Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Γερμανικά εμπόδια στην ποσοτική χαλάρωση


6/5/2020

Επιπλοκές στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να θωρακίσει τα υπερχρεωμένα κράτη-μέλη της ευρωζώνης απέναντι στις οικονομικές συνέπειες του κορωνοϊού προκαλεί η χθεσινή ετυμηγορία του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου σχετικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) που ενεργοποιήθηκε το 2015 και στο οποίο δεν συμμετείχε η Ελλάδα.

Το δικαστήριο της Καρλσρούης αποδέχθηκε την ετυμηγορία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΕ) ότι το PSPP δεν παραβιάζει την απαγόρευση της «νομισματικής χρηματοδότησης» (άρθρο 123 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε.). Εξέφρασε, ωστόσο, αμφιβολίες σχετικά με την αναλογικότητα του προγράμματος για την επίτευξη των στόχων της νομισματικής πολιτικής και έδωσε προθεσμία τριών μηνών στην ΕΚΤ να προβεί σε σχετικές εξηγήσεις. Επιπλέον, έκρινε ότι η γερμανική κυβέρνηση και η Βουλή δεν τήρησαν τη συνταγματική υποχρέωσή τους να θέσουν την ΕΚΤ προ των ευθυνών της σχετικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

Στη σχετική ανακοίνωση, το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο σημειώνει ότι η ετυμηγορία «δεν αφορά οποιαδήποτε μέτρα χρηματοοικονομικής βοήθειας έχουν λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΕΚΤ στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης του κορωνοϊού». Ωστόσο, οι ειδικοί επί των ζητημάτων αυτών βλέπουν ξεκάθαρη απειλή κατά του PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme), του νέου προγράμματος αξίας 750 δις ευρώ που ανακοίνωσε η ΕΚΤ στα μέσα Μαρτίου, το οποίο ήταν το «κλειδί» για την αποτροπή της εκτίναξης των spreads στον ευρωπαϊκό Νότο. Δεδομένης της πρόθεσης της ΕΚΤ να διογκώσει έτι περαιτέρω τις αγορές της στο πλαίσιο του PEPP και του ότι έχει ήδη καταργήσει κάποιους από τους περιορισμούς στις αγορές ομολόγων που είχε επιβάλει στον εαυτό της στο πλαίσιο του PSPP, η ετυμηγορία των δικαστών στην Καρλσρούη θεωρείται βέβαιος προάγγελος νέων προσφυγών κατά της τράπεζας – κάτι το οποίο προδίκασε μέσω Twitter και ο πρώην αντιπρόεδρος της τράπεζας, Βίτορ Κοστάνσιο.

Η ΕΚΤ, σε σύντομη ανακοίνωση που εξέδωσε χθες βράδυ, σημειώνει ότι «το Δ.Σ. παραμένει πιστό στη δέσμευσή του να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί» ώστε να επιτύχει τους στόχους της νομισματικής πολιτικής για ολόκληρη την ευρωζώνη. «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 2018 έκρινε ότι η ΕΚΤ δρα εντός της εντολής της για τη σταθερότητα των τιμών», καταλήγει με νόημα η ανακοίνωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρθηκε κι αυτή στην υπεροχή της ευρωπαϊκής νομολογίας έναντι της εθνικής στη δική της αντίδραση.

Ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε – η ΕΚΤ μπορεί να εξηγήσει εντός των επόμενων τριών μηνών γιατί το PSPP ήταν απαραίτητο για να επιτευχθεί ο στόχος του 2% ή οριακά λιγότερο για τον πληθωρισμό. Έτσι, η Bundesbank –προσωρινά τουλάχιστον– δεν θα βρεθεί στην επώδυνη θέση να πρέπει να διαλέξει μεταξύ της θέσης της ως μέλους του Ευρωσυστήματος και της συμμόρφωσής της με τη γερμανική συνταγματική τάξη.

Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου, όπως σημείωσαν πολλοί σχολιαστές, αποτελεί βόμβα στα θεμέλια τόσο του PEPP όσο και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ευρύτερα. Η λογική της βασίζεται σε έναν διαχωρισμό μεταξύ νομισματικής και οικονομικής πολιτικής που είναι δυσδιάκριτος και δεν ορίζεται από τους δικαστές – και μετατρέπεται έτσι σε δαμόκλειο σπάθη πάνω από τις μη ορθόδοξες πολιτικές της ΕΚΤ, περιορίζοντας σημαντικά την ελευθερία κινήσεών της. Επιπροσθέτως, ο χαρακτηρισμός της κρίσης του ΔΕΕ σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας ως «ακατανόητης» και «ultra vires» (πέρα από την εξουσία του) αποτελεί ένα εξόχως επικίνδυνο προηγούμενο. Όπως είπε ο Φραντς Μάγερ, καθηγητής Νομικής του πανεπιστημίου του Bielefeld, σε διαδικτυακή εκδήλωση του Bruegel χθες, θα μπορούσε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, με τα ελεγχόμενα δικαστήρια της Ουγγαρίας και της Πολωνίας να αμφισβητούν και αυτά την πρωτοκαθεδρία του ΔΕΕ.

Ανεργία στο 42% χωρίς πακέτα στήριξης

Στο 42% θα είχε εκτιναχθεί η ανεργία στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης, αν δεν είχαν διαθέσει οι κυβερνήσεις τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη μερική κάλυψη των αποδοχών των εργαζομένων. Στην εκτίμηση αυτή καταλήγουν οικονομικοί αναλυτές του Bloomberg, που επισημαίνουν ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης στήριξαν τις αποδοχές 40 και πλέον εκατομμυρίων εργαζομένων όταν αυτοί βρέθηκαν σε προσωρινή αναστολή της σύμβασης εργασίας τους λόγω της πανδημίας. Όπως τονίζουν, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ήδη δαπανήσει σχεδόν 100 δις ευρώ για τον σκοπό αυτό, αλλά προκύπτει πως άξιζε να καταβάλουν τέτοιο οικονομικό αντίτιμο ώστε να περιοριστεί ο οικονομικός και κοινωνικός αντίκτυπος της πανδημίας. Αν είχαν απολυθεί αυτά τα 40 εκατ. εργαζομένων σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, τότε η ανεργία θα εκτινασσόταν στο 42% στην ευρωζώνη.

Στην περίπτωση αυτή, η οικονομία της Ευρωζώνης θα δεχόταν καίριο πλήγμα, λαμβανομένου υπόψη πόσο αργή ήταν η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τη συνεπακόλουθη κρίση χρέους της ευρωζώνης. Όπως τονίζει η Μαέβα Κουζέν, οικονομολόγος του Bloomberg, «το δημοσιονομικό κόστος είναι τεράστιο, αλλά θα αποδεικνυόταν πολύ πιο δαπανηρή μια μεγάλη και παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας». Αυτό εξηγεί την ετοιμότητα που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκειμένου να αποφύγουν μια επανάληψη του ίδιο πλήγματος στην απασχόληση. Η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας δεν βγαίνει, πάντως, αλώβητη από την κρίση της πανδημίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της McKinsey, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, η ανεργία στην Ε.Ε. των 27 χωρών-μελών έχει αυξηθεί στο 7,6% από το 6,5% του Φεβρουαρίου. Στη Γερμανία, άλλωστε, τον περασμένο μήνα οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας έφτασαν τις 373.000.  Στη χειρότερη περίπτωση η ανεργία μπορεί να υπερβεί το 11% και να επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 πριν από το 2024.

Η εικόνα είναι πολύ πιο δραματική στις ΗΠΑ, όπου τα στοιχεία του Απριλίου προδίδουν μια μείωση του αριθμού των εργαζομένων κατά 21 εκατ. άτομα μόνον στη διάρκεια του περασμένου μήνα. Πρόκειται για αριθμό 26 φορές μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου