22/7/2018
Της Gillian Tett
Τρεις πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ νιώθουν δικαιωμένοι για την πολιτική της τελευταίας δεκαετίας. Τα αυτάρεσκα σχόλια για όσα δεν έκαναν οι ομόλογοί τους στην Ευρώπη και η τραγωδία της ευρωπαϊκής πολιτικής οικονομίας. Μετά τον Ντράγκι, τι;
Δεν είναι εύκολο να κάνεις μία χρηματοοικονομική κρίση να ακούγεται βαρετή. Αυτή την εβδομάδα, οι Ben Bernanke, Henry Paulson και Timothy Geithner, σχεδόν το έκαναν. Με τη 10η επέτειο της κατάρρευσης της Lehman Brothers να πλησιάζει, οι τρεις διακεκριμένοι αξιωματούχοι -που αντίστοιχα ήταν πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος της Fed στη Νέα Υόρκη το 2008- έχουν μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης για την κρίση. Και η ετυμηγορία τους είναι αισιόδοξη -αν όχι λίγο αυτάρεσκη.
Πιο αξιοσημείωτο είναι ότι, εδώ και μία δεκαετία, το τρίο πιστεύει ότι η αμερικανική οικονομία έχει ανακάμψει τόσο, έτσι ώστε είναι ισχυρή και υγιής. Και νομίζουν ότι αυτό το ευτυχές αποτέλεσμα κυρίως δικαιώνει την αντίδρασή τους μετά την κρίση, συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεών τους να ανακεφαλαιοποιήσουν επιθετικά τις τράπεζες με κρατικά κεφάλαια, να εμφανίσουν τα κόκκινα δάνεια, να επιβάλουν πιο σκληρή επιτήρηση -και να εφαρμόσουν γρήγορα ποσοτική χαλάρωση.
Για να είναι σίγουροι, οι τρεις άνδρες παραδέχονται ότι η πολιτική δεν ήταν τέλεια. Φοβούνται ότι το Κογκρέσο έχει μειώσει τις νομοθετικές ρυθμίσεις, που χρησιμοποιήθηκαν για να αντικρούσουν το σοκ του 2008. «Οι άμυνες είναι καλύτερες αλλά υπάρχει ένα πιο αδύναμο σετ εργαλείων για να αντιμετωπίζεται μία ακραία κρίση», παρατήρησε ο κ. Geitner. Ανησυχούν επίσης για το αυξανόμενο αμερικανικό κρατικό χρέος και για το τι μπορεί να συμβεί, αν υπάρξει επαναφορά των μεταρρυθμίσεων μετά την κρίση.
Οι αμερικανικές τράπεζες σήμερα δείχνουν υγιείς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απολαύσει εννέα χρόνια ανάπτυξης -και η κυβέρνηση τους αναπλήρωσε τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη των τραπεζών, ας πούμε, με κέρδος. Η επίδοση της πολιτικής μετά την κρίση πιθανότατα δεν αξίζει Α+, αλλά ένα Α ή κάπου εκεί περίπου.
Δεν θα συμφωνήσουν όλοι οι Αμερικανοί. Οι αριστεροί παρατηρητές είναι, για λόγους κατανοητούς, θυμωμένοι, καθώς τιμωρήθηκαν ελάχιστοι από αυτούς που ενεπλάκησαν στα σκάνδαλα. Οι επικριτές από τα δεξιά παραπονιούνται ότι έχει υπάρξει απελπιστική στρέβλωση της αγοράς από την κρατική εμπλοκή. Την ίδια ώρα, όργανα όπως η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) φοβούνται ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα δημιουργήσουν προβλήματα στη μόχλευση των επιχειρήσεων και υπογραμμίζουν ότι ο κλάδος των παραγώγων παραμένει αδιαφανής. Όλα αυτά τα επιχειρήματα χρειάζονται περισσότερη συζήτηση.
Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα (και επείγουσα) συζήτηση που πρέπει να γίνει, σε απάντηση αυτών που λένε ο κ. Bernanke και οι άλλοι, δεν αφορά καν τις ΗΠΑ. Το τρίο επίσης αποκάλυψε αυτή την εβδομάδα ότι έχει εκπλαγεί και τρομάξει από τον βαθμό στον οποίο το ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό σύστημα παραμένει προβληματικό εδώ και μία δεκαετία.
Κι αυτό όχι επειδή προβλέπουν μία επικείμενη κρίση -αρνήθηκαν να σχολιάσουν τα τρέχοντα προβλήματα, όπως οι μικρές ιταλικές τράπεζες ή ο τραπεζικός γίγαντας Deutsche Bank. Αλλά ανησυχούν ότι το σύστημα παραμένει μάλλον αδύναμο και πιστεύουν ότι ξέρουν γιατί: Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, οι Ευρωπαίοι δεν έκαναν προληπτική χρήση κρατικών κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δεν επέμειναν στη διαφάνεια για τα κόκκινα δάνεια και δεν έκλεισαν τράπεζες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Εν μέρει κατηγόρησαν τα διαφορετικά λογιστικά συστήματα. «Στις πρώτες ημέρες της κρίσης οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι οι αμερικανικές τράπεζες και το έκρυβαν επειδή… το αμερικανικό τραπεζικό λογιστικό σύστημα είναι πολύ πιο αυστηρό», παρατήρησε ο κ. Paulson.
Το τρίο επίσης υποστηρίζει ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και ψηφοφόροι επιθυμούσαν την τιμωρία των τραπεζών και γι’ αυτό ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθούν κρατικά χρήματα.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η πολιτική δομή. Το 2008 οι κ.κ. Bernanke, Paulson και Geithner είχαν αρκετή εξουσία σαν ενιαία ομάδα για να εξερευνήσουν πολιτικούς συμβιβασμούς και να εφαρμόσουν μη δημοφιλείς αποφάσεις. Επειδή όμως το πολιτικό σύστημα της ευρωζώνης είναι τόσο κατακερματισμένο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν προχώρησαν ποτέ σε ταχεία και επιθετική συλλογική δράση που χρειαζόταν για να σταματήσει η αποσύνθεση.
«Ήμασταν πολύ τυχεροί», σημείωσε ο κ. Geithner. «Κάποιες από αυτές τις κινήσεις δεν ήταν διαθέσιμες στους Ευρωπαίους επειδή το να τρέχεις ενιαία στρατηγική σε [τόσο πολλά] κράτη είναι δύσκολη». Ο κ. Paulson πρόσθεσε: «[Οι Ευρωπαίοι] κορόιδευαν τους εαυτούς τους για το πόσο καλά κεφαλαιοποιημένες ήταν οι τράπεζές τους, για πολύ καιρό. Όντως πιστεύω ότι άργησαν να κάνουν πράγματα που έπρεπε να κάνουν».
Αυτή η δηκτική, ελαφρώς αυτάρεσκη, ετυμηγορία μπορεί να ενοχλήσει πολλούς Ευρωπαίους, δεδομένης της αμερικανικής προέλευσης της κρίσης του 2008. Αλλά αυτό δεν πρέπει να αποσπάει την προσοχή από το βασικό σημείο: Η κριτική είναι εντελώς σωστή. Απλά κοιτάξτε τις τιμές μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ή σκεφτείτε πώς η BIS περιγράφει στην τελευταία ετήσια έκθεσή της τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρησιμοποιούν την αγορά συναλλάγματος για να κάνουν «window dressing» και να «καλλωπίσουν» τους ισολογισμούς τους.
Κάντε την εξής ερώτηση στους εαυτούς σας: Εάν η Ευρώπη διεξήγαγε μία πολιτική συζήτηση με αφορμή μια 10ετή επέτειο από την έναρξη της κρίσης, ποια τριπλέτα ή ομάδα θα χρησιμοποιούσε; Σίγουρα τον Μάριο Ντράγκι, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά, μετά, ποιον; Σε αυτό βρίσκεται η τραγωδία της ευρωπαϊκής πολιτικής οικονομίας, και η αιτία που οι επενδυτές πρέπει να ανησυχούν για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, μία δεκαετία αργότερα.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου