24/7/2019
Του Gideon Rachman
Οι αντιδράσεις στην άνοδο των ναζί κατά τη δεκαετία του 1930 και οι ομοιότητες -σε πολιτικό επίπεδο- με το σήμερα. Το δίλημμα για τις μετριοπαθείς δυνάμεις και πότε πρέπει να σημάνει συναγερμός για τις πολιτικές αναταράξεις.
Πριν από μερικές εβδομάδες, καθόμουν στο γραφείο Συντηρητικού βουλευτή στο Λονδίνο, ο οποίος είχε απελπιστεί με την προοπτική να γίνει ηγέτης του κόμματός του ο Μπόρις Τζόνσον και στη συνέχεια πρωθυπουργός. Μιλήσαμε για πολιτικά και για το ποια βιβλία διάβαζε.
Ανέφερα πως είχα μόλις τελειώσει τα απομνημονεύματα του Sebastian Haffner «Αψηφώντας τον Χίτλερ» (Defying Hitler). «Το έχω εδώ», απάντησε ο βουλευτής, τείνοντας προς τη βιβλιοθήκη του. «Δεν είναι εξαιρετικό;»
Μου φάνηκε σημαντικό πως και οι δυο διαβάζαμε για την δεκαετία του 1930 προκειμένου να προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποιο νόημα για το 2019. Κανένας μας δεν πιστεύει πως ο κ. Τζόνσον ή ο Ντόναλντ Τραμπ είναι μετενσαρκώσεις του Χίτλερ ή του Μουσολίνι. Όμως και οι δυο βρήκαμε ενδιαφέροντα τα απομνημονεύματα του Haffner για έναν άλλον, πιο «λεπτό», λόγο. Παρέχουν μια εξαιρετική εικόνα για το πώς είναι να ζεις σε μια περίοδο πολιτικών αναταραχών.
Τα απομνημονεύματα του Haffner γράφτηκαν το 1939 –μόλις πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Ήταν επτά ετών στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 και έφυγε από τη Γερμανία εξόριστος το 1938. Το βιβλίο του (που ανακαλύφθηκε από τον γιό του μόλις το 1999, όταν καθάριζε διάφορα έγγραφα του πατέρα του μετά τον θάνατό του), παρέχει μια σύγχρονη αίσθηση του πώς ήταν να παρακολουθείς την άνοδο των Ναζί στην εξουσία –και τους φόβους, τις αμφιβολίες και τα ηθικά διλήμματα που εγείρονται καθώς αναδύεται ένα νέο και ανησυχητικό είδος πολιτικής.
Τότε, όπως και τώρα, οι πολιτικά μετριοπαθείς πρέπει διαρκώς να θέτουν το ερώτημα, πόσο σοβαρό είναι αυτό; Είναι απλώς κακόγουστο ή είναι πραγματικά επικίνδυνο; Και η σωστή αντίδραση είναι να πέφτεις με τα μούτρα στην πολιτική ή να αποσύρεσαι στον ιδιωτικό βίο;
Στη σημερινή Βρετανία, το Συντηρητικό κόμμα έχει στραφεί προς την εθνικιστική δεξιά, και το Εργατικό κόμμα έχει καταληφθεί από την ακροαριστερά. Έτσι, πολλοί κεντρώοι μένουν πολιτικά άστεγοι. Ο Haffner πιάνει αυτό το συναίσθημα, όταν γράφει για το «εμείς –αυτό το απροσδιόριστο εμείς, χωρίς όνομα, χωρίς κόμμα, χωρίς επιχειρήματα και χωρίς δύναμη».
Τα παράπονα των σημερινών λαϊκιστών πως ένα «βαθύ κράτος» στις ΗΠΑ και στη Βρετανία εμποδίζει τη βούληση του λαού, θυμίζει την περιγραφή που κάνει ο Haffner για την ακροδεξιά στη Γερμανία την δεκαετία του 1920: «Με βαθύ μίσος επινόησαν τη λέξη ‘σύστημα’ για την απροσδιόριστη δύναμη που τους περιόριζε… Για την ώρα, τουλάχιστον, τους περιόριζε».
Ο Haffner, ένας μορφωμένος νεαρός δικηγόρος, αισθάνονταν μια βαθιά διανοητική περιφρόνηση για τους Ναζί και «την αποκρουστική φρασεολογία τους, κάθε συλλαβή της οποίας υποδήλωνε μια βίαιη ηλιθιότητα». Όμως η περιφρόνησή του αποδείχθηκε πως ήταν μια πολιτική παγίδα, διότι «έτεινα να μην τους παίρνω και πολύ στα σοβαρά –μια συνηθισμένη στάση μεταξύ των μη έμπειρων αντιπάλων τους, που τους βοήθησε πολύ».
Σε κάθε στροφή, πάλευε με το ερώτημα του πόσο άσχημα θα γίνουν τα πράγματα. Λίγο αφότου οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία, αισθάνθηκε «ξεκάθαρα πως αυτό που συνέβη μέχρι τώρα ήταν απλώς αηδιαστικό και τίποτα περισσότερο. Όμως αυτό που θα μπορούσε να συμβεί σύντομα, είχε κάτι το ποιο αποκαλυπτικό».
Καθώς τα γεγονότα κινούνταν προς μια όλο και πιο επικίνδυνη κατεύθυνση, ο Haffner και οι φίλοι του υιοθέτησαν διαφορετικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας. Ένας ισχυρός πειρασμός ήταν απλά να σταματήσουν να δίνουν σημασία στις ειδήσεις και να «σφαλίσει κανείς τα παράθυρά του και να αποσυρθεί στους τέσσερις τοίχους της ιδιωτικής ζωής του».
Ένας άλλος ήταν να παρηγορηθούν με αυτά που δεν είχαν αλλάξει – τα τμήματα του κράτους και του δημόσιου βίου που εξακολουθούσαν να μοιάζουν σταθερά και οικεία. Άρα, κοιτάζοντας πίσω στο 1933, τη χρονιά που ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας, ο Haffner σημειώνει πως «ο Καγκελάριος μπορούσε καθημερινά να εκστομίζει τις αισχρότερες προσβολές κατά των Εβραίων». Όμως, από την άλλη, «η διαδικασία του νόμου δεν είχε αλλάξει καθόλου». Οι θεσμοί της Γερμανίας και οι δικλείδες ασφαλείας παρέμεναν σε ισχύ.
Άρα, είναι λάθος να πιστεύουμε πως η βίαιη ρητορική ενός αυταρχικού ηγέτη έχει λιγότερη σημασία απ’ ότι οι θεσμοί του κράτους;
Εκ των υστέρων, σημειώνει με πικρία ο Haffner, «πρέπει να παραδεχθώ πως έτεινα να βλέπω την αδιατάρακτη λειτουργία του νόμου, και πράγματι τη συνεχιζόμενη κανονική πορεία της καθημερινής ζωής, ως έναν θρίαμβο κατά των Ναζί».
Όμως, το 1933, καθώς εργάζονταν σε μια νομική βιβλιοθήκη, τάγματα εφόδου μπήκαν στο κτήριο και άρχισαν να διώχνουν τους Εβραίους αναγνώστες. Προς ντροπή του, ο Haffner βρέθηκε να πρέπει να διαβεβαιώνει τους παρείσακτους πως δεν ήταν Εβραίος.
Διαβάζοντας αυτό το κείμενο τώρα είναι σοκαριστικό. Όμως, ψάχνοντας για κάποια οπτική για το 2019, είναι επίσης καθησυχαστικό, αφού φαίνεται τόσο μακρινό από αυτό που μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ μόλις είπε σε μαύρες, ισπανόφωνες και μουσουλμάνες βουλευτές να «γυρίσουν πίσω από εκεί που ήρθαν». Ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας έχει πει πως οι μουσουλμάνες που φορούν το νικάμπ μοιάζουν με γραμματοκιβώτια. Όμως εξακολουθεί να μοιάζει αδιανόητο πως μια μέρα τάγματα ασφαλείας μπορεί να διώξουν ομάδες της μειονότητας από δημόσιους χώρους.
Πότε όμως σημαίνουμε τον συναγερμό; Από την εξορία στο Λονδίνο, ο Haffner θυμόταν: «μου πήρε αρκετό καιρό να καταλάβω πως ο νεανικός μου ενθουσιασμός ήταν σωστός και η πλούσια εμπειρία του πατέρα μου ήταν λάθος· πως υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ήρεμο σκεπτικισμό».
Η ενστικτώδης αντίδρασή μου στην άνοδο του κ. Τζόνσον και στη ρητορική του κ. Τραμπ είναι ακόμα ο «ήρεμος σκεπτικισμός». Αλλά πάλι, βρίσκομαι περίπου στο ίδιο στάδιο της ζωής που βρίσκονταν ο πατέρας του Haffner το 1933.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου