8/2/2017
Του Jim Brunsden
Ενόψει εκλογών σε χώρες της Ευρώπης, περιορίζονται οι ευκαιρίες για συναίνεση. Οι παρασκηνιακές κινήσεις για να βρεθεί λύση στο Eurogroup του Φεβρουαρίου και η ανάγκη να κάνουν όλοι υποχωρήσεις.
Έπειτα από μήνες μακριά από τους προβολείς, το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης επανέρχεται σιγά σιγά στη λίστα με τις ανησυχίες των traders ομολόγων.
Οι αποδόσεις του ελληνικού κυβερνητικού χρέους έχουν αυξηθεί απότομα, αντανακλώντας τις ανησυχίες για τις διχογνωμίες μεταξύ ευρωζώνης και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επάνω στο μέλλον του προγράμματος, αλλά και την αίσθηση πως στη διάρκεια μιας χρονιάς με πολλές προγραμματισμένες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη, περιορίζονται οι ευκαιρίες για συναίνεση.
Εν μέσω προειδοποιήσεων από την πλευρά της Αθήνας, ότι θα απορρίψει τις «παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ» και τις διαφωνίες αυτή την εβδομάδα στους κόλπους του εκτελεστικού συμβουλίου του Ταμείου, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης πιέζονται όλο και περισσότερο να καταλήξουν κάπου στην επόμενη συνάντησή τους στις 20 Φεβρουαρίου.
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας, κυρίως οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, έχουν αισθητά διαφορετική άποψη για την οικονομική κατάσταση της χώρας και για το πώς θα καταστεί διαχειρίσιμο το βάρος χρέους της.
Το ΔΝΤ έχει εδώ και καιρό επιχειρηματολογήσει πως η λιτότητα που απαιτείται στο πλαίσιο της τρίτης διάσωσης της Ελλάδας πρέπει να χαλαρώσει μέσω μικρότερων στόχων για το πλεόνασμα προϋπολογισμού και χορήγησης σημαντικής ελάφρυνσης χρέους στην Αθήνα. Αλλά οι υπέρμαχοι πιο αυστηρών δημοσιονομικών στόχων, με επικεφαλής τη Γερμανία, έχουν αρνηθεί, ιδιαίτερα εφόσον η περισσότερη επιείκεια πιθανότατα σημαίνει ότι οι φορολογούμενοί τους θα πρέπει να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια διάσωσης.
Εκτός κι αν επιλύσουν τις διαφορές τους, το ΔΝΤ -το οποίο δεν αναμείχθηκε ποτέ επισήμως στην τρίτη διάσωση, όταν συμφωνήθηκε πριν από δύο χρόνια- δεν θα συμμετάσχει πλήρως στο πρόγραμμα. Μέχρι στιγμής, μόνο ο ESM, το ταμείο διάσωσης 500 δισ. ευρώ της ευρωζώνης, δανείζει στην Ελλάδα.
Το ΔΝΤ δεν έχει χορηγήσει κεφάλαια εδώ και σχεδόν τρία χρόνια και έχει επανειλημμένως υποστηρίξει ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο πρόγραμμα, αν δεν υπάρξουν μεγάλες αλλαγές. Κι όμως, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν υποθέσει πως κάποια στιγμή θα εμπλακεί ως πιστωτής.
Γιατί αυτό έχει σημασία;
Το Βερολίνο ποτέ δεν εμπιστεύτηκε πραγματικά τις ευρωπαϊκές αρχές, ιδιαίτερα την Κομισιόν, στην παρακολούθηση της διάσωσης της Ελλάδας, και έχει επιμείνει ήδη από την πρώτη διάσωση το 2010 υπέρ της συμμετοχής του ΔΝΤ, επιχειρηματολογώντας πως μόνο το Ταμείο έχει τη γνώση και την αξιοπιστία να διαχειριστεί ένα τόσο περίπλοκο πρόγραμμα.
Αυτή η απαίτηση έχει σταδιακά εξελιχθεί σε πολιτική κόκκινη γραμμή για τη Γερμανία και άλλους πιστωτές από τη βόρεια Ευρώπη, όπως η Φινλανδία και η Ολλανδία, όπου τα κοινοβούλια έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν για πολύ στην ελληνική διάσωση, χωρίς την επισφράγιση από το ΔΝΤ.
Το Ταμείο είχε αναφέρει πέρυσι ότι θα αποφασίσει αν θα συμμετάσχει μέχρι τα τέλη του 2016, αλλά αυτή η προθεσμία έχει παρέλθει.
Σε περίπτωση που συνεχιστεί το αδιέξοδο, μπορεί να είναι αδύνατο να εξασφαλιστούν κοινοβουλευτικές εγκρίσεις για την απελευθέρωση μελλοντικών δόσεων της διάσωσης, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο το πρόγραμμα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, έχει καταστήσει σαφές πως χωρίς το ΔΝΤ, η διάσωση στην τρέχουσα μορφή της έχει τελειώσει.
Με εκλογές να πλησιάζουν στη Γερμανία και την Ολλανδία, η πολιτική συζήτηση για τη διάσωση στο Βερολίνο και στη Χάγη γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη.
Σε τι ακριβώς διαφωνούν οι δύο πλευρές;
Το ΔΝΤ θεωρεί μη ρεαλιστικές κάποιες από τις απαιτήσεις της ΕΕ στο νέο πρόγραμμα, ιδιαίτερα την απαίτηση η Αθήνα να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2018 και να το διατηρήσει «μεσοπρόθεσμα». Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι το πλεόνασμα του προϋπολογισμού χωρίς να υπολογίζονται οι αποπληρωμές χρέους, βασική μέτρηση για την ικανότητα μιας χώρας να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις της χωρίς εξωτερική βοήθεια.
Το Ταμείο έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός στόχου της τάξης του 1,5%, αλλά οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να καλύψουν τη διαφορά μέσω της χορήγησης σημαντικής ελάφρυνσης χρέους. Την άποψη αυτή απεχθάνεται το Βερολίνο, δεδομένου από κάποια στιγμή και μετά ότι τα δάνεια διάσωσης που δίνει στην Ελλάδα έχουν τόσο μεγάλη έκπτωση, που στην πραγματικότητα εξελίσσονται σε επιχορηγήσεις. Αυτό είναι «πολιτικά ραδιενεργό» στη Γερμανία.
Η διαμάχη δεν είναι μόνο μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου, πάντως. Ο χρόνιος πόλεμος λέξεων μεταξύ ΔΝΤ και Αθήνας έχει επίσης επιδεινωθεί. Δεδομένης της επιφυλακτικότητάς του για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τον στόχο 3,5% για το πλεόνασμα, το Ταμείο έχει υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να «προ-νομοθετήσει» επιπρόσθετα μέτρα λιτότητας, που θα τεθούν αυτόματα σε εφαρμογή αν η Αθήνα «χάσει» τους στόχους της.
Γιατί διαφωνούν;
Αυτό που ενισχύει τη διχογνωμία είναι το γεγονός πως το ΔΝΤ και η Κομισιόν διαφωνούν απόλυτα επάνω στην προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Οι Βρυξέλλες επιχειρηματολογούν πως το Ταμείο έχει πεισμώσει, αρνούμενο να παραδεχθεί ότι η χώρα τα πάει καλύτερα από το αναμενόμενο, τόσο σε όρους ανάπτυξης όσο και στο πρωτογενές πλεόνασμα. Το ΔΝΤ, το οποίο ήταν διαβόητα αισιόδοξο στις οικονομικές προβλέψεις του στις αρχές του προγράμματος διάσωσης, διαφωνεί έντονα. Επιχειρηματολογεί πως η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τις τρέχουσες επιδόσεις της και, αντ’ αυτού, η αδύναμη οικονομική παραγωγή θα οδηγήσει το βάρος χρέους σε «εκρηκτική» πορεία μετά το 2022.
Η διαμάχη σχετικά με τις προβλέψεις για την ανάπτυξη έχει προκαλέσει έναν σπάνιο δημόσιο διχασμό στους κόλπους του εκτελεστικού συμβουλίου του ΔΝΤ. Χώρες της ΕΕ, περιλαμβανομένων της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και της Σουηδίας, αμφισβήτησαν την πρόβλεψη μετά τη συνάντηση του συμβουλίου τη Δευτέρα, ενθαρρύνοντας μια σπάνια δημόσια παραδοχή από το Ταμείο πως έχει διχαστεί.
Γιατί η σύγκρουση είναι πλέον επιτακτική;
Η Ελλάδα έχει αρκετά μετρητά για να μη χρειαστεί περαιτέρω αρωγή μέχρι τον Ιούλιο. Αλλά η πολιτική πραγματικότητα είναι διαφορετική: Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φοβούνται ένα σενάριο κατά το οποίο η παρατεταμένη αβεβαιότητα θα πλήξει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Ελλάδα, μετατρέποντας τις προβλέψεις του ΔΝΤ σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Επιπλέον, η επόμενη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 20 Φεβρουαρίου είναι η τελευταία πριν τις ολλανδικές γενικές εκλογές -την πρώτη από μια σειρά κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη φέτος.
Οι φορείς χάραξης πολιτικής, παρότι έχουν αμφιβολίες για το αν το θέμα μπορεί να επιλυθεί πλήρως στη συνάντηση του Φεβρουαρίου, έχουν σε έναν βαθμό μια αίσθηση ανάγκης για σημαντική πρόοδο. Παρά τα δημόσια καβγαδάκια, έντονη επικοινωνία πραγματοποιείται παρασκηνιακά, σε αναζήτηση πιθανών λύσεων.
Όπως το διατύπωσε ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος, «ο Φεβρουάριος δεν είναι επίσημα αλλά είναι ρεαλιστικά, ο καιρός που χρειάζεται να επιτευχθεί πολιτική συναίνεση».
Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία;
Πιο απλά, με το να κάνουν όλοι μερικές παραχωρήσεις, παρότι αυτό είναι μια κουβέντα. Η Αθήνα κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί να αποδεχθεί την προκαταβολική νομοθέτηση κάποιων μέτρων, το ΔΝΤ θα χρειαστεί να αποδεχθεί ότι το μέγεθος αυτών των μέτρων δεν θα είναι τόσο όσο αρχικά ήλπιζε και το Βερολίνο θα χρειαστεί, το λιγότερο, να μετριάσει τις απαιτήσεις του για το διάστημα κατά το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει το πλεόνασμα 3,5% μετά το 2018, αλλά και να δεχθεί να προσφέρει περισσότερη σαφήνεια σήμερα για ελάφρυνση χρέους στο μέλλον.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιος θα πρέπει να υποχωρήσει περισσότερο, και κανείς δεν ποντάρει στο Βερολίνο ή στο ΔΝΤ. Η σύγκρουση κρατά πλέον σχεδόν δύο χρόνια και καμία από τις πλευρές δεν κάνει πίσω.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου