7/3/2020
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έχει δεσμευθεί να αυξήσει εντυπωσιακά τις κρατικές δαπάνες στον επόμενο προϋπολογισμό της χώρας και για να το κάνει αυτό ίσως χρειαστεί να θέσει στο στόχαστρο τους πάρα πολύ πλούσιους πολίτες της χώρας. Συγκεκριμένα, προσβλέπει να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες άνω του 1 τρις στερλινών (1,3 τρις δολάρια) τον χρόνο, επαναφέροντας το ύψος τους σε πρωτόγνωρα επίπεδα, που παραπέμπουν στη δεκαετία του 1970. Υπό το πρίσμα αυτό, μάλλον θα πρέπει να επανεξετάσει η κυβέρνηση το σύνολο των επιμέρους φοροαπαλλαγών, που ξεπερνούν τις 1.100 στον αριθμό και αποτιμώνται σε πάνω από 400 δις στερλίνες (517 δις δολάρια) τον χρόνο. Το ποσόν αυτό αντιστοιχεί στο ήμισυ όλων των κρατικών δαπανών της Βρετανίας. Ορισμένες από τις φοροαπαλλαγές αυτές αφορούν κυρίως τους πάμπλουτους, εξ ου και μπορεί να χρειαστεί ο Τζόνσον να τις καταργήσει, μιας και, όπως επισημαίνει το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, θα χρειαστεί κάθε πένα για να χρηματοδοτήσει το μεγαλόπνοο σχέδιό του. Σύμφωνα με τις βρετανικές εφημερίδες και ΜΜΕ, μία από τις φοροελαφρύνσεις που πιθανώς να αναθεωρηθεί αφορά αμφιλεγόμενη ρύθμιση, η οποία μειώνει τον φόρο των επιχειρήσεων μετά την πώληση μετοχών ή άλλων περιουσιακών τους στοιχείων (Entrepreneur’s Relief). Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι από το 2016 και μέχρι σήμερα για την προετοιμασία της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. έχει δαπανηθεί σχεδόν το 70% του συνόλου των 6,3 δις στερλινών (8,22 δις δολαρίων), που είχε κατά μέρος θέσει το υπουργείο Οικονομικών. Τα 4,4 δις στερλίνες (5,7 δις δολάρια) δόθηκαν κυρίως σε στελέχωση γραφείων, τεχνολογία, συμβούλους και διαφημιστικές εκστρατείες.
Αναφορικά με τον προϋπολογισμό, τώρα, τα πιο δαπανηρά κρατικά προγράμματα είναι είτε ζωτικής σημασίας για να ενισχυθούν οι επενδύσεις, κάτι που συνιστά προτεραιότητα, διότι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον θέλει να αναθερμάνει την παραγωγικότητα, είτε θεωρούνται δημοφιλή από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του. Αντιθέτως, μικρότερες πρωτοβουλίες δεν επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα. Λόγου χάριν, υπάρχουν ελαφρύνσεις επί των συντάξεων για όσους πληρώνουν σε φόρους το 40% των εισοδημάτων τους. Σε συνδυασμό με τις εργοδοτικές εισφορές, οι ελαφρύνσεις στις συντάξεις κοστίζουν στο κράτος πάνω από 40 δις στερλίνες (52,17 δις δολάρια) τον χρόνο, όσο το συνολικό κονδύλι του βρετανικού προϋπολογισμού για τα σχολεία της χώρας. Εάν η ελάφρυνση μειωνόταν σε όσους πληρώνουν τον βασικό συντελεστή του 20%, θα εισέπραττε το κράτος 8,5 δις στερλίνες (11 δις δολάρια), σύμφωνα με τους υπολογισμούς του βρετανικού Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Σπουδών. Ωστόσο, υπάρχει ένα θέμα, διότι μία τέτοια ρύθμιση θα έπληττε τους έχοντες εισόδημα άνω των 50.000 λιρών (65.210 δολάρια) ετησίως, στους οποίους ο Τζόνσον υποσχέθηκε προεκλογικά ελαφρύνσεις.
Τα δαπανηρά κυβερνητικά σχέδια αφήνουν μικρά περιθώρια χειρισμών στο υπουργό Οικονομικών Ρίσι Σούνακ, ο οποίος μόλις πριν από ένα μήνα ανέλαβε καθήκοντα. Για να ανταποκριθεί στα υπεσχημένα, ίσως χρειαστεί να καταργήσει υφιστάμενους δημοσιονομικούς κανόνες, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω εξαιτίας του κορωνοϊού που πλήττει τη βρετανική οικονομία και την παγκόσμια, καθώς και τα φορολογικά έσοδα. Ειδικά η ελάφρυνση επί της φορολογίας πωλήσεων μετοχών και περιουσιακών στοιχείων από τις επιχειρήσεις θεωρείται μη δημοφιλής και προκαλεί έντονες αντιδράσεις, κάνοντας ακόμα και τον Μπόρις Τζόνσον να λέει ότι τη χρησιμοποιούν οι εξωφρενικά πλούσιοι για να γίνουν ακόμα πιο εξωφρενικά πλούσιοι. Πάντως, όπως αναφέρει το Bloomberg πολλά μέλη του κόμματος των Συντηρητικών τάσσονται υπέρ της ρύθμισης, που επέχει θέση συμβόλου της πολιτικής τους δέσμευσης να στηρίζουν το επιχειρείν.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου