19/4/2016
Του Wolfgang Munchau
Η επίθεση Σόιμπλε στον Ντράγκι δεν οφείλεται σε φιλοσοφικές διαφωνίες αλλά σε στενά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Μεγάλο το πλήγμα των αρνητικών επιτοκίων σε γερμανικές τράπεζες και ασφαλιστικές. Η ισορροπία τρόμου με την ΕΚΤ.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράλογο ένας Γερμανός υπουργός Οικονομικών να αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να ξεκινάει μια δυναμική καμπάνια κατά των αρνητικών επιτοκίων. Αλλά υπάρχουν κίνητρα πίσω από αυτό -όχι καλά κίνητρα αλλά αρκετά ισχυρά.
Καλώς ή κακώς, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε βλέπει τις πολιτικές της ΕΚΤ ως μια επίθεση στο γερμανικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βιωσιμότητα του ιδιαίτερου τραπεζικού συστήματος της χώρας. Οπότε δεν πρόκειται για μια φιλοσοφική διαφωνία για τους στόχους της νομισματικής πολιτικής.
Είναι κάτι που έχει να κάνει με τα χρήματα και μόνο με αυτά και τις τεράστιες απώλειες για τα τοπικά ταμιευτήρια (Sparkassen) και τις μικρές συνεταιριστικές τράπεζες.
Τα επιχειρηματικά μοντέλα των γερμανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βασίζονται στην παρουσία θετικών ονομαστικών επιτοκίων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σημείωσε στην τελευταία του έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα πως τα προ φόρων κέρδη των γερμανικών και πορτογαλικών τραπεζών επηρεάζονται περισσότερο από τα αρνητικά επιτόκια.
Οι γερμανικές ασφαλιστικές είναι και αυτές ευάλωτες. Πρέπει να εγγυηθούν μια ελάχιστη απόδοση, η οποία αυτή τη στιγμή είναι 1,25% τον χρόνο. Αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί, όταν η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου είναι μόλις 0,13%. Η Γερμανία και η Σουηδία είναι οι δύο χώρες της Ε.Ε. όπου οι ασφαλιστικές αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια της αγοράς και τα εγγυημένα επιτόκια.
Για να επιτύχουν τις υποσχόμενες αποδόσεις, οι ασφαλιστικές πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο, για παράδειγμα αγοράζοντας εταιρικά ομόλογα ή πολύπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Αν ή μάλλον όταν έρθει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση και προκαλέσει μια αλλαγή στον τρόπο που αποτιμούνται αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, μπορεί να διαπιστώσουμε πως κάποια τμήματα του γερμανικού χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν χρεοκοπήσει.
Από τις γερμανικές τράπεζες, τα ταμιευτήρια και οι συνεταιριστικές είναι αυτές που επηρεάζονται περισσότερο. Βασίζονται στις αποταμιεύσεις και στα δάνεια, αντλώντας χρηματοδότηση από τις αποταμιεύσεις και χορηγώντας δάνεια σε τοπικό επίπεδο. Η ζήτηση για πιστώσεις είναι πάνω κάτω σταθερή. Οπότε όταν οι αποταμιεύσεις ξεπερνούν τα δάνεια, όπως συμβαίνει τώρα στην Γερμανία, οι τράπεζες καταθέτουν το πλεόνασμα τους στην ΕΚΤ με αρνητικά επιτόκια – γνωστά ως «επιτόκια τιμωρίας» στην Γερμανία. Δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες κόβοντας τα επιτόκια στις καταθέσεις των πελατών τους εξαιτίας της ζώνης μηδενικών επιτοκίων. Οι αποταμιευτές θα εγκατέλειπαν τους λογαριασμούς ταμιευτηρίου και θα έβαζαν τα μετρητά σε χρηματοκιβώτια.
Συνειδητοποιεί κανείς πόσο παράδοξη είναι η προσπάθεια να επηρεαστεί η νομισματική πολιτική για να προστατευτούν τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα. ΟΙ Γερμανοί πραγματικά φαίνεται να κάνουν το αντίθετο από αυτό που πρέπει. Δεν μπορούν απλά να αλλάξουν τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών και των ασφαλιστικών;
Η απάντηση είναι πως δεν μπορούν, τουλάχιστον στην πράξη. Η εφαρμογή μιας τέτοιας αλλαγής θα απαιτούσε μια μάλλον αδύνατη συμμαχία ομοσπονδιακών και περιφερειακών θεσμών και θα πήγαινε ενάντια σε εγκατεστημένα συμφέροντα. Πολλές γερμανικές εταιρείες βασίζονται στην φιλική τοπική τράπεζα για να λάβουν εύκολα πίστωση. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί έξω που θα μπορούσε να καλύψει το κενό βραχυπρόθεσμα.
Οι γερμανικές αγορές εταιρικών ομολόγων δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, όπως και η αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων (venture capital). Η Γερμανία έπρεπε να είχε μεταρρυθμίσει τον τραπεζικό τομέα δεκαετίες πριν, αλλά η πολιτική πίεση δεν το επέτρεψε.
Τα Διοικητικά Συμβούλια των ταμιευτηρίων είναι η βάση της δύναμης των τοπικών πολιτικών. Οι περιφερειακές τράπεζες (Landesbanken) διοικούνται από τοπικούς πολιτικούς. Αυτές με την σειρά τους ανήκουν εν μέρει στα ταμιευτήρια. Είναι ένα σύμπλεγμα συμφερόντων.
Που σταματάει όλο αυτό; Για την ώρα η ΕΚΤ δεν θα κόψει περαιτέρω τα επιτόκια εκτός και αν υπάρξει ένα ακόμα οικονομικό σοκ, αλλά από την άλλη δεν πρόκειται να τα αυξήσει. Αν το υφιστάμενο οικονομικό κλίμα διατηρηθεί, τα αρνητικά βραχυπρόθεσμα επιτόκια θα παραμείνουν για χρόνια. Στο τέλος, αυτό μπορεί να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη των ταμιευτηρίων.
Σε ένα βαθμό, αυτό θα ήταν κάτι θετικό γιατί θα μπορούσε να πυροδοτήσει την επί μακρόν καθυστερημένη αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος. Αλλά επειδή η Γερμανία θα αντισταθεί σε μια τέτοια εξέλιξη, η εκτίμηση μου είναι πως θα καταλήξει στην ισορροπία του τρόμου: η ΕΚΤ θα φοβάται μια αντίδραση των Γερμανών στις πολιτικές της και οι Γερμανοί θα προσπαθούν να τις αντέξουν.
Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί μια υγιής νομισματική ένωση. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ πρέπει να λειτουργούν υπό την σκοπιά του συνόλου της ευρωζώνης. Δεν μπορούν να υπερασπίζονται τα εθνικά συμφέροντα των κρατών τους, ούτε να δρουν ως λομπίστες. Σε μια νομισματική ένωση καμία κυβέρνηση δεν πρέπει να αμφισβητεί την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, πόσο μάλλον να απειλεί με συντονισμένη δράση της G20 για την στήριξη μιας συγκεκριμένης νομισματικής πολιτικής, όπως έκανε ο κ. Σόιμπλε.
Το επεισόδιο αυτό μας υπενθυμίζει πως το συλλογικό πνεύμα που ήταν κυρίαρχο στα πρώτα της ευρωζώνης έχει χαθεί. Αυτό – και όχι οι ανισορροπίες ή άλλα τεχνικά προβλήματα – αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.
Πηγή
Η πρωτότυπη δημοσίευση εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου