12/4/2020
Της Gillian Tett
Με εντυπωσιακή ταχύτητα επιβάλλεται περισσότερη κρατική παρέμβαση και ανατροπή δεδομένων του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Οι κινήσεις της κυβέρνησης, ο ρόλος της Fed και το σενάριο επιστροφής ενός εργαλείου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από δυο ολάκερους μήνες, ο Jim Cramer, ο υπερδραστήριος αμερικανός τηλεπαρουσιαστής, ήταν γνωστός για την αγάπη του στις ελεύθερες αγορές και τις μετοχές.
Τώρα, επικεντρώνεται αλλού: στο να πείσει τον Λευκό Οίκο του Donald Trump να εκδώσει «πολεμικά ομόλογα» για να χρηματοδοτηθεί η μάχη κατά του Covid-19. «Πολεμικά ομόλογα –ήρθε η ώρα (για) 30ετή, τρισεκατομμυρίων δολαρίων (με) 2%», έγραψε σε ανάρτησή του στο Twitter αυτήν την εβδομάδα, κηρύσσοντας πως οι εγχώριοι επενδυτές «το θέλουν αυτό το χαρτί. Θέλουμε να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο!»
Θα ακούσει ο κ. Trump; Δεν είναι σαφές. Ο Lary Kudlow, πρώην συνεργάτης του κ. Cramer στο CNBC που τώρα είναι επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στον Λευκό Οίκο, λέει πως είναι «υπέρ» των πολεμικών ομολόγων ως «μακροπρόθεσμης επένδυσης».
Αλλά, ο υπουργός Οικονομικών, Steven Mnuchin, δεν μοιάζει να πείθεται τόσο. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Καθώς τα 30ετή treasuries είχαν την Πέμπτη απόδοση 1,4%, δεν υπάρχει άμεση λογική η κυβέρνηση να πουλήσει ομόλογα που θα της κόστιζαν περισσότερα. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Mnuchin χρειάζεται να νοικοκυριά να ξοδέψουν χρήματα σε αγαθά και εμπειρίες όταν τελειώσει η πανδημία, και όχι σε ομόλογα.
Εν τούτοις, ακόμα και αν οι λέξεις «πολεμικά ομόλογα» δεν πήγαν ποτέ πέραν του Twitter, οι επενδυτές θα πρέπει να το προσέξουν αυτό, για τρεις λόγους. Πρώτον, τα επίπεδα του κρατικού χρέους εκρήγνυνται με τρόπο που σύντομα θα ρίξει το φως στο ποιος αγοράζει τα αμερικανικά treasuries.
Αυτήν την εβδομάδα, για παράδειγμα, η Goldman Sachs προειδοποίησε τους πελάτες πως το χρέος των ΗΠΑ ως προς το ΑΕΠ θα μπορούσε να αγγίξει το 99% φέτος και το 108% το 2023, από 79% το περασμένο έτος. Αν συμβεί αυτό, θα ξεπερνούσε το προηγούμενο ρεκόρ που κατεγράφη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –που, όχι τυχαία, ήταν η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ πούλησαν πολεμικά ομόλογα στον πατριωτικό λαό.
Ευτυχώς, δεν υπάρχει απολύτως καμία ένδειξη πως ο κ. Mnuchin αντιμετωπίζει πρόβλημα στη χρηματοδότηση αυτού του χρέους τώρα. Η Federal Reserve ήδη αγοράζει treasuries. Αν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν τους επόμενους μήνες, είναι πιθανό το επόμενο βήμα της Fed να είναι να ενστερνιστεί τον «έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων», όπου θα αγοράζει τόσο μακροπρόθεσμο όσο και βραχυπρόθεσμο χρέος για να κρατήσει τα επιτόκια χαμηλά σε όλο το εύρος. Εν τω μεταξύ, το status του δολαρίου ως αποθετικού νομίσματος σημαίνει πως και οι μη αμερικανικές οντότητες συνεχίζουν να αγοράζουν treasuries.
Όμως, καθώς οι επενδυτές αναλογίζονται το μέλλον, θα μπορούσαν να (ξανα)διαβάσουν ένα αξιοθαύμαστο γράμμα που έγραψαν οι τράπεζες της Wall Street προς το υπουργείο Οικονομικών πέρυσι –πολύ πριν την πανδημία- με το οποίο προειδοποιούσαν για «μια αυξημένη ανάγκη αυτό το χρέος (των ΗΠΑ) να χρηματοδοτείται εγχωρίως», αφού η αναλογία των ξένων αγορών αμερικανικών treasuries μειώνονταν. Οι τράπεζες είχαν προτείνει τότε τα αμερικανικά νοικοκυριά να είναι οι φυσικοί μελλοντικοί αγοραστές, αφού η συμμετοχή τους ήταν σχετικά χαμηλά.
Τέτοιες προτάσεις είναι πιθανό να ενταθούν, με ή χωρίς τα πολεμικά ομόλογα συγκεκριμένα, ιδιαίτερα εάν αυξηθεί ο προστατευτισμός. «Νομίζω θα δείτε μια πολύ μεγαλύτερη επικέντρωση στο ερώτημα του ποιος κατέχει το αμερικανικό χρέος –είναι σύμμαχος ή όχι;», προβλέπει ένας πρώην ανώτατος κεντρικός τραπεζίτης.
Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς, είναι τι συμβαίνει στα αμερικανικά ομόλογα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική κυβέρνηση μείωσε το χρέος της με ένα μείγμα ανάπτυξης και «χρηματοοικονομικής καταστολής», μια στρατηγική για να τηρούνται τα μακροπρόθεσμα επιτόκια κάτω από τον κύριο πληθωρισμό, δημιουργώντας αρνητικές πραγματικές αποδόσεις, εν μέσω ελέγχων των επενδύσεων.
Μέχρι πριν από μια δεκαετία, ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα μπορούσε αυτό να ξανασυμβεί στη Δύση. Όμως, όπως έχουν σημειώσει η Carmen Reinhart και άλλοι οικονομολόγοι, από την κρίση του 2008 η αντήχηση αυτού έχει αρχίσει να επανεμφανίζεται. Οι ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις έχουν οδηγήσει τις δυτικές τράπεζες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία σε αγορά περισσότερου κρατικού χρέους, αν και τα πραγματικά επιτόκια είναι αρνητικά λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης.
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η χρηματοοικονομική καταστολή να ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Αυτό πιθανόν δεν θα περιλαμβάνει τη χρήση των συγκεκριμένων επενδυτικών, τιμολογιακών και κεφαλαιακών ελέγχων που χρησιμοποιήθηκαν μετά τον πόλεμο. Όμως τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως. Οι επενδυτές θα πρέπει επειγόντως να ξαναδιαβάσουν την έρευνα της κ. Reinhart, διότι δείχνει πως η χρηματοοικονομική καταστολή φέρνει αρνητικές αποδόσεις για τους ομολογιούχους. Με άλλα λόγια, αυτά τα πολεμικά ομόλογα που αγοράστηκαν ευρύτερα, ήταν ουσιαστικά ένας φόρος επί των αποταμιευτών, που ο λαός δέχθηκε για τον πατριωτικό σκοπό.
Αυτό με τη σειρά του τονίζει ένα τρίτο σημείο: οι αμερικανικές οικονομικές συμπεριφορές αλλάζουν με εντυπωσιακή ταχύτητα για να ενστερνιστούν περισσότερη κρατική παρέμβαση. Μια προφανής ένδειξη αυτού είναι η προσπάθεια του κ. Trump να χρησιμοποιήσει εξουσίες πολεμικών περιόδων για να δίνει διαταγές στις κατασκευαστικές εταιρείες όπως η 3M. Μια άλλη, είναι το έκτακτο πακέτο στήριξης ύψους 2,3 τρις δολαρίων που ανακοίνωσε η Fed για επιχειρήσεις και τοπικές οντότητες, το οποίο ανακοινώθηκε το πρωί της Πέμπτης –ενώ υποσχέθηκαν ακόμα περισσότερο χρήμα.
Αυτό τρομάζει ορισμένους παρατηρητές. «Βρισκόμαστε ουσιαστικά στον δρόμο της μόνιμης αλλαγής της μορφής του καπιταλισμού μας και της ελεύθερης επιχειρηματικότητας –πώς το παίρνεις αυτό πίσω;», λέει απογοητευμένος ο Scott Minerd της Guggenheim partners. Όμως αυτή τη στιγμή, τέτοιου είδους σχόλια απογοήτευσης σπανίζουν.
Η έκκληση του κ. Cramer δεν είναι μόνο μια ένδειξη των πατριωτικών, ελεγχόμενων από το κράτος καιρών, αλλά δείχνει επίσης το πόσο αδιάφοροι έχουν γίνει οι ειδικοί ως προς το ύψος του χρέους.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου