2/2/2021
Ο ανταποκριτής της DW στη Ρωσία Σεργκέι Σατανόφσκι περιγράφει την εμπειρία από το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V. Αφού έλαβε τις δύο δόσεις του εμβολίου, επισκέφθηκε τη γιαγιά του. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον κορωνοϊό.
(Στη Ρωσία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η τρίτη φάση δοκιμών του Spuntik V, παράλληλα με μία ενημερωτική καμπάνια για τον εμβολιασμό. Στουςπρώτους εθελοντές περιλαμβάνεται και ο ανταποκριτής της DW Σεργκέι Σατανόφσκι. Ήδη τον περασμένο Δεκέμβριο είχε περιγράψει αναλυτικά την εμπειρία του από την πρώτη δόση του εμβολίου. Λίγες εβδομάδες αργότερα έλαβε και τη δεύτερη δόση. Επισήμως οι κλινικές δοκιμές του Sputnik V δεν θα ολοκληρωθούν πριν από τον Μάιο του 2021. Όμωςο Σατανόφσκι αποφάσισε να ενημερωθεί το συντομότερο δυνατόν για τα αποτελέσματα των δοκιμών και να κάνει το τεστ αντισωμάτων).
Πριν αρχίσει το τεστ αντισωμάτων αισθανόμουν περίφημα. Έκανα τους δύο εμβολιασμούς χωρίς ιδιαίτερες παρενέργειες. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πήγα στη γιαγιά μου, ηλικίας 74 ετών, που ζει κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Αν και δεν είχα συμπτώματα, αποφάσισα να κάνω ένα ακόμη μοριακό τεστ πριν την αναχώρηση. Ήταν αρνητικό. Από τότε που ξέσπασε η πανδημία η γιαγιά μετακόμισε στην εξοχή και αποφεύγει την πολυκοσμία της μεγαλούπολης. Θερμαίνει το σπίτι με σόμπα. Για ψώνια μετακινείται μια φορά την εβδομάδα μέχρι τον επόμενο οικισμό, όπου μένουν 17.000 άνθρωποι. Κι όμως, ακόμη και σε μία απόσταση 300 χιλιομέτρων από την Αγία Πετρούπολη δεν κατάφερε τελικά να αποφύγει τον κορωνοϊό.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά άρχισε να βήχει κι αυτό συνεχίστηκε την επόμενη μέρα. Δεν πήγε αμέσως το μυαλό μας στον κορωνοϊό, σκεφτήκαμε ότι κάπου θα κρύωσε με τέτοιον καιρό και με θερμοκρασίες υπό το μηδέν. Στις 3 Ιανουαρίου πήγα στην Αγία Πετρούπολη και κατά το βράδυ άρχισα να ανεβάζω λίγο πυρετό, γύρω στο 37,4, ενώ είχα και πονόλαιμο. Η γιαγιά μου στην εξοχή παρουσίασε παρόμοια συμπτώματα. Μόνο που τα δικά μου συμπτώματα εξαφανίστηκαν σε δύο μέρες, ενώ εκείνη συνέχισε να έχει πυρετό και να αισθάνεται αδυναμία. Φώναξε γιατρό και εκείνος της έκανε μοριακό τεστ, που βγήκε θετικό. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, αλλά η πορεία της ασθένειας είχε ορισμένες δυσκολίες. Επί τρεις εβδομάδες είχε συνεχώς πυρετό, αδυναμία και υψηλή πίεση. Έκανα κι εγώ ένα ακόμη μοριακό τεστ, το οποίο βγήκε αρνητικό.
«Μεγάλος αριθμός αντισωμάτων»
Ο Βάντιμ Λίνγιεφ, διευθυντής του εργαστηρίου στην κλινική Σάντκεβιτς της Μόσχας, όπου είχα κάνει το εμβόλιο, μου εξηγεί ότι η αντίδραση του οργανισμού μετά τον εμβολιασμό εξαρτάται από το φορτίο του ιού. Αν έρθεις σε επαφή με άτομο που ασθενεί ελαφρώς, μπορεί και να μην καταλάβεις απολύτως τίποτα. Αν βρεθείς απέναντι σε ισχυρό ιικό φορτίο, η πορεία της ασθένειας θα είναι πιο ήπια μετά από έναν εμβολιασμό. Προφανώς αυτό συνέβη. Στη γιαγιά μου βρέθηκα απέναντι σε ένα ισχυρό ιικό φορτίο, αλλά λόγω ισχυρών αντισωμάτων η πορεία της ασθένειας ήταν μάλλον ήπια. Εν τω μεταξύ έκανε και η γιαγιά ένα ακόμη μοριακό τεστ. Που βγήκε αρνητικό. Σιγά σιγά αρχίζει να ανακτά τις δυνάμεις της.
Λίγο μετά την επιστροφή μου από την Αγία Πετρούπολη έκανα ένα τεστ αντισωμάτων και την επόμενη μέρα βγήκε το αποτέλεσμα: 310 μονάδες ανά χιλιοστόμετρο αίματος, μία πολύ καλή τιμή, όπως επιβεβαιώνει ο Ντμίτρι Ντενίσοφ, διευθυντής του εργαστηρίου Helix στη Μόσχα. «Έχετε πράγματι υψηλό αριθμό αντισωμάτων σε σχέση με άλλους εμβολιασμένους ή αναρρώσαντες από τον Covid-19», λέει. Είναι σαφές ότι αυτή η υψηλή τιμή είναι αποτέλεσμα του εμβολιασμού. Δεν θα προλάβαιναν να σχηματιστούν τόσα πολλά αντισώματα μετά την ανάρρωση.
Αποτρέπει ο εμβολιασμός την προσβολή από τον ιό;
Ο Ντενίσοφ επισημαίνει ότι η ίδια ουσία, το ίδιο εμβόλιο, μπορεί να έχει διαφορετικές επιδράσεις σε καθέναν από εμάς. «Η ενεργοποίηση της ανοσολογικής άμυνας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες», λέει. «Για παράδειγμα από πιθανά υποκείμενα νοσήματα, μολύνσεις στο πρόσφατο παρελθόν και διατροφικές συνήθειες».
Και πάλι όμως κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, εάν ο υψηλός αριθμός αντισωμάτων προσφέρει προστασία 100% απέναντι στον κορωνοϊό. «Αυτό συμβαίνει γιατί σε όλον τον κόσμο οι εμβολιασμοί μόλις άρχισαν, ενώ η περίοδος των κλινικών δοκιμών είχε περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα», λέει ο Ντενίσοφ.
Πηγή Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου