20/7/2020
Τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα μέσης τάσης, το οποίο χρησιμοποιεί ένα σημαντικό τμήμα της βιομηχανίας, προανήγγειλε την περασμένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Προφανώς θα είναι ένα μέτρο που θα ανακουφίσει τη βιομηχανία, αλλά το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους είναι πολύ βαθύτερο και η μείωση του ΕΦΚ μοιάζει περισσότερο με ασπιρίνη.
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκαλούν σοκ. Η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι κατά 47% υψηλότερη από τον μέσον όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σχεδόν κατά 70% υψηλότερη από τη φθηνότερη ευρωπαϊκή αγορά, τη νορβηγική.
Η χονδρική τιμή της μεγαβατώρας στην Ελλάδα, το α΄ τρίμηνο του 2020, διαμορφώθηκε σε 50 ευρώ, έναντι μέσης τιμής 34 ευρώ στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. και 17 ευρώ στη Νορβηγία. Η δεύτερη ακριβότερη χώρα στην ηλεκτρική ενέργεια είναι η Μάλτα, ένα νησί, μια μικρή και κλειστή αγορά με μία μόνο διασύνδεση με το υπόλοιπο ευρωπαϊκό ηλεκτρικό σύστημα, όπου η τιμή της μεγαβατώρας διαμορφώθηκε στα 45 ευρώ.
Η υψηλή τιμή του ρεύματος δεν οφείλεται στους φόρους, ειδικούς και μη. Είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων 10ετιών, που επέλεξαν να πάνε κόντρα στις διεθνείς εξελίξεις για να διαφυλάξουν κατεστημένα συμφέροντα, με τίμημα την υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Μέχρι πριν από ένα χρόνο, η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη ήταν επιλογή που δεν αμφισβητήθηκε de facto, ακόμη κι από εκείνες τις κυβερνήσεις που ορκίζονταν στην πράσινη ανάπτυξη.
Η διατήρηση των λιγνιτικών μονάδων ήταν αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση της ΔΕΗ με τη μορφή που είχε, ενώ παράλληλα άφηνε χώρο να αναπτυχθεί και η ιδιωτική πρωτοβουλία στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με όρους που περιόριζαν σημαντικά το επενδυτικό ρίσκο. Παράλληλα, η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα μέσα της προηγούμενης 10ετίας, αντί να είναι μια μακροπρόθεσμη στρατηγική επιλογή, ευτελίστηκε σε υποκατάστατο επιδοματικής πολιτικής. Εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ διατέθηκαν για επιχορηγήσεις μικρών φωτοβολταϊκών σε στέγες και σε χωράφια, με διασφαλισμένες υψηλές επιδοτήσεις.
Έτσι, όσο περνούσαν τα χρόνια το ρεύμα από λιγνίτη γινόταν ακριβότερο, καθώς επιβαρυνόταν με ολοένα αυξανόμενο τέλος ρύπων, ενώ από την άλλη και το ρεύμα από ΑΠΕ ήταν και ακριβό και λίγο, επειδή οι επενδύσεις ήταν εν πολλοίς μικρής κλίμακας.
Ακόμη κι όταν η απολιγνιτοποίηση είχε τεθεί σε κίνηση, όχι από πολιτική απόφαση, αλλά επειδή η ζωή έχει τη δική της δυναμική, η τότε κυβέρνηση επιχειρούσε να κρατήσει τις λιγνιτικές μονάδες στη ζωή. Η λιγνιτική παραγωγή από 27.570 γιγαβατώρες το 2011 έπεσε στις 14.906 το 2018 και σε 10.417 το 2019, όταν εκτινάχθηκε το κόστος των ρύπων. Συνολική μείωση 62,2% λόγω της ύφεσης, αλλά κυρίως λόγω της σιωπηρής απόφασης της ΔΕΗ –και της κυβέρνησης προφανώς– να κάνει εισαγωγές ρεύματος και να περιορίσει την παραγωγή από λιγνίτη, επειδή της προκαλούσε τεράστιες ζημίες.
Οι εισαγωγές είναι μία άλλη πληγή. Οι διασυνοριακές διασυνδέσεις είναι λίγες –γιατί τα λεφτά πήγαιναν για μικρά φωτοβολταϊκά αντί για τέτοιου είδους υποδομές– και κυρίως με χώρες που έχουν επίσης ακριβό ρεύμα. Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να έχει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη και πέρυσι και φέτος και για τα επόμενα χρόνια, έως ότου θεραπεύσει –αν θεραπεύσει– τις δομικές αδυναμίες της αγοράς ενέργειας.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου