21/4/2016
Σχεδόν 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης η αμερικανική οικονομία φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ωστόσο κάτω από την επιφάνεια κρύβονται διαρθρωτικά προβλήματα.
«Περίπου τόσο καλά όσο μπορούσε να ελπίζει κανείς» - «Το ποτήρι είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο»: Αυτές είναι μερικές απαντήσεις αναλυτών από αμερικανικά think tank όταν καλούνται να περιγράψουν την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Ένα παράγοντας που σίγουρα εκτιμάται θετικά είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας, η οποία έπεσε στο 5%, δηλαδή σχεδόν στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης. Ειδικά για τους εξειδικευμένους εργαζόμενους υπάρχουν πολλές ανοικτές θέσεις εργασίας. «Ωστόσο για κάποιον που δεν διαθέτει σχολικό απολυτήριο (από αμερικανικό highschool) τα πράγματα εξακολουθούν να είναι δύσκολα», επισήμανε ο Μαρκ Καλάμπρια από το φιλελεύθερο ινστιτούτο οικονομικών και πολιτικών μελετών Cato. Ο ίδιος ειδικός εκτιμά ότι η χαμηλή ανεργία μπορεί να είναι παραπλανητική αν δεν λάβει κανείς υπόψη του την αυξητική τάση στο πεδίο της μερικής απασχόλησης.
Τα προηγούμενα χρόνια παρατηρήθηκε η τάση των αμερικανών εργοδοτών να απασχολούν λιγότερες ώρες τους υπαλλήλους τους. «Αν κάποιο άτομο εργάζεται 40 ώρες την εβδομάδα, αντιστοιχεί σε δύο άτομα που εργάζονται το καθένα 20 ώρες εβδομαδιαίως. Έτσι προκύπτουν δύο θέσεις εργασίας, ωστόσο αυτό εξακολουθεί να συνεπάγεται 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα», εξηγεί ο Μαρκ Καλάμπρια, κάνοντας λόγο για «κρυφή υποαπασχόληση».
Μειωμένη παραγωγικότητα
Ο προβληματισμός πολλών αναλυτών για την εξέλιξη της αμερικανικής οικονομίας έγκειται σε μεγάλο βαθμό στον παράγοντα παραγωγικότητα, η ανάπτυξη της οποίας δεν ακολουθεί τον ρυθμό αύξηση των αμοιβών. Κανένας οικονομολόγος δεν φαίνεται να διαφωνεί με τις μισθολογικές αυξήσεις εφόσον η παραγωγικότητα αυξάνεται ταχύτερα από το μισθολογικό κόστος. Ωστόσο, αν οι αμοιβές αυξάνονται ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, η οικονομία μιας χώρας χάνει σε ανταγωνιστικότητα σε διεθνές επίπεδο.
Η παραγωγικότητα είναι βεβαίως άρρηκτα συνδεδεμένη με την καινοτομία, με τις νέες τεχνολογίες να αλλάζουν μεταξύ άλλων και τον τρόπο εργασίας. Ο Μπόμπυ Μπόσγουορθ από το αριστερού προσανατολισμού Ινστιτούτο Brookings επισήμανε ότι οι ΗΠΑ υπήρξαν τις προηγούμενες δεκαετίες εξαιρετικά επιτυχημένες στο πεδίο της χρήσης νέων τεχνολογιών, όντας μάλιστα πρώτες σε πολλούς τομείς. Όμως, «ο τομέας των υψηλών τεχνολογιών φαίνεται να βρίσκεται σε στασιμότητα στις ΗΠΑ», εκτιμά ο αμερικανός αναλυτής, παρατηρώντας ότι άλλες χώρες, όπως η Κίνα, έχουν καλύψει το έδαφος που τις χώριζε από τις ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της παραγωγικότητας ο Μπόμπυ Μπόσγουορθ τόνισε ότι «είναι από τα πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του ιδιωτικού τομέα» και ως εκ τούτου «οι πολιτικοί δεν μπορούν να την επηρεάσει άμεσα. Και οι οικονομολόγοι δεν είναι τόσο καλοί στο να προβλέπουν τις αλλαγές στην παραγωγικότητα».
Ελλείμματα σε εκπαίδευση και υποδομές
Ο Τζόζεφ Κάνιον από το μετριοπαθές Ινστιτούτο Peterson διαφωνεί με την άποψη περί αδυναμίας της πολιτικής τάξης να κάνει διορθωτικές παρεμβάσεις. Κατά τη γνώμη του το κράτος έχει καθήκον να μεριμνά για καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. «Οι καλύτερα καταρτισμένοι Αμερικανοί είναι οι καλύτεροι στο κόσμο. Αλλά αν δεν φοιτήσει κανείς στο πανεπιστήμιο, τότε υστερεί αισθητά. Έχουμε περισσότερη ανισότητα στο πεδίο της εκπαίδευσης συγκριτικά με άλλες χώρες. Αυτό πρέπει να αλλάξει», τόνισε ο Τζόζεφ Κάνιον. Όπως εκτιμά ο ίδιος, ένα ακόμη διαρθρωτικό πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας θα αποτελέσουν μακροπρόθεσμα οι ελλείψεις σε υποδομές. «Πριν από 30 χρόνια είχαμε τις καλύτερες υποδομές του πλανήτη. Αλλά από τότε δεν τις έχουμε συντηρήσει», σχολίασε ο αμερικανός αναλυτής επιρρίπτοντας ευθύνες στις κυβερνήσεις για την ολιγωρία τους.
Ο Μαρκ Καλάμπρια από το ινστιτούτο Cato θεωρεί ότι η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας έχει φτάσει το ζενίθ της. «Η οικονομία να εξελιχθεί αρκετά καλά και φέτος, αλλά αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η τελευταία αξιοπρεπής χρονιά», προβλέπει ο αμερικανός αναλυτής, τοποθετώντας το σημείο καμπής ανάμεσα στα τέλη του 2017 και τις αρχές του 2018.
Πηγή Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου