Το τελευταίο αναμφίβολα έρχεται να επιβεβαιώσει με τη σειρά του ότι δυστυχώς η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (αποτελεί το 70% του ΑΕΠ), αλλά και να θέσει υπό αμφισβήτηση πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί κατά καιρούς και ενισχύουν τις εισαγωγές και όχι εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Διαχρονικά επελέγη, για παράδειγμα, η επιδότηση αγοράς αυτοκινήτων και στη συνέχεια ψυγείων και κλιματιστικών και μόνο πολύ πρόσφατα η επιδότηση εγκατάστασης ηλιακών θερμοσιφώνων, οι οποίοι παράγονται στην Ελλάδα.
Αν και σαφώς υπάρχει βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, η οποία ξεκίνησε μες στην οικονομική κρίση, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ακόμη σημαντικά υψηλό βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση 2024 του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, ο δείκτης ισοζυγίου αγαθών το 2008, λίγο πριν από την εκδήλωση της κρίσης, ήταν 0,35, δηλαδή οι εξαγωγές αποτελούσαν μόλις το 35% των εισαγωγών, όταν στην ευρωζώνη ο αντίστοιχος δείκτης ήταν την ίδια χρονιά 1,02, δηλαδή οι εξαγωγές υπερτερούσαν των εισαγωγών. Δεκαέξι χρόνια και τρία μνημόνια μετά, ο δείκτης ισοζυγίου αγαθών στην Ελλάδα έχει μεν βελτιωθεί αισθητά, παραμένει δε αρκετά μακριά από τη μονάδα (0,60 το 2023).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η συνολική αξία των εισαγωγών τον Νοέμβριο του 2024 διαμορφώθηκε σε 7,2 δις ευρώ, αυξημένη κατά 3,2% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2023. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών η αύξηση των εισαγωγών ήταν 4,9%. Η συνολική αξία των εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 4,02 δις ευρώ, υποχωρώντας κατά 6,5%. Εάν, ωστόσο, αφαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, τα στοιχεία δείχνουν αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 157,5 εκατ. ευρώ ή κατά 5,2% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2023.
Το στοιχείο αυτό είναι μεν ενθαρρυντικό, όμως δεν αρκεί για να προκαλέσει αισιοδοξία ή για να περιορίσει την ανησυχία για το διαχρονικό πρόβλημα του εμπορικού ελλείμματος. Η αύξηση προήλθε κυρίως από τις εξαγωγές τροφίμων (12,5%), χημικών (9,6%) και ελαίων (55,2%, καθώς πρόκειται για ποσότητες ελαιολάδου με αυξημένη ακόμη τιμή). Από την άλλη, στις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και μηχανημάτων καταγράφηκε μείωση 12,9% και 14,1% αντιστοίχως. Το εμπορικό έλλειμμα, πάντως, ενισχύθηκε τον Νοέμβριο κατά 18,7%, ενώ αύξηση κατά 4,5% σημείωσε εάν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή.
Η εικόνα σε επίπεδο ενδεκαμήνου είναι λιγότερο αισιόδοξη: το εμπορικό έλλειμμα παρουσιάζει αύξηση 9,9% ή κατά 2,8 δις ευρώ και αύξηση 7,8% ή κατά 1,82 δις ευρώ χωρίς τα πετρελαιοειδή.
Οι οιωνοί δεν είναι καλοί για το 2025, καθώς η επιβολή περαιτέρω μέτρων προστατευτισμού του εμπορίου, όπως έχει προαναγγείλει ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να πλήξει και τις ελληνικές εξαγωγές. Ηδη το 2023 επιβλήθηκαν παγκοσμίως 2.500 μέτρα επιβλαβή προς το εμπόριο αγαθών, περίπου τριπλάσια σε σύγκριση με το 2019. Επιπλέον, όπως επεσήμανε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική, «ο αναιμικός ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία αποτελεί την κύρια αγορά των ελληνικών εξαγωγών, δεν θα επιτρέψει τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών».
Τα όσα συμβαίνουν στην Ε.Ε. και ειδικά στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία, επηρέασαν ήδη τις ελληνικές εξαγωγές το 2024. Στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2024 η αξία των εξαγωγών προς τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. υποχώρησε κατά 6,6% συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών και κατά 1,2% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών. Το 65,3% των ελληνικών εξαγωγών (χωρίς πετρελαιοειδή) και το 55,2% (με πετρελαιοειδή) κατευθύνεται στην Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου