18/4/2021
Αν αναζητήσει κανείς το όνομά του στο Διαδίκτυο, πιθανώς να εκπλαγεί από το πλήθος των αποτελεσμάτων της αναζήτησης που θα προκύψουν και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας (π.χ. συλλογή, καταχώριση, αποθήκευση, διαβίβαση κ.λπ.) και τον αφορούν.
Ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοούνται οι πληροφορίες που αφορούν ένα ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Πρόκειται για πληροφορίες σχετικά με ένα πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είτε είναι προδήλως σαφής είτε μπορεί να εξακριβωθεί από τον συνδυασμό επιμέρους πληροφοριών.
Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιλαμβάνουν ενδεικτικά πληροφορίες που αφορούν την ιδιωτική ζωή ενός προσώπου, συμπεριλαμβανομένων και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, σχετικά με τη δημόσια ζωή του, πληροφορίες που αφορούν ειδική κατηγορία δεδομένων (υγεία, σεξουαλική ζωή, γενετήσιος προσανατολισμός, βιομετρικά δεδομένα, φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, πολιτικά φρονήματα, συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις), καθώς και ποινικές έρευνες, διώξεις, καταδίκες ή αδικήματα, όπως και υποθέσεις αστικής φύσης.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι πληροφορίες που αφορούν ιδίως σε ποινικές διώξεις ή καταδίκες, αποτυπώνονται σε δημοσιεύματα δημοσιογραφικών ιστοτόπων, ιστοσελίδων ή ιστολογίων ως ειδήσεις της επικαιρότητας συνοδευόμενες μάλιστα από αντίστοιχο φωτογραφικό υλικό. Ωστόσο, συχνά οι ποινικές διώξεις καταρρίπτονται και οι τυχόν καταδίκες αναιρούνται από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια ή τον Αρειο Πάγο, δίχως όμως η είδηση αυτή να αποτυπώνεται εξίσου από τους οργανισμούς ειδήσεων, με αποτέλεσμα η πρώτη είδηση της ποινικής έρευνας, δίωξης ή καταδίκης να παραμένει αυτούσια στο Διαδίκτυο επί μακρόν, στιγματίζοντας έτσι το φυσικό πρόσωπο και προκαλώντας βλάβη στην προσωπικότητά του, αφού οι πληροφορίες που περιέχονται στο αρχικό δημοσίευμα δεν είναι πλέον ακριβείς, κατάλληλες ή ανάλογες σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο συλλέχθηκαν, δηλαδή την ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Με το άρθρο 17 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (Ε.Ε.) 2016/679 (GDPR) θεσπίζεται για πρώτη φορά ρητώς ως αυτοτελές δικαίωμα, το δικαίωμα διαγραφής ή άλλως το δικαίωμα στη λήθη (right to be forgotten), χάρις το οποίο, τα φυσικά πρόσωπα-υποκείμενα των δεδομένων δικαιούνται να ζητήσουν τη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, εφόσον πλέον δεν επιθυμούν αυτά να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και δεν υφίσταται νόμιμος λόγος να τα κατέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας.
Παρ’ όλα αυτά, το δικαίωμα στη λήθη δεν συναντάται για πρώτη φορά στον GDPR. Ηδη τα άρθρα 6 παρ. 1 στοιχ. δ, 12 παρ. 1 στοιχ. β και 14 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ προέβλεπαν το υπό προϋποθέσεις δικαίωμα διαγραφής προσωπικών δεδομένων, η ερμηνεία και η σπουδαιότητα του οποίου επεκτάθηκε μετά την υπ’ αριθμ. C131/12 (Google Spain) απόφαση ορόσημο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) το 2014.
Στην υπόθεση Google Spain, το ΔΕΕ εξέτασε αν η Google ήταν υποχρεωμένη να διαγράψει παρωχημένες πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές δυσκολίες του προσφεύγοντος φυσικού προσώπου από τον κατάλογο αποτελεσμάτων της μηχανής αναζήτησης. Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται κατ’ αρχάς να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους δημοσιευμένων από τρίτους ιστοσελίδων που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όταν οι πληροφορίες που αφορούν το φυσικό πρόσωπο είναι ανακριβείς, ακατάλληλες, άσχετες ή υπερβολικές σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας δεδομένων.
Συναφής δε με το δικαίωμα στη λήθη είναι και η νεοφανής για τα ελληνικά δεδομένα υπ’ αριθμ. 2149/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο απεφάνθη ότι η συσχέτιση του ονόματος φυσικού προσώπου, κατά την πληκτρολόγηση αυτού στο πεδίο αναζήτησης της Google, με τις δυσφημιστικές προβλέψεις που προέκυπταν από τον αλγόριθμο της μηχανής αναζήτησης και συγκεκριμένα από τη λειτουργία της αυτόματης συμπλήρωσης «autocomplete», δύναται να προσβάλουν την προσωπικότητα του φυσικού προσώπου. Ως εκ τούτου, το Εφετείο έκρινε ότι η Google, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, υποχρεούται να διαγράψει τις προσβλητικές λέξεις-κλειδιά που εμφανίζονταν στο πεδίο αναζήτησης δίπλα στο όνομα του φυσικού προσώπου, καθώς και να αφαιρέσει από τον κατάλογο των αποτελεσμάτων της τους συνδέσμους των επίμαχων ιστοσελίδων με τα δημοσιευθέντα δυσφημιστικά άρθρα.
Φυσικά, το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο και για αυτό θα πρέπει να σταθμίζεται με άλλα δικαιώματα και συμφέροντα, ιδίως δε με το συμφέρον και το δικαίωμα του ευρύτερου κοινού να έχει πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες. Κάθε αίτημα διαγραφής πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ, αφενός, των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του υποκειμένου των δεδομένων και, αφετέρου, των έννομων συμφερόντων των χρηστών του Διαδικτύου, των φορέων εκμετάλλευσης των μηχανών αναζήτησης, των εκδοτών και των ιδιοκτητών ιστοτόπων, ιστοσελίδων ή ιστολογίων.
Στην υπόθεση Google Spain, το ΔΕΕ παρείχε καθοδήγηση σχετικά με τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εν λόγω στάθμιση. Η φύση των επίμαχων πληροφοριών είναι ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας. Εάν οι πληροφορίες αφορούν την ιδιωτική ζωή του φυσικού προσώπου και δεν υπάρχει δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών, η προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής υπερισχύει του δικαιώματος του ευρύτερου κοινού να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες. Εάν, αντιθέτως, φαίνεται ότι το υποκείμενο των δεδομένων είναι δημόσιο πρόσωπο ή ότι οι πληροφορίες είναι τέτοιας φύσης ώστε να δικαιολογείται η διάθεσή τους στο ευρύ κοινό, το υπέρτατο συμφέρον του ευρέος κοινού από την πρόσβαση στις πληροφορίες μπορεί να δικαιολογεί την επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα της προστασίας δεδομένων και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής του υποκειμένου των δεδομένων.
Ωστόσο, επισημαίνεται, ότι η πραγματοποιουμένη στο πλαίσιο εργασιών της μηχανής αναζητήσεως επεξεργασία πρέπει να διακριθεί από εκείνη που πραγματοποιείται από τους ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των ιστοτόπων ή ιστοσελίδων ή ιστολογιών που επίσης λειτουργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας με αυτοτελή ευθύνη, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του ότι εάν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα αναζητήσεως διαγραφεί από τον κατάλογο αποτελεσμάτων συγκεκριμένης μηχανής αναζητήσεως, το περιεχόμενο συγκεκριμένου ιστοτόπου ή ιστοσελίδας ή ιστολογίου εξακολουθεί να είναι διαθέσιμο και προσβάσιμο μέσω άλλων μηχανών αναζητήσεως.
Επομένως, το υποκείμενο των δεδομένων, εφόσον επιθυμεί την ολοσχερή διαγραφή των ψηφιακών ιχνών που αφήνει ένα δημοσίευμα στο Διαδίκτυο, θα πρέπει πέραν της διαγραφής του σχετικού συνδέσμου ή της λέξης-«κλειδί» από τον φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης να αιτηθεί και τη διαγραφή ολόκληρου ή μέρους του βλαπτικού δημοσιεύματος που το αφορά και από τον ιδιοκτήτη ή τον διαχειριστή του συγκεκριμένου ιστοτόπου ή ιστοσελίδας ή ιστολογίου.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συνεπώς το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά θα πρέπει πάντα να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτό του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
Κάθε φυσικό πρόσωπο, του οποίου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν κοινολογηθεί στο Διαδίκτυο, έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή τους, προκειμένου να αναχαιτίσει την επ’ αόριστον αναπαραγωγή τους και την ανάσυρση του παρελθόντος του.
Η διαδικασία αυτή της διαγραφής των προσωπικών δεδομένων από το Διαδίκτυο δεν είναι μια απλή –όπως εμφανίζεται– διαδικασία, αλλά απαιτεί νομικούς χειρισμούς κρινόμενους κατά περίπτωση, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα και για τον λόγο αυτόν χρειάζεται συνδρομή από εξειδικευμένους νομικούς με γνώση των κανόνων GDPR για την προσφυγή άλλοτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας και άλλοτε στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, όπως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που ενεργεί στην Ελλάδα.
* Ο κ. Γεώργιος Βουκελάτος είναι δικηγόρος – νομικός σύμβουλος της «Κ» και εξειδικεύεται σε θέματα προστασίας της προσωπικότητας και του GDPR.
Πηγή
Δευτέρα 19 Απριλίου 2021
Το δικαίωμα στη λήθη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου