα δεν μπόρεσε να πετύχει τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και σε φάση ανάπτυξης. Επομένως είναι νομοτελειακό ότι η πολιτική αυτή θα αποτύχει. Στο κοντινό μέλλον οι Γερμανοί θα βρουν έναν άλλον Τσίπρα για να του φορτώσουν την αποτυχία.

Ο Γ. Στουρνάρας λειτουργεί σαν λαγός της Μέρκελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου