15/3/2014
«Η ‘εσωτερική υποτίμηση’ θα συνέβαινε ούτως ή άλλως. Το μόνο ερώτημα ήταν αν θα εφαρμοζόταν ελεγχόμενα ή καταστροφικά μέσω μιας άτακτης χρεοκοπίας», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος κάνει λόγο για «ανεύθυνη ‘εσωτερική ανατίμηση’ της δεκαετίας της ΟΝΕ, ανεύθυνη γιατί δεν προκλήθηκε από μια αύξηση της παραγωγικότητας αλλά από την προσπάθεια να ‘συλληφθεί’ ο πληθωρισμός και να διαφυλαχθεί το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, ανεξαρτήτως παραγωγικότητας». Υποστηρίζει δε ότι το να επιτίθεται κανείς και να καταδικάζει τη λιτότητα, «η οποία ασφαλώς κρύβει πόνο και ανασφάλεια, είναι σαν να καταδικάζει τον νόμο της βαρύτητας επειδή, αποφασίζοντας να πηδήξει από το μπαλκόνι του, έσπασε το πόδι του». Σύμφωνα με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στη δεκαετία 2000-2010 δεν υπήρξε ανάπτυξη αλλά αύξηση του ΑΕΠ κυρίως μέσα από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Ερώτηση: Παραγωγικό πρόβλημα και ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο υπήρχαν πάντοτε στη χώρα. Ποια διαφορά υπάρχει σήμερα; Ένα μεγάλο μέρος των αναλύσεων αποδίδει τη διάσταση της σημερινής κρίσης στην παρατεταμένη ύφεση των τελευταίων ετών.
Για μια κοινωνικο-οικονομική ανάλυση της μεταπολεμικής περιόδου σας παραπέμπω στην εργασία μου με τον Δημήτρη Ιωάννου «Η Παθογένεια της Ελληνικής Οικονομίας», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, Τεύχος 29, Ιούλιος-Οκτώβριος 2013. Γιατί, πράγματι, το παραγωγικό πρόβλημα, η δημιουργία του, έχει βάθος χρόνου. Εξάλλου, τέτοιου είδους προβλήματα δεν δημιουργούνται από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε διορθώνονται από την μια μέρα στην άλλη, θα πρόσθετα. Και τα ελλείμματα, όπως λέτε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Όμως, ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο εμπορικό ισοζύγιο ύψους, κατά μέσο όρο, 10% του ΑΕΠ καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, με το πρώτο μάλιστα να φτάνει στο θηριώδες 15% του ΑΕΠ το 2009, και ταυτόχρονη εκτίναξη του χρέους στα 140% του ΑΕΠ το 2010, μας υποδεικνύουν ότι κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό συνέβη κατά τη δεκαετία της ΟΝΕ. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Κατ’ αρχάς, ο όρος «ύφεση» δεν είναι ακριβής. Αυτό, δεν είναι ένα απλό ζήτημα «ορισμού», ένα «ακαδημαϊκό» ζήτημα. Είναι ένα ζήτημα κεντρικό για την κατανόηση τού πού βρισκόμαστε, για τη συλλογική μας αυτογνωσία. Η αλήθεια είναι ότι δεν αντιμετωπίζουμε μια τυπική ύφεση, αλλά μια διαρθρωτική κατάρρευση του παραγωγικού μας ιστού, ιδιαίτερα, μάλιστα, του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», όπως προείπα. Ο όρος «ύφεση» υπονοεί ότι προηγήθηκε «ανάπτυξη». Όμως στη δεκαετία της ΟΝΕ, 2000-2010, ούτε ανάπτυξη υπήρξε, ούτε σύγκλιση με τις χώρες της ευρωζώνης. Υπήρξε αύξηση του ΑΕΠ μέσα, κυρίως, από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό. Γιατί ναι μεν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 30% μεταξύ 2003 και 2010, όμως την ίδια χρονική περίοδο το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 90%, σκαρφαλώνοντας στο 140% του ΑΕΠ από 96% του ΑΕΠ το 2003. Η αύξηση του ΑΕΠ αντανακλά την αλόγιστη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μέσου ετήσιου ύψους 75% του ΑΕΠ, έναντι 56% της υπόλοιπης ευρωζώνης. Η δε αύξηση του δημόσιου χρέους οφείλεται πρωτίστως στην ανάγκη να καλυφθεί το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα, το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη, που η κατανάλωση αυτή δημιουργούσε.
Η ανωτέρω σκιαγραφείσα διαδικασία υπερδανεισμού είχε, όμως, και ένα επιπλέον αποτέλεσμα, πολύ βαθύτερο, πάνω στην ήδη ισχνή παραγωγική δομή τής χώρας. Η έντονη υπερθέρμανση της οικονομίας που προκαλούσε ο υπερβολικός δανεισμός, οδηγούσε σε αύξηση των ονομαστικών τιμών στη χώρα μας πάνω από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης. Αυτό, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενιαίου νομίσματος και την αδυναμία συναλλαγματικής υποτίμησης, οδηγούσε σταθερά σε επιδείνωση των περιθωρίων κέρδους τού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και σε παράλληλη βελτίωση αυτών των «διεθνώς μη εμπορευσίμων», οικοδομή, εμπόριο κλπ.. Ως αποτέλεσμα, η κατανομή πόρων στην οικονομία, καθοδηγούμενη από τα υπαρκτά περιθώρια κέρδους, γιγάντωνε τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και αποδυνάμωνε αυτόν των «διεθνώς εμπορευσίμων». Ταυτόχρονα, η οριζόντια αύξηση των ονομαστικών μισθών για να «συλλάβουν» την άνοδο των ονομαστικών τιμών επέτεινε έτι περαιτέρω το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», οδηγώντας τον στην κατάρρευση. Αυτή η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού τής χώρας είναι η γενεσιουργός αιτία των τεράστιων ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθ’ όλη τη δεκαετία τής ΟΝΕ.
Την ίδια χρονική περίοδο, την άφρονα και τυχοδιωκτική πολιτική του υπερδανεισμού που δημιουργούσε, μέσω της ανεξέλεγκτης κατανάλωσης, μια παραίσθηση ευημερίας, «ανάπτυξης» και «σύγκλισης», όταν στην πραγματικότητα η χώρα φτώχαινε και απέκλινε από τους εταίρους της, οι πολιτικές «ελίτ» της χώρας νομιμοποιούσαν με δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις στο ευρύτερο δημόσιο, τις περισσότερες φορές χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας και, συνήθως, εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ, με σημειώματα πολιτευτών του στυλ «βάλε τον κάπου κάτι να κάνει –είναι καλό παιδί». Είναι μια δουλειά που, πράγματι, ξέρουν να κάνουν καλά. Πέραν της πολιτικής νομιμοποίησης, συγκάλυπταν με τον τρόπο αυτό και το γεγονός ότι ο παραγωγικός τομέας δεν μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ενώ, βεβαίως, βοηθούσαν και στην ενδυνάμωση των κομματικών τους στρατών. Δεν ξέρω τώρα πού βρίσκονται αυτοί οι κομματικοί στρατοί, όλοι όμως γνωρίζουμε πού βρίσκεται το χρέος και η ανεργία.
Το αναπόδραστο συμπέρασμα που προκύπτει από όλα αυτά είναι ότι η κρίση που διανύουμε είναι ενδογενής, έχει εγχώρια προέλευση. Θα συνέβαινε ανεξάρτητα από την παγκόσμια κρίση, αν και, ασφαλώς, η διαχείρισή της θα ήταν ευκολότερη χωρίς την τελευταία. Τα στοιχεία τής ελληνικής κρίσης προϋπήρχαν της διεθνούς, ήταν «εκεί», συσσωρεύονταν επί σειρά ετών, «φώναζαν» αλλά εμείς δεν ακούγαμε. Για χρόνια τώρα, «η χώρα γλιστράει μέσα από τα χέρια μας». Αν θέλουμε να αποκτήσουμε τον έλεγχό της, να «την πάρουμε στα χέρια μας», απαιτείται αλήθεια και αυτογνωσία για τους λόγους που μας έφεραν σε αυτή τη δεινή θέση. Κάτι που επεσήμανα και στην αρχή της συνέντευξης. Γιατί, όπως ακριβώς η προέλευση της κρίσης είναι ενδογενής, έτσι και το «κλειδί» τής λύσης, της «εξόδου», βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, όχι έξω. Το πιστεύω βαθειά αυτό.
Ερώτηση: Μιλώντας για την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης, πώς προσεγγίζετε το θέμα σε σχέση με το δίλημμα «γερμανικό ή αμερικανικό» μοντέλο διαχείρισης της κρίσης, που σε γενικές γραμμές σημαίνει «λιτότητα ή τόνωση της ζήτησης», με σημείο αναφοράς την Ελλάδα;
Υπάρχουν αρκετοί και, μάλιστα, πανεπιστημιακοί στη χώρα μας που ισχυρίζονται ότι υπάρχει τρόπος εξόδου από την κρίση μέσω μιας πολιτικής τόνωσης της εγχώριας ζήτησης. Επικαλούνται, μάλιστα, προς ενίσχυση του επιχειρήματός τους τον Κέυνς. Δύο παρατηρήσεις ως προς αυτό.
Η πρώτη είναι ότι οι Κευνσιανές πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, μέσω μια επεκτατικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, είναι πολιτικές αντιμετώπισης κρίσεων υποκατανάλωσης και, μάλιστα, υποκατανάλωσης προϊόντων τού παραγωγικού τομέα της οικονομίας, που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανεργίας και την πτώση του συνολικού εισοδήματος. Σκοπός τους είναι να επαναφέρουν το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό στο προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας, ώστε να αυξηθεί πάλι η απασχόληση και να ανακάμψει το συνολικό εισόδημα.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι, όταν ανέπτυσσε τα παραπάνω ο Κέυνς στη «Γενική Θεωρία» το 1936, είχε στο νου του μιαν οικονομία που δεν ακολουθεί τον «κανόνα χρυσού» –η Μεγάλη Βρετανία τον είχε εγκαταλείψει από το 1931–, που έχει δικό της νόμισμα και νομισματική πολιτική, δική της δημοσιονομική πολιτική και η οποία, φυσικά, δεν είναι χρεοκοπημένη.
Τίποτε από τα ανωτέρω δεν θα μπορούσαν να έχουν λιγότερη σχέση με την περίπτωση της κρίσης που βιώνουμε ως χώρα. Κατ’ αρχάς, εδώ έχουμε μιαν οικονομία που έχει ως νόμισμα συναλλαγών το ευρώ, το οποίο δεν ελέγχει και, επομένως, δεν μπορεί να υποτιμήσει. Είναι, δηλαδή, σε έναν «οιονεί κανόνα χρυσού». Επίσης, καθότι χρεοκοπημένη, δεν έχει τη δυνατότητα κατά βούληση άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Οι αυτοαποκαλούμενοι Κεϋνσιανοί αγνοούν, ή επιλέγουν να αγνοούν, ότι ο Κέυνς το 1925, σε μια γνωστή εργασία του με αφορμή την τότε πρόσδεση της στερλίνας στον «κανόνα χρυσού», εξηγούσε ότι, υπό τις δεδομένες συνθήκες, η μόνη δυνατότητα ισορροπίας της οικονομίας ήταν μέσα από την μείωση των πραγματικών μισθών. Πρόσθετε δε, ότι αυτό εγκυμονούσε τον κίνδυνο κοινωνικών συγκρούσεων.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η Ελλάδα σήμερα είναι πλησιέστερα στη Μεγάλη Βρετανία τού 1925 παρά του 1936, με την όχι άνευ σημασίας διαφορά ότι η Ελλάδα είναι δημοσιονομικά χρεοκοπημένη. Η μόνη υπαρκτή γι’ αυτήν διέξοδος είναι μεν Κεϋνσιανών προδιαγραφών, αλλά εκείνων του 1925, όχι του 1936. Πρόκειται για την αναγκαία «εσωτερική υποτίμηση», που θα επαναφέρει τη μισθολογική δαπάνη ανά μονάδα προϊόντος σε επίπεδα συμβατά με την παραγωγικότητα της οικονομίας της, καθιστώντας την διεθνώς ανταγωνιστική και οδηγώντας σταδιακά τους παραγωγικούς της συντελεστές από τον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» στον ανταγωνιστικό τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων».
Η «εσωτερική υποτίμηση», αυτό που αποκαλείτε στην ερώτησή σας «λιτότητα», ήταν αναπόφευκτη. Θα συνέβαινε ούτως ή άλλως, το μόνο ερώτημα ήταν αν θα εφαρμοζόταν ελεγχόμενα ή καταστροφικά μέσω μιας άτακτης χρεοκοπίας. Τα σταθεροποιητικά προγράμματα απέτρεψαν το δεύτερο. Η «εσωτερική υποτίμηση» δεν έχει ως αιτία της τα σταθεροποιητικά προγράμματα. Αιτία της είναι η ανεύθυνη «εσωτερική ανατίμηση» της δεκαετίας τής ΟΝΕ. Ανεύθυνη, γιατί δεν προκλήθηκε από μια αύξηση της παραγωγικότητας –αυτή θα ήταν μια υγιής ανατίμηση–, αλλά από την προσπάθεια να «συλληφθεί» ο πληθωρισμός και να διαφυλαχθεί το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, ανεξαρτήτως παραγωγικότητας. Όπως, όμως, ανέλυσα σε προηγούμενη ερώτησή σας, με τον τρόπο αυτό και ο πληθωρισμός ενισχυόταν και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας κατέρρεε. Ασφαλώς ισχύει ότι η «εσωτερική υποτίμηση» κρύβει πόνο και ανασφάλεια. Όμως, το να της επιτίθεται κανείς και να την καταδικάζει είναι σαν να καταδικάζει τον νόμο της βαρύτητας επειδή, αποφασίζοντας να πηδήξει από το μπαλκόνι του, έσπασε το πόδι του.
Ο σημαντικότερος λόγος, όμως, που οι πολιτικές «τόνωσης της ζήτησης» είναι όχι απλά ατελέσφορες, αλλά και καταστροφικές αν εφαρμοστούν σήμερα, είναι ότι η κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν είναι μια κρίση υποκατανάλωσης. Είναι, αντιθέτως, μια κρίση υπερσυσσώρευσης παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους της οικονομίας με χαμηλή παραγωγικότητα, των οποίων η ανάπτυξη όφειλε να έπεται και όχι να προηγείται της ανάπτυξης ανταγωνιστικών κλάδων με την υψηλή μέση παραγωγικότητα. Να το πω σχηματικά. Αν σε μια οικονομία που ανακυκλώνει το εισόδημά της μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού εισαγωγής, παπουτσιών εισαγωγής, σουβλατζίδικων και καφετεριών «έπεφταν λεφτά από τον ουρανό» γενικώς και αδιακρίτως, το αποτέλεσμα θα ήταν η διεύρυνση του παρασιτισμού, με τη χώρα να μην παράγει τίποτε, να εισάγει τα πάντα και να οδηγεί το χρέος της στην στρατόσφαιρα. Μια τέτοιου τύπου επεκτατική πολιτική, αντιγραφή των πολιτικών που μας οδήγησαν στην καταστροφή, δεν θα άφηνε τίποτε όρθιο, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας μας από την ξένη βοήθεια, εάν αυτή ήταν τότε διαθέσιμη. Είναι μια πολιτική που «δουλεύει» για νέα μνημόνια, που διαιωνίζει τις συνθήκες αναίρεσης της ανεξαρτησία μας ως κράτους και της αξιοπρέπειάς μας ως λαού και έθνους.
Η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι μια «κρίση ζήτησης». Μια αύξηση της ανταγωνιστικής παραγωγής σε «διεθνώς εμπορεύσιμα» μιας «μικρής ανοικτής οικονομίας», όπως είναι η ελληνική, μπορεί εύκολα να απορροφηθεί από τον ωκεανό της παγκόσμιας ζήτησης. Η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι μια «κρίση προσφοράς». Οφείλεται στο σοβαρότατο διαρθρωτικό πρόβλημα της παραγωγικής μας δομής που απέκρυβε η πλημμυρίδα δανείων και η συναφής υπερκατανάλωση. Συνεπώς, εάν πράγματι ενδιαφερόμαστε για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και δεν θέλουμε ο όρος αυτός να έχει την τύχη άλλων, αντίστοιχης σημασίας, εξαγγελιών πολιτικής τού παρελθόντος, όπως «εκσυγχρονισμός» και «επανίδρυση του κράτους», θα πρέπει να κάνουμε τα ακριβώς αντίθετα απ’ ό,τι κάναμε τα πολλά προηγούμενα χρόνια. Να στραφούμε στην παραγωγή, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές και όχι στον παρασιτισμό και τις εισαγωγές. Απαιτείται, ιδιαίτερα, μια πολιτική που θα αυξάνει το μέγεθος και το σφρίγος του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Με μια κουβέντα, οι όποιοι διαθέσιμοι πόροι και οι έστω περιορισμένες πιστώσεις πρέπει να κατευθύνονται προς την ενίσχυση δυναμικών, εξωστρεφών επιχειρήσεων. Όχι προς χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω των σχέσεών τους με το πολιτικό σύστημα απαιτούν και, ενίοτε, εκβιάζουν την τροφοδότησή τους με δανειακά κεφάλαια.
Ένα τελευταίο σχόλιο. Όσα προανέφερα εστιάζονται στα του οίκου μας, όπως άλλωστε και η ερώτησή σας. Και έτσι πρέπει, γιατί αυτό είναι το μείζον. Αξίζει, όμως, να πούμε δυο λόγια για τον προβληματικό χαρακτήρα τής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής απάντησης στην κρίση. Χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν επεκτατική αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική, είναι λογικό να περιμένουν να ευεργετηθούν από τις έστω δευτερογενείς επιπτώσεις μιας τέτοιας πολιτικής από τους εταίρους τους που δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Τόσο η Γερμανία, η ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία, όσο και οι υπόλοιπες χώρες τού Βορρά, με ελεγχόμενα δημοσιονομικά και περιορισμένο δημόσιο χρέος, ακολουθούν μια άτολμη δημοσιονομική πολιτική, φοβούμενες μήπως μια τόνωση της ζήτησης διογκώσει μελλοντικά το δημόσιο χρέος τους. Περιμένουν τη λύση έξωθεν. Από τις αντοχές τής Κίνας και την επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, δεν βοηθά όχι μόνο τους εταίρους τους που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, αλλά ούτε και τις ίδιες καθώς ο κίνδυνος η οικονομική κάμψη να παρασύρει και τις ίδιες είναι υπαρκτός. Αναδεικνύει, βέβαια, τα σοβαρά προβλήματα αρχιτεκτονικής τής ευρωζώνης καθώς και την έλλειψη σαφούς προσανατολισμού στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης.
Ερώτηση: Ποιες διαρθρωτικού τύπου επιλογές και παρεμβάσεις θεωρείτε ότι θα βοηθούσαν σε αυτήν τη φάση την ελληνική οικονομία σε τομείς όπως το Δημόσιο, η Φορολόγηση η Επιχειρηματικότητα, η Αγορά το Κοινωνικό κράτος ή η Παραγωγή;
Έχουμε ήδη θίξει παρεμβάσεις που απαιτούνται στους επί μέρους τομείς που αναφέρεστε. Αντί να επεκταθούμε σε πιο λεπτομερειακές αναφορές που θα απαιτούσαν η κάθε μία και μια ξεχωριστή συνέντευξη, θεωρώ χρησιμότερο να εστιαστούμε στις βασικές αρχές οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να διαπερνούν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η στόχευση πρέπει να είναι η θεραπεία βασικών παθογενειών της οικονομικής πολιτικής από το 1949 έως το 2009, οι οποίες διαμόρφωσαν μια μεταπρατική οικονομία και μια κοινωνία φοβική έναντι της παραγωγής.
Η πρώτη αρχή είναι ότι προτεραιότητα θα πρέπει να δίδεται στον πολίτη ως δυνητική παραγωγική μονάδα, στον εφοδιασμό του με τις κατάλληλες δεξιότητες και γνώσεις ώστε να μπορεί, μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και εξελισσόμενο περιβάλλον, να αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνατότητές του. Η αρχή αυτή βρίσκεται στον αντίποδα μιας αντίληψης καταστροφικής για τον πολίτη και αυτοκτονικής για την κοινωνία, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να προστατεύεται όχι ο πολίτης, αλλά η θέση την οποία κάλυπτε, ασχέτως παραγωγικής συμβολής. Αρχή η οποία, στην μεν μετεμφυλιακή περίοδο πήρε τη μορφή θεσμοθέτησης δεκάδων «κλειστών επαγγελμάτων» –αναχρονισμός που παραμένει ζωντανός μέχρι σήμερα–, στη δε περίοδο μετά το 1981 πήρε την μορφή μαζικής εισόδου στο ευρύτερο Δημόσιο.
Η δεύτερη αρχή, απόρροια και της πρώτης, είναι ότι η οικονομική πολιτική οφείλει να υποστηρίζει τα δικαιώματα των πολιτών ως καταναλωτών δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών, και όχι να διασφαλίζει τα συμφέροντα των «παραγωγών» αυτών των αγαθών. Το τελευταίο, είναι η γενεσιουργός αιτία για την ανάπτυξη και κυριαρχία των κρατικοδίαιτων «επιχειρηματιών», αυτό που ο Καββαδίας δεκαετίες πριν αποκάλεσε «ιδιωτικο-δημόσιο», καθώς και για την χαμηλή παραγωγικότητα των υπηρεσιών τού Δημοσίου. Κύριο μέλημα της κοινωνίας πρέπει να είναι η μόρφωση και η υγεία των πολιτών της και όχι η εντοπιότητα του δασκάλου ή το ποσοστό κέρδους τού φαρμακοποιού. Όπως καταδεικνύει η παγκόσμια εμπειρία, με προεξάρχουσα εκείνης της Σοβιετικής Ένωσης, οι οικονομίες που αναπτύσσονται είναι εκείνες στις οποίες οι παραγωγοί προσαρμόζονται στις ανάγκες και απαιτήσεις των καταναλωτών, όχι το αντίστροφο.
Τέλος, η τρίτη αρχή, που προκύπτει από τις δύο προηγούμενες, είναι ότι θα πρέπει να επιτραπεί στις δυνάμεις του ανταγωνισμού να διαμορφώσουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, προσδίδοντάς του δυναμισμό, με τις ρυθμιστικές αρχές να θεραπεύουν τις στρεβλώσεις των αγορών. Η αντίληψη αυτή είναι στον αντίποδα εκείνης που θέλει να θεωρεί ότι τα παραπάνω μπορούν να γίνουν, κατά τρόπο ισοδύναμο, μέσω μιας πολιτικής υποστήριξης της παραγωγής και των «επιχειρηματιών» με «κατάλληλη διευθέτηση της ζήτησης». Η αντίληψη αυτή, στην μεν μετεμφυλιακή περίοδο πήρε την μορφή τού πολλαπλού προστατευτισμού, στη δε περίοδο μετά την είσοδο στην ΟΝΕ την μορφή του εκτεταμένου δανεισμού και του τρόπου διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων, όπως έχω ήδη αναφέρει. Το αποτέλεσμα, βεβαίως, είναι ότι πλέον η χώρα δεν διαθέτει επαρκή παραγωγική βάση και κινδυνεύει με συνολική κατάρρευση.
Η αναγκαιότητα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στη βάση των παραπάνω αρχών είναι, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη για το μέλλον της χώρας μας, ως οικονομίας και κοινωνίας. Κινούνται στον αντίποδα θεμελιωδών σφαλμάτων της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας, εμπεδώνοντας νοοτροπίες, συμπεριφορές και κοινωνικές πρακτικές που είναι κρίσιμης σημασίας, αν είναι να βγούμε από το λάκκο που με δική μας ευθύνη έχουμε βρεθεί. Γιατί όταν ένα κράτος επιδιώκει να καθορίζει τα πάντα, όπως το δικό μας, τότε εξελίσσεται σε ένα γραφειοκρατικό τέρας που, όχι μόνο στραγγαλίζει την ανάπτυξη αντί να την υποβοηθά, αλλά που δεν μπορεί επιπλέον να κάνει τα κύρια και σημαντικά, όπως το εθνικό κτηματολόγιο και την εισαγωγή διπλογραφικού συστήματος στα δημόσια νοσοκομεία. Γιατί όταν, όπως συμβαίνει σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων περνά μέσα από το Δημόσιο, τότε είναι αναπόφευκτο αυτό να μετατραπεί σε κέντρο διαφθοράς και φαυλοκρατίας. Γιατί όταν ο πολίτης έχει διαπαιδαγωγηθεί να εκλαμβάνει το εισόδημά του ως πρόσοδο από το κράτος παρά ως επιβράβευση της προσπάθειάς του, τότε είναι επόμενο να προσαρμόζει αντίστοιχα την πολιτική του συμπεριφορά. Γιατί η μόνη πραγματική ζήτηση, ειδικά για μια «μικρή ανοιχτή οικονομία», όπως είναι η ελληνική, είναι εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, μέρος της οποίας είναι η ελληνική. Η ουσιαστική ανάπτυξη μπορεί να προέλθει μόνο εάν «σκεφτόμαστε εγχωρίως και δρούμε παγκοσμίως», και όχι μέσα από πολιτικές «τόνωσης» ή «διαχείρισης της ζήτησης», που οδηγούν σε σπατάλη πολύτιμων πόρων κατευθύνοντάς τους σε αδιέξοδες ή και επιλήψιμες χρήσεις.
*Ο Κ.Γάτσιος είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου