21/6/2020
Του Τάσου Αναστασάτου
Το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 1ο τρίμηνο του 2020 κατά 1,6% σε τριμηνιαία βάση, ή κατά 0,9% σε ετήσια βάση, έναντι -3,6% και -3,1% αντιστοίχως στην ευρωζώνη. Εκ πρώτης όψεως, οι αριθμοί αυτοί απέχουν από τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών ότι η ύφεση στην Ελλάδα φέτος θα είναι βαθύτερη σε σχέση με την ευρωζώνη. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ύφεση 9,7% στην Ελλάδα έναντι 7,7% στην ευρωζώνη.
Αν και τα προσωρινά στοιχεία μένει να επαληθευθούν κατά την αναθεώρηση του δευτέρου τριμήνου, η υπεραπόδοση της Ελλάδας συγκριτικά με την ευρωζώνη το πρώτο τρίμηνο είναι εξηγήσιμη. Από διαρθρωτικής άποψης, η ελληνική οικονομία είναι λιγότερο ενσωματωμένη στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και πιο κλειστή, δηλαδή το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι μικρότερο από τον μέσον όρο της ευρωζώνης. Επίσης, ο τομέας μεταποίησης είναι σχετικά μικρός ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα, η αρχική μετάδοση του παγκόσμιου σοκ ζήτησης ήταν ηπιότερη.
Επιπλέον, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης της COVID-19, η ΕΚΤ ανέμενε ανάπτυξη 2,3% στην Ελλάδα το 2020, έναντι 1,1% στην ευρωζώνη. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Ελληνες είναι συνηθισμένοι σε κρίσεις, περιόρισε την αρχική διάδοση αρνητικών προσδοκιών, όπως φάνηκε στη σχετικά μικρή αρχική επιδείνωση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος. Εκ των υστέρων, αυτή η προδιάθεση ενισχύθηκε από τον επιτυχημένο χειρισμό της υγειονομικής κρίσης από την κυβέρνηση και από τα δημοσιονομικά μέτρα που στηρίζουν βραχυπρόθεσμα τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από μεγάλο μέγεθος –σε σχέση με το ΑΕΠ– τομέων που είναι πιο ευάλωτοι στην κρίση της COVID-19, δηλαδή του τουρισμού και των μεταφορών (9,6 % και 5,4% του ΑΕΠ αντίστοιχα, μεταξύ των μεγαλύτερων στην Ε.Ε.-28) και από χαμηλό μέσο μέγεθος επιχειρήσεων (άρα χειρότερα ποσοστά επιβίωσης). Αυτοί οι παράγοντες θα γίνουν αισθητοί με καθυστέρηση.
Επομένως, είναι πιθανό ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να συρρικνώνεται τα επόμενα τρίμηνα, ακόμη και αν άλλες οικονομίες της ευρωζώνης αρχίσουν να ανακάμπτουν. Μια καλύτερη ένδειξη για το εάν η ελληνική οικονομία θα υποαποδώσει της ευρωζώνης θα έχουμε τον Σεπτέμβριο, όταν θα έχουν ανακοινωθεί τα στοιχεία του 2ου τριμήνου και τα κρίσιμα στοιχεία για τις ταξιδιωτικές αφίξεις.
Ωστόσο, κρισιμότερο του μεγέθους της φετινής ύφεσης είναι το ποσοστό των απωλειών που μπορεί να ανακτηθεί το 2021 ή, εναλλακτικά, πόσα χρόνια θα πάρει στην οικονομία για να φθάσει στο επίπεδο του τέλους του 2019. Από μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, το στοίχημα είναι πώς η χώρα θα μπει σε μονοπάτι ταχύτερης από πριν και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Ως προς αυτό, θα απαιτηθεί μεγάλη προσπάθεια. Η κρίση του κορωνοϊού θα επιφέρει μακροχρόνιες αλλαγές, τόσο στις καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων όσο και στον τρόπο με τον οποίον οργανώνεται η παραγωγή στη διεθνή οικονομία: η εθνική και περιφερειακή αυτάρκεια καθίσταται σημαντικότερη, η γεωγραφική εξάπλωση των εφοδιαστικών αλυσίδων θα περάσει από γεωστρατηγικά φίλτρα, η διείσδυση της τεχνολογίας και της τηλεργασίας στην παραγωγή θα επιταχυνθεί. Σε αυτό το νέο τοπίο, η ανάπτυξη του μέλλοντος δεν μπορεί να επιτευχθεί με τους τρόπους του παρελθόντος, ακόμη και του πολύ πρόσφατου. Η χώρα πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της: να αναμορφώσει το επιχειρηματικό μοντέλο στους τομείς που είχε συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά πλέον δεν θα είναι ίδιοι (τουρισμός, μεταφορές, κτηματαγορά, εστίαση) και να αναπτύξει νέες δεξιότητες για να αναπληρώσει τη συνεισφορά τομέων οι οποίοι αναγκαστικά θα υποχωρήσουν.
Γι’ αυτό, περισσότερο από ποτέ, η ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα στήριξης αλλά μόνο με τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: στις ολιγοπωλιακές –κλειστές ή μισόκλειστες– αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στη δημόσια διοίκηση που παραμένει ο μεγάλος ασθενής και ανθίσταται στην αλλαγή, στη Δικαιοσύνη, στους θεσμούς της οικονομίας, την εξάρτηση από τις ρυπογόνες πηγές ενέργειας, τις ιδιωτικοποιήσεις. Η ελληνική οικονομία, παρά τις –ημιτελείς και αποσπασματικές– μεταρρυθμίσεις των μνημονιακών ετών, δεν έχει κατακτήσει τον επιθυμητό βαθμό αποτελεσματικότητας και ευελιξίας των θεσμών της οικονομίας, που θα επέτρεπε ταχύτερη προσαρμογή προς τη «νέα κανονικότητα». Αυτό είναι κρίσιμο ώστε η χώρα να μη χάσει το κύμα ανάκαμψης μετά την κρίση και μαζί του τη θέση της στον νέο παγκόσμιο χάρτη εξειδικεύσεων. Χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου όπως η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική σε όρους χαμηλού εργατικού κόστους αλλά μόνο με μεγαλύτερη διείσδυση της γνώσης και των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή.
Η χώρα έχει μία μοναδική ευκαιρία να τα πετύχει αυτά αν χρησιμοποιήσει με σύνεση και στρατηγικό σχέδιο τους ευρωπαϊκούς πόρους για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού: πάνω από 50 δις ευρώ μόνο από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ. Αυτά τα κεφάλαια δεν μπορούν και δεν πρέπει να διατεθούν σε συγκεκαλυμμένες εισοδηματικές ενισχύσεις, όπως συνέβη για πολλά χρόνια στο παρελθόν, άλλωστε για τους πληττόμενους από τη νέα κρίση διατίθενται άλλοι πόροι. Οι πόροι αυτοί πρέπει να διατεθούν με διαφάνεια στις στρατηγικές αναπτυξιακές προτεραιότητες δημιουργώντας πολλαπλασιαστικό όφελος, ποιοτικές δουλειές και μακροπρόθεσμη προοπτική. Είναι ερώτημα εάν η δημόσια διοίκηση έχει τη δυναμικότητα σχεδιασμού και υλοποίησης για την απορρόφηση αυτών των χρημάτων· σε προηγούμενα ΕΣΠΑ, πολύτιμοι πόροι χάθηκαν από αυτή την αδυναμία. Πρέπει να υποβληθούν εγκαίρως συγκροτημένα επενδυτικά σχέδια και να υλοποιηθούν κατά τα συμφωνηθέντα, ειδάλλως τα χρήματα θα διοχετευτούν προς άλλα κράτη-μέλη. Αυτή η χρηματοδοτική ένεση είναι η μεγάλη –και ίσως τελευταία– ευκαιρία της χώρας να επιτύχει την οικονομική σύγκλιση. Οφείλουμε στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές να την αξιοποιήσουμε.
* Ο κ. Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου