24/4/2018
Του Wolfgang Munchau
Μια επιβράδυνση της ευρωζώνης θα μπορούσε να αποτελέσει ρίσκο για την παγκόσμια οικονομία. Το μόνιμο «αγκάθι» της Ιταλίας και η ανάγκη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι ευθύνες της Γερμανίας.
Την προηγούμενη εβδομάδα, μάθαμε δύο νέα πράγματα για την ευρωζώνη. Η Γερμανία έκλεισε την πόρτα σε μια σοβαρή μεταρρύθμιση. Η συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν στο Βερολίνο αποκάλυψε βαθιές διαφορές για το όραμα των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας σχετικά με το μέλλον.
Αυτό που έγινε επίσης πιο ξεκάθαρο είναι πως υπήρξε μια απότομη πτώση στην οικονομική δραστηριότητα της ευρωζώνης. Το τελευταίο δημιουργεί προβληματισμό. Θα μπορούσε να είναι κάτι συγκυριακό, αλλά ένας αριθμός πρόσφατων δεικτών έχει προκαλέσει αρνητική έκπληξη.
H γερμανική βιομηχανική παραγωγή είναι αδύναμη από τον Δεκέμβριο. Αλλά πραγματοποίησε μια κανονική βουτιά τον Φεβρουάριο, όταν υποχώρησε κατά 1,6% σε σχέση με τον Ιανουάριο. Η Ένωση Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου ανακοίνωσε πως οι πωλήσεις αυτοκινήτων ήταν 5,3% χαμηλότερα τον Μάρτιο.
Ένας από τους πιο αξιόπιστους δείκτες είναι αυτός του επιχειρηματικού κύκλου του IMK, του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου. Τώρα δείχνει πιθανότητα ύφεσης κοντά στο 30%, από σχεδόν μηδενική πιθανότητα έναν μήνα πριν.
Συνδυάστε τώρα τις δύο αυτές πληροφορίες. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως η Γερμανία δεν θα συμφωνήσει σε έναν κεντρικό προϋπολογισμό για την ευρωζώνη, για να αντέξει τα μακροοικονομικά σοκ. Δεν θα υπάρξει ένα ενιαίο ασφαλές στοιχείο ενεργητικού. Δεν θα υπάρξει κοινή ασφάλιση καταθέσεων. Το μεγάλο εγχείρημα μιας ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης θα παραμείνει για πάντα ανολοκλήρωτο.
Στη συνέχεια προσθέστε κάτι πραγματικά επικίνδυνο, μια ύφεση, στο μείγμα. Δεν έχω ιδέα αν η νέα κρίση θα προέλθει από τις αγορές ομολόγων, τον τραπεζικό τομέα ή κάπου αλλού. Αλλά ο συνδυασμός μιας οικονομίας που επιβραδύνεται και ενδεχομένως συρρικνώνεται και μιας νομισματικής ένωσης που αρνείται να διορθώσει τα προβλήματά της αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ρίσκα για την παγκόσμια οικονομία αυτή τη στιγμή.
Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για μια οικονομική κάμψη; Όχι, δεν μπορούμε.
Οι δείκτες εμπιστοσύνης μπορεί να επηρεαστούν από φόβους για έναν ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο. Αν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει σαν κυρίαρχο στόχο για τους εμπορικούς δασμούς την Κίνα, οι φόβοι αυτοί μπορεί να απομακρυνθούν σύντομα. Αν όχι, τότε ναι, η ευρωζώνη θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, εξαιτίας του μεγάλου πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Υπάρχουν επίσης εποχικοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ο χειμώνας ήταν βαρύς στην Ευρώπη, στον Βορρά και στον Νότο. Αυτό μπορεί να έπαιξε έναν ρόλο στη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και του επενδυτικού κλίματος. Ο συνδυασμός ενός θερμού καλοκαιριού και ενός Αμερικανού προέδρου που βρίσκεται σε σύγχυση μπορεί να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος. Αλλά υπάρχουν άλλοι λόγοι που μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι κάτι άλλο μπορεί να συμβεί.
Ο πρώτος είναι η ανατίμηση του ευρώ. Η ημερήσια συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έχει αυξηθεί κατά περίπου 7% το περασμένο έτος. Για μια οικονομία που είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, αυτή είναι μια μεγάλη κίνηση. Το μεγαλύτερο μέρος της μεταβολής καταγράφηκε πέρυσι, αλλά θα ήταν πολύ φυσιολογικό ο οικονομικός αντίκτυπος να γίνει αισθητός με μια καθυστέρηση.
Δεύτερον, η οικονομική κρίση μπορεί να μείωσε μόνιμα το δυνητικό ΑΕΠ της ευρωζώνης. Οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης που καταγράφηκαν κατά τη διετία 2016 και 2017 μπορεί να ήταν μια έκλαμψη, μια προσωρινή ανακούφιση μετά από χρόνια λιτότητας. Αυτό που τώρα παρουσιάζεται σαν μια προσωρινή κάμψη μπορεί να αποκαλυφθεί ως η επιστροφή σε μια πιο απογοητευτική κανονικότητα.
Η Ιταλία δεν έχει καταγράψει σχεδόν καθόλου ανάπτυξη της παραγωγικότητας από τότε που έγινε μέλος της ευρωζώνης το 1999. Ωστόσο, το 2017 ήταν μια σχετικά καλή χρονιά για την οικονομία. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το αν μια χώρα με λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ στο 132% μπορεί να διαχειριστεί ένα μέσο ρυθμό ανάπτυξης χαμηλότερο από 1% ή 2%. Η διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών είναι αυτή που χωρίζει τη βιωσιμότητα από τη χρεοκοπία.
Η Ιταλία αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα γιατί οι μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα. Η Ε.Ε. δεν έχει εργαλεία για να ανταπεξέλθει σε μια κρίση κρατικού χρέους στην Ιταλία. Η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για να αποτύχει και πολύ μεγάλη για να σωθεί. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το εργαλείο διάσωσης, είναι πολύ μικρό για να αντέξει. Δεν έχω αμφιβολία ότι το ευρώ θα επιβιώσει με τη μια μορφή ή την άλλη, αλλά χωρίς μεταρρυθμίσεις, ο κίνδυνος μιας ρωγμής αυξάνεται σημαντικά.
Ακόμα και η μεταρρυθμιστική ατζέντα του προέδρου Μακρόν δεν αντιμετωπίζει πλήρως αυτό το πρόβλημα. Αλλά τουλάχιστον θα άνοιγε την πόρτα στις υποδομές που είναι απαραίτητες για να σηκώσουν το μεγάλο βάρος σε μια κρίση, ένα ενιαίο ασφαλές στοιχείο ενεργητικού και έναν ενιαίο μηχανισμό στήριξης για τον τραπεζικό τομέα. Οι Γερμανοί έχουν απορρίψει τις ιδέες αυτές από την αρχή.
Μετά από χρόνια που παρακολουθώ τη συζήτηση για την ευρωζώνη, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία δεν θα συμφωνήσει σε μεταρρυθμίσεις, αν δεν έρθει αντιμέτωπη με μια επιλογή «δεχτείτε το ή ξεχάστε το». Μια διάλυση της ευρωζώνης θα ήταν καταστροφή για τη Γερμανία. Θα κατέστρεφε το εξαγωγικό μοντέλο της χώρας και θα συρρίκνωνε το τεράστιο απόθεμα εξωτερικών στοιχείων ενεργητικού.
Αλλά πίσω από την άρνηση να γίνουν αποδεκτές θεσμικές μεταρρυθμίσεις βρίσκεται η κυρίαρχη εντύπωση πως μια τέτοια πρόκληση δεν θα συνέβαινε ποτέ. Η εντύπωση αυτή είναι σωστή για την ώρα.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου